Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ποιος το επιτελείο

 

Σου είπε κανείς ότι θέλω να μου δείξεις πώς φιλάει ο Τσέλαν Αγίου Βαλεντίνου πρωταπριλιάτικα λούνα παρκ και πασχαλίτσες;

Θέλεις πόνο;





Στα πνεύματα που με ακούν

 

Είναι πολύ επίπονο για μένα να αναγνωρίζω τους εραστές σου στο σώμα σου από την αδύναμη θέση έχω πεθάνει.

Μου απέμινε η δυνατή.


 



Μόνο αγάπη







Θέλω να είμαστε οι δυο μας *

 

Πολύ σπάσιμο είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Υποφέρω πάω σα παλουκωμένη. 

Ήθελα να σου δείξω κάτι ποιήματα

Αλλά για να τα πω θέλω να ξέρω ακριβώς τα νούμερα. Για να βγει ωραίο

Είναι μαλακία εδώ μέσα δεν ξέρεις ποτε τα πραγματικά νούμερα και έτσι παρακμάζει και η αξία τους η φερεγγυότητά η λειτουργεία κτλ.

Γι' αυτό σου λέω κράσαρε κι ο υπολογιστής..

Έπεσε η ασφάλεια.

Από ηλεκτρική συχνότητα.

Για πολύ εξειδικευμένους 


Σε δικό μας εργαστήριο-κράτος*








Μια χαρά και δυο τρομάρες

 

Κοιμήθηκα σχετικα νωρίς αλλα ξύπνησα μες την νύχτα από κολικους μάλλον εντέρου. Αλλά ήταν πολύ χαμηλά σα να με βιάζανε ένιωθα. Πονάω ακόμη κι αισθάνομαι ψυχικά βαριά μοναξιά και διαφορετικότητα. Αισθάνομαι σα να είμαι ένας διαφορετικός δίσκος που δεν υπάρχει πια το πικάπ που τον παίζει ή είναι κάπου θαμένο κρυμένο. Ένας δίσκος αφημένος τώρα , όπως βρέθηκε αρκετά σπασμένος, σε μια βιτρίνα μουσείου. Νιώθω όπως ένα έκθεμα σε μουσείο δίχως τα υπόλοιπα συμπράγκαλα δίπλα του που θα μπορούσαν να τον κάνουν να ξαναπαίξει. Κι εσύ απέξω από την βιτρίνα με τα ακουστικά σου στα αυτιά που με κοιτάς, με ενδιαφέρον και περιέργια, αλλά ακούγοντας κάτι άλλο. Και σαν φευγαλαία να ήθελες να είμαι mp3 avi ή κάτι τέτοιο. Νιώθω τελείως εκτός εποχής και αιώνα. Κάτι κλασικό και διαχρονικό κι ασύμφορο κι εχθρικό για την βιομηχανία. Δηλαδή νιωθω όπως πάντα. Μια χαρά και δυο τρομάρες δηλαδή. Τάνγκο.







Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

 

Έχουν ξεχωρίσει κάποιες τούφες στα μαλλιά μου και έχουν σηκωθεί. Τρία και εκατοστά πανκ κατα πάνω. Νικάνε τη βαρύτητα!

Εσύ καλά;



Αγκαλιά με τον Αρθούρο Ρεμπώ

 

Γιέ μου, που περπάτησες

Για να σε πιστέψουμε στα νερά

Μόνος στον κήπο της Γεσθημανής

Και μόνος ταπεινός ως εμένα


Παρακλώντας τον πατέρα

Να σ' αφήσει στη ζήλια σου

Σε εμάς τους χωρίς θάνατο αναστάσιμο

Με τα δάκρυα του κήπου της αυτά


Με αυτά να αλληλο-εξηλεωθούμε.


Χυμένα κεριά 

Καμμένα και κοντά τα φυτήλια

Άσχημα που μυρίζει

Καίγονται φτερά.


Χυμένα κεριά

Με μαύρα σπασμένα

Από φυτήλια κομμένα 

Στον κήπο της Γεσθημανής


Σταυρταλίζει το φως

 φλας ο ουρανός ήχη 

μπανιστιρτζίδες στα σκοτάδια

Πλήξη και περιέργια.


Τόσος κόσμος δροσίζεται 

Κι ευρένεται σα να 'ταν αυτή

Η λιμνούλα του κήπου η ζωή

Τα νερά από το θεϊκό πλάνταγμα


Σα να 'ταν ο Θάνατος 

Κι η Ανάσταση τα άκρα σου 

Βυθισμένα στο φλας

Του καθρέφτη.


Όπως βγαίνεις.

Τον κήπο της Γεσθημανής

Που ζει την ζωή του ολόκληρη

Τόσος κόσμος.


Σα να 'ταν αυτή

Η Λιμνούλα με τα δάκρια του Χριστού

Η σιδιρόφρακτη πηγή της ζωής

Στον κήπο της Γεσθημανής.



      Αγκαλιά με τον Αρθούρο Ρεμπώ





Μονοθέσιο

 

Η μεγάληχαρά μοιάζει με την μεγάληλύπη σε πάρα πολλά. Τόσα που θα μπορούσαν να τραβήξουν κι αυτές μαζί τόσα χρόνια .

Δεν θα χρειαζόταν να μιλάνε πια

Έφταναν πολύ πιο λίγα.




Δεν ήταν εφιάλτης

 

Σε είδα από κοντά και με χτύπησε τέσλα. Δέος αυτάδειας. Κόντεψα να τρελαθώ.

Έβγαλα τα παπούτσια μου κάπως αργά με πόνο να το γιώσω πήρα νερό έδεσα  γορδόνια στα πόδια μου σφιχτά ενωμένα γέμισα θεούληδες τα χέρια κι έπεσα γροθιά σταυρό σκαμνί και προσοχή να το πει. Σπαθιά ένα στο στέρνο στομα ώμο πιγούνι καλάθι για ψάρια το άλλο δόξα πατρί στον κρόταφο σέρνει τον Κένταυρο στο φιλί και η μύτη. Στο φιλί σου σαύρα με φτερά δικέφαλα γρίπες με το δράμα το ανθρώπινο φωλιά τα κύματα τζάμια απ' τις κορνίζες δροσουλίτες ξύλινος αχός σε χάλκινα βάθρα στρίβει το σφυρί κι η λαβίδα. Έβρεχε φωτιά ζεστή χρυσό μπλέ άσπρη ξαστεριά.

Με κοίταγε το βουντού στον τοίχο. Είχε κρεμάσει το χείλος και τα μάτια στην καληνύχτα απένταρα διαγώνια άλογα ο Πάνας Χριστός Παναγία άξιον εστί. Τα πολλά φώτα στο μεγάλο μαγαζί ελέφαντας μάγος νεράϊδες παλεστές μεταλλαγμένο το πέος στο δέλτα της τα γέλια λοξά κι από την πλάτη ελευθερία.

 Άνοιξα χώρο τραγούδια με τους θεούλιδες να πιώ σκοτάδι σκόνταψα κι έπαιζε η ορχίστρα την επαρχία και τραντάχτηκε το κέντρο. Το φιλί σου δέος αυθάδιας. 

Τα χέρια μου γεμάτα θεούλιδες ακόμη. Τα πόδια μου σφιχτά δεμένα να τρώω τα τέσλα μες στο νερό. Τινάζεται τοκ κέντρο μας τρέμουν και πάλονται οι επαρχίες δακρισμένα φεγγάρια μωβ βράδια και λύκοι που κουνάν τις ουρές σχοιματίζουν ψαλίδια. Πάλεψα με αποκαληπτικούς ήχους και μυρωδιές ώσπου πλύθηκα κι έφαγα πλούσια. Και διαβολόστειλα τα κακά νέα πήγα μαζί τους στο Διδιμοτυχο μπλούζ και γύρισα κι έκλαψα για να μη γελάμε για να γελάσουμε μαζί τελευταίοι με το νανούριζμα του γρίπα και τα σκυλάδικα κέντρο οι παραισθήσεις βαρύ χαλί βρεγμένο και ζωνανό.

Είδα πως κόβεται ένας κόμπος. Και να χτενίζουν με μουσική.


Δεν ήταν εφιάλτης. 




Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

 

Το δήραν ανέμοι και το πότισαν θάλασσες

 απέναντι έβλεπες την Ιθάκη

Ποιανού να είναι αυτή η ξύλινη σαύρα

με το μπερδεμένο μαύρο της σκοινάκι στο άσπρο του μεταλλόφωνου Άγγελου

 μου

Λιβάνι κοράλι και σκόνες από ιατήτες 

 ψαλλίδια κλείνουν σκαλίδια σε κεργειά.










 



Τα χέρια μας κρατάν τέσσερους θεούς 


 




Τί γίνεται

 



Θέλω το νούμερο ένα



 


















Φιλί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο

 

Στο ύψος του έρχεται

ως την κοιλιά

Είναι ο Δίας που σε ξυρίζει

και σε ντύνει με τον Όλυμπο

στο λευκό σκοτάδι 

ξεγελασμένο το μοχθηρό 

Σύντηξη Ήρωα

Ήρα στο ντυβάνι 

Κρούει τις αδυναμίες της

Τα πανταχού παρόντα.


   Φιλί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο




 






Δικό σου 


  Και σαμπλίμιναλς 

με βαθειά ανεπέστητα σοκ




Αγκαλιά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο

 

Γκρεμιέται θεούλης στην κολυμπήθρα

Κάηκαν μαλλιά μωρού για προστασία

Μαμούθ μπαλάκια μπαλόνι περιδέραιο

Σταυρός άτομο πυρίνας 

μάτι πρώτο δεύτερο τρίτο

Γύρω γύρω• στο στήθος θεούλη

Βήματα στη σκοπιά.


       Αγκαλιά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο