ΛΕΙΑ ΔΥΟ ΚΡΙΚΟΙ
Στρώμα Μεσσόγειος. Μες στο σπαθί αστράφτει ο νεώτερος. Πέπλο που ανασαίνει ανεβαίνει κεφάλια δένει απ' τον λαιμό ως τις καρδιές. Και πέφτει.
Πέπλο αραχνοΰφαντο με runabout διακλαδώσεις. Στην γάζα που έχεις λερώσει διαγράμμιση διακεκκομμένη για προσπέραση μπροστά στη στροφή την διπλόδιπλή.
Σφίγγει τα ποδοκέφαλα. Κινήσεις στο αργό. Πόδι και πόδι κεφαλόσταυρο σταυροπόδι σταυροβελωνιά. Την ουρά που κλείνει από πάνω σαν πύλη. Σκάφανδρο ανοιχτό αχνιστό σφιχτό κι ανοίγει και το τυφλωμένο ψαλίδι.
Ω! Τί καλό παιχνίδι είναι αυτό λέει η μύτη που κρίνει το μπούμερανγκ στην θήκη. Οι γλώσσες οι έξω από τα δόντια. Οι πιάσε κόκκινο μη τσακωθούμε. Οι στον ύπνο μου σε πνίγομαι. Οι κοιμάται με τα τακούνια. Και το κεφάλι μου μπάλα του ποδιού της. Της αλυσίδας μας οι δυο κρίκοι το πιο κοντό κοντινό.
Γλυκιά φρίκη. Βγάλε με απ' τη θήκη. Με τα κέρατά μου τα δυο τί γαμίσι που είναι αυτό. Παντελώς εγκεφαλικό. Πανγαίας και προϊστορικό. Σανατόρειο εξωγίηνων• στο "τέλος των ημερών" τους. Ανάμεσα τους ο Μασιάχ. Μεσσίας που μας μασάει. Αχ ήρθε δεν ήρθε. Αχ κυματιστό κι αχ κατακλυσμιαίο. Λούζεται η μιλιά και πέφτει απ' την μηλιά.
Με ηλιόσκονες της αββύσου τρέχουν τα νερόλαδα άμποτη του μίξερ πουλιά λαλούν με μίξες κι ακόμη είναι τρις. Το ξημέρωμα να αργεί. Έξι. Έξι και δυο. Έξι επί δυο. Το εικοσιτέσσερα καπνίζει ένα ολόιδιο εικοσιτέσσερα.
Που είχαμε μείνει; Που είχαμε καεί; Σπάζε κορακόκοτα ραγίζω. Να με ζεστάνεις να με ταΐσεις στο στόμα. Και να τα πα πα παφ ποιος βγαίνει πρώτα. Εσύ εγώ ή το αυγό; Πάρε κι αυτό. Για να μη σταματάς να κλώθεις.
Την κλωστή από ζάχαρη. Κλωστή από αλάτι. Κλωστή από ρίζι. Κλωστή από αίμα και κλωστή που ανθίζει. Σε φορώ απ' τα μαλλιά κι ως το έδαφος μια. Στα πεσμένα σπαθιά και τα σωθηκά. Πάνω σε ρίχνω. Συνεχίζει να γυρίζει. Σταμάτα! Μα σταμάτα. Όχι εσύ ζωή μου ο χρόνος. Που μόνο η ανθρωπή του Ουρανού τον σταματα. Εμάς κανένας. Εμάς. Κανένας.
Φιλί με τον Πώλ Ελυάρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή