Είδα στον ύπνο μου πως έκανα ποδήλατο με τον Τασόπουλο σε μια πόλη σαν την Κουβίλια αλλά και σαν στην Αρκαδία και άλλαξα ένα τετράγωνο και χαθήκαμε. Με πήρε ο Λέτζος τηλέφωνο και τον ρώτησα μήπως ξέρει για τον Τασόπουλο. Ρώτησα σε ένα σπίτι κι έμεινα πολύ ώρα εκεί και γνώρισα κόσμο. Έξω ήταν σαν πανηγύρι εκεί και ήταν μια Αφρικανική πρεσβία κι έπεσα απάνω σε έναν από τους φρουρούς όπως έτρεχα και γίναμε φίλοι. Πήγα μετά και πήρα το ποδήλατο μου από εκείνο το σπίτι και χαιρετώντας κοίταξα σε έναν καθρέφτη κι είχα φρεσκοκουρεμένα κοντά μαλλιά καπελάκι που δεν δενόντουσαν αλλά είχα μια μπαντάνα ξεμαλλιασμενη με τις μακριές μου τρίχες επάνω και δεμένη χαλαρά και την φόρεσα με το ένα μου χέρι στον καθρέφτη κι είπα εντάξει κι έφυγα. Αλλά μάλλον πήρα άλλο τετράγωνο από αυτό που είχα έρθει και βγήκα σε έναν δρόμο κι ήταν το ποτάμι και δεν μπορούσα να μπω πάλι στα τετράγωνα και συνέχισα και μπήκα σε έναν βοηθητικό δρομο προς τα εκεί που μάλλον θα έστρηβε κάπου και προσπαθούσα να θυμηθώ πως λεγόταν η οδός μου και ξύπνησα.
Είχα ένα ωραίο πανέμορφο πεντακάθαρο και φουλ γρασαρισμένο σκούρο πρασινόμαυρο μάουτεν με βαρύ σιδερένιο σκελετό με πολύ καλό πάτημα και πολύ καλλές ταχύτητες και γρανάζια στην πένα κι ανέβαινε και κατέβαινε ωραία και σταθερά που μόνο όταν το σήκωνα για να το καβαλήσω ή να το μετακινήσω στα χέρια φαινόταν το βάρος του ότι ήταν σιδερένιο και βαρύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή