Λέξεις από τον ακάλυπτο ύπνο
Πόσο απλώνεται ο πόνος πόσο είναι λίγο
τα χίλια χρόνια να χωρέσει
Πόσο είναι λίγες και μικρές οι κωμοπόλεις δυτικά
και πόσο ποτάμια και φαράγγια στενά
για να σηκώσουν τη βουή του πόνου
Πόσο είναι εύκολο να σε πικράνουν
πόσο ένα τσάχαλο χαλάει τη μέρα
Στον κόρφο της βελανιδιάς
με το πυκνό σκοτάδι
απτόητος θα ακοντίζω από ψηλά τις προφητείες
που μηνύουν φύλλα πουλιά
ώ οι οιωνοί για όλους δεν είναι
Πρέπει κι εμείς να ρίχνουμε την οργή
κάπου το δισύλλαβο μένος
κάπου το ξέσπασμα
ό,τι μας εχθρεύεται τη γλώσσα του να καταπιεί
Ένα πεφταστέρι σβήνει τη φωτερή γραμμή του στη σκούρα λίμνη
Αρχαίε φίλε που κυνηγάς τον τάρανδο με το ένα
κέρατο
πόσα μερόνυχτα σου πήρε να τον φτάσεις;
Σταμάτησες σαν έφτασες στη ρεματιά
τη φαρέτρα σου να σιγουρέψεις
ο ήλιος έγερνε στα πέρα βουνά
η νύχτα έπεφτε πάνω στον αρχαίο κόσμο
Γρήγορα τίναξες το ξινάρι και μπήχτηκε
στο σβέρκο
Φύλαξες όλη νύχτα το ζεστό κορμί του
Με το πρωί φύσηξες την κόρνα.
Όμως εγώ τώρα σε βλέπω ένα με το κοκκινόχωμα
ενωμένο
Την αιχμή κρατώ στα χέρια αστροπελέκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή