...φαίνεται πώς υπάρχει και συνέχεια. Προς επίρρωσιν τών προηγουμένων· χάνουν τόν ειρμό τους, κατακερματίζεται η σκέψη τους, αναβλύζουν λέξεις, σπαράγματα μνήμης, αισθήσεων και συναισθημάτων. Τέλειος ασυγχρονισμός μίας ενδότερης εμπειρίας και ενός ανεπαρκούς στήν έκφρασή της λόγου. Περιγράφεται τό απερίγραπτο; εκφέρεται τό ανείπωτο; Γι' αυτό υπάρχει η Τέχνη κι η Μουσική κι η Ποίηση· γεμίζουν τό κενό αυτό.
Με τη Λίζυ Λασσιθιωτάκη [1946-2024] «Ενοχλώντας το σύμπαν» [1990-1992]. Αποχαιρετισμός
«Τόπος: «Brazilian». Χρόνος: Νοέμβριος 1989. Με το Νίκο Καρούζο. Πίνοντας καφέ συζητώντας και χαζεύοντας τη Βουκουρεστίου. Συλλαμβάνω μια αστραπή να με τυφλώνει έξω απ’ το τζάμι. Γυρίζω στο Ν.: «Ν., κοίταξε αυτή τη γυναίκα που περνάει! Είναι ασύλληπτη!» «Πράγματι, πολύ ωραία γυναίκα», μου κάνει ο Ν. αδιάφορα. Την αιχμαλωτίζω. Τόπος: «Μικρό μπαρ». Χρόνος: 17 Φεβρουαρίου 1990. Εισέρχομαι νύχτα. Ο Ν. κάθεται στο κεντρικό τραπέζι με μια μικρή παρέα αγνώστων. [Ήσουν με τη Σοφία.] Τη βλέπω: είναι εκεί, στην παρέα. Είναι αυτή. Ελάχιστες φορές έχω χάσει την ψυχραιμία μου σε συμβάντα του είδους θαύμα. Θα μπορούσα να δω τον Ιησού χωρίς πανικό ή ταραχή ή να πέσω στα γόνατα. Χαιρετάω το Ν., αλλά δεν υπάρχει χώρος να κάτσω και ακουμπάω στο μπαρ, σε απόσταση δύο μέτρων. Κοιταζόμαστε. Σε λίγο ο Ν. μού απευθύνεται: «Θ., να σου συστήσω τη φίλη μου τη Λίζυ που θέλει να σε γνωρίσει!». [Του είχες πει, όπως μου αποκάλυψες λίγο αργότερα, τι έξυπνο πρόσωπο, γνώρισέ μου τον – ζητάω συγνώμη από τους αναγνώστες.] Με συστήνει. Ο Ν. με τη Λ. έχουν γνωριστεί μόλις πριν από δύο ώρες αλλά μιλούν και επικοινωνούν σα να γνωρίζονται χρόνια. Ένας από τους άγνωστους σηκώνεται και μου λέει: «Καθίστε». Κάθομαι. Μπαίνω στ’ όνειρο. Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά και τους αφήνουμε, σηκωνόμαστε και καθόμαστε στο μπαρ οι δυο μας. Στις τέσσερις το πρωί η Λ. με προσκαλεί στο σπίτι της για ένα τελευταίο ποτό. Αναστασίου Τσόχα 18-20, 5ος όροφος. Σε τρεις ώρες ξημερώνει Σάββατο. Επιστρέφω στο σπίτι μου τη Δευτέρα το απόγευμα. Υπήρξαμε: Βασιλίσσης Σοφίας, Η ναυτία, Το Είναι και πέρα απ’ αυτό τίποτ’ άλλο», Player’s, «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» – Ψαλμός ΞΒ΄, το Βερολίνο που άφησα πίσω μου, ακυρώνοντας κάθε βδομάδα τα αεροπορικά εισιτήρια και ορίζοντας νέα ημερομηνία μέχρι που τέλος! Silk Cut, «Φλόκας», Δημητρίου Σούτσου, Hypnosedon, 6468658, Πλατεία Μαβίλη [ο ανδρικός πληθυσμός όλων των ηλικιών της πλατείας με μίσησε, πλην του Αλέξανδρου, του Λώρα και του Τζώρτζη, σταμάτησαν ξαφνικά να μου μιλούν, να με συναναστρέφονται – ένας με περίμενε μια νύχτα για να με χτυπήσει, δεν με πέτυχε], «Η αφήγηση είναι πάντα η άλλη πλευρά του βιώματος, αυτή απ’ την οποία απουσιάζει το βίωμα», Baltazar, Michel Serres, Κολωνάκι, Με τον Σαρτρ, Αίγινα, «Ζήλια, τη φώναξα ένα βράδυ», Η ιστορία της μουσικής, «Λώρας» [Δεν έγινα σαν τους αλκοολικούς του «Λώρα», όπως φοβόσουν και με ξόρκιζες χτυπώντας με στο στήθος – το διαπίστωσες άλλωστε μέσα στα χρόνια], Δάφνος, “Fazz”, [μια νύχτα μας έδωσαν βραβείο καλύτερου χορευτικού ζευγαριού, το βραβείο ήταν μια πολαρόιντ (την κράτησες) την ώρα που χορεύαμε, στο περιθώριο είχαν γράψει,: «Να είστε πάντα έτσι!», με θαυμαστικό (δεν περάσαμε ποτέ από face control είχαμε πάντα το τραπέζι μας), «Αυτό που θέλω να καταλάβεις, καλό μου αντικείμενο, είναι πως οτιδήποτε υπάρχει εκ-στατικά είναι αυτόματα καταδικασμένο να μην “υπάρχει”. Εδώ θα πρέπει, μ’ άλλα λόγια, ν’ αναζητήσουμε την ποίηση της ύπαρξης καθώς και την καταδίκη της. Πρόκειται για μια παρ-ουσία που δεν επαρκεί στον εαυτό της (αλλιώς θα ’ταν μια απλή υποκειμενική εποπτεία) ριγμένη πάντα έξω, στον κόσμο, σε διαρκή αναζήτηση μιας αδύνατης σύμπτωσης με τα πράγματα του κόσμου και τον εαυτό της, αφού η ταύτισή της μαζί τους θα σήμαινε, και στις δύο περιπτώσεις, τη μετατροπή της σε πράγμα (καθ’ εαυτό). Η ταυτότητά της επομένως ορίζεται απ’ την αδυνατότητά της να υπάρξει παρά ως δυαδικότητα, σε συνεχή μηδενοποίηση του ταυτόσημου προς χάριν της διαφοράς, αυτού δηλαδή που την αποσπά απ’ τη στείρα προσομοίωση με τον εαυτό της για να την εκτοξεύσει στο σύμπαν», Νοσταλγία, στις 28 Σεπτεμβρίου πεθαίνει ο Ν., το βράδυ μ’ έψαχνες, είχαμε μόλις γυρίσει από το Νάυπλιο με τον Τάσο, μου τηλεφώνησες στο μπαρ του Τζώρτζη, ήλθαμε στο σπίτι σου και ήπιαμε μέχρι το πρωί, Σέριφος, Τέσσερα Κουαρτέτα, πάντα ο Έλιοτ, ας τον γράψω στα ελληνικά, σου άρεσε να μου διαβάζεις Έλιοτ στ’ αγγλικά, Κύθνος, Η απόλαυση του κειμένου, «Μικρό μπαρ», “Hotel Brown”, Leo Ferre, Avec le temps, κοριτσάκι μου, Το είναι και το μηδέν, Κωστής Παπαγιώργης, «Τα μεγαλύτερα γεγονότα δεν είναι οι θορυβωδέστερες, μα οι σιωπηλότερες ώρες μας» – Nietszche, Chanel No 5, διέγερση έως εσχάτων, David Bowie, κανείς δεν ξέρει ότι κάνεις ένα πέρασμα ως κοριτσάκι στο Ζορμπά του Κακογιάννη, Κωστής Σαλιάρης-Δευτέρα Δημοτικού, Μαρίκα, Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Ο ηλίθιος της οικογένειας, αυτόματος τηλεφωνητής («Θέλω να ξέρεις ότι είσαι πολύ, πολύ παρών στη ζωή μου»), αγάπη μου, κομμωτήριο «Άγγελος», Jameson, «Περδικιώτικα», Lacan, Gin&Tonic, Μάριος Μαρκίδης, λίθιο, «Καλογήρου», η τρέλα μας με τα παπούτσια, στριπτιζ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, “Zonar’s”, οδός Μαρωνείας, θυρωρός, αν μπορούσαν θα μας πετούσαν πέτρες οπουδήποτε, πλην του “GB Corner”, ο μπάρμαν μάς έβλεπε να φιλιόμαστε και έλεγε, «Αφού είστε φίλοι του Μάνου Χατζιδάκι…», έπαιρνες τα χείλη σου απ’ τα χείλη μου και πεταγόσουν, «Αυτός! Εγώ είμαι φίλη του Μίκη Θεοδωράκη!», Ο βαθμός μηδέν της γραφής, Francis Bacon, άμβλωση, “The Hill”, εξαδέλφη Σοφία, αδελφός Μανώλης, Η ιστορία της τρέλας, Τάσος Δενέγρης, “Decadence”, [Μακάρι να μπορούσα να σου πάρω τη μανία], Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι, Tanita Tikaram, Twist in my sobriety, ήσουν, είσαι και θα είσαι ο άξονάς μου, ο λάκκος μου, «πού σου θάνατε, τον κέντρον, πού ΄σου, άδη, το νίκος»; Adieu, mon amour. Βροχή βροχή βροχή φτύνω αίμα.
ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ (Ελένη, από τό περιοδικό Νέο Πλανόδιον)