Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025
Lucio Piccolo
[Κι αν ακόμα γυρεύεις]
[Sebbene tu cerchi]
Κι αν ακόμα γυρεύεις να ’ναι η δική σου
η απόδραση άρπα, φλογέρα, ποταμάκι,
το ξέρεις πως στο βάθος
μιας ατέρμονης μελαγχολίας είναι σημάδι∙
κι αν τ’ αγέρι μες στη νύχτα που απλώνεται
σκορπά τη μαντζουράνα, τη μυρτιά,
τον κάλυκα τον διάφανο της δατούρας
σ’ ατμό από άρωμα νοτισμένο,
το ξέρεις πως η ιστορία ξετυλίγεται,
λίγο βαστά και χάνεται μακριά:
και μένει η πίκρα στη στερνή τη γουλιά.
Κι αν πάλι το σκορπισμένο ξαναβρίσκει
τα όρια, την ανάπαυση, το νύκτιο το φως,
κι αν απ’ τις καμπάνες
ξεσπά ευφρόσυνη κλαγγή
μες στον άνεμο τον νυχτερινό,
κι αν ακόμα στεφάνι από μπουμπούκια χειμερινά
γλυκά διπλώνεται σ’ άνοιξης υμέναιο λευκό.
Τώρα σε λόφους σκοτεινούς, στων βουνών τις στροφές
το κυνήγι γι’ αναλαμπές, τις ζώνες τις καθαρές
τις παίρνει το πρώτο δείλιασμα που πάνιασμα γίνεται –
και θα ’ναι βοή κι αντάρα στις κοιλάδες πέρα,
στα ρείκια θα ντιντινίζουν οι σταγόνες σκορπώντας στον αγέρα,
λίγο θ’ αναβλύζουν οι πηγές που η χλόη αναδίνει:
μεστή απ’ αχτίδες θερμές, η γη τις πίνει.
*
Η προειδοποίηση
(L’Ammonimento)
Μα απ’ τις κουίντες ξεπροβάλλει χειρομάντης, χρησμολόγος:
«σε μορφές αινιγματικές κλείσε καλά το δικό σου ριζικό:
στη σκιά πετούν μες στα ξερόκλαδα έχιδνες φτερωτές,
τραντάζει τα μοχθηρά χαμόκλαδα περιγέλιο ηχηρό∙
συ όμως μισοκλείσε την πόρτα και κοίτα πέρα τα πέπλα
από βροχάδες μακρινές∙
ρίξε πεύκου φλούδα στο μαγκάλι,
βάλε μια τούφα διοσμαρίνι στο περβάζι
κι άναψε λαμπάδα στη σιωπή σου την κρυφή:
μες στ’ όνειρο θενά ’ρθεί το χρυσάφι το υφασμένο τ’ ουρανού
και στην κάμαρα τη σκοτεινή, μες στη γαλήνια φεγγοβολή
θα ιδείς να σβήνει ο κόσμος
μες στ’ ολόγιομο πρόσωπο ενός λουλουδιού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή