Είναι δυο αυγά στο τηγάνι κι όπως τηγανίζονται λέει το ένα: γουάο, τι γαμάτη φάση... και λέει το άλλο: γουάο, ένα αυγό που μιλάει. .
Είναι δυο αυγά στο τηγάνι κι όπως τηγανίζονται λέει το ένα: γουάο, τι γαμάτη φάση... και λέει το άλλο: γουάο, ένα αυγό που μιλάει. .
Αγάπη μου,
Τρελή μου γλυκιά αγάπη.. σε σκέφτομαι. Μάλλον ήμουν πολύ απασχολημένη με το τι να σου δώσω για να μ'αγαπήσεις που δεν είχα καθόλου χρόνο για να δεχτώ την αγάπη σου. Τώρα, με απασχολεί μόνο η απάντηση στην ερώτηση πώς το θέλεις. Αλήθεια, τέρμα οι χαζοί εγωισμοί. Εσύ κι εγώ με θέλουμε για σένα.
..Ανάγλυφο της μνήμης μου γραφτό, στον ύπνο και στον ξύπνιο μου μοιραίο! Σε σκέφτομαι. Σου έχω χαρίσει και την μνήμη μου.
Ο αέρας στα κλαδιά και στα χόρτα και πάνω στο δέρμα της θάλασσας μπορεί να στο εξηγήσει. Το πώς αυτα είναι χάδια μας. Αλλά, βέβαια, μπορώ κι εγώ, αν θέλεις.. Ναι, μπορώ αν θέλεις..
Δεν έχω άλλο σκοπό από το να σε τρελάνω. Θέλω να σε τρελάνω. Έχω δώσει όλη μου την ενέργεια για να σε τρελάνω. Κάποτε θα σε τρελάνω. Και ογδόντα και εκατό να πας εγω θα σε τρελάνω.
Αλλά άμα έχεις ήδη τρελαθεί πες το μου! Γιατί ο βαθύτερος σκοπός μου είναι να σε ξετρελάνω ..
-Για να σε ξανατρελάνω-
Δεν κάνω τίποτα, δεν θέλω να κάνω τέχνη. Με έπιασε ένα παράπονο... νιώθω ότι ίσως προσπάθησα περισσότερο από όσο έπρεπε και πως η αξία μου δεν εκτιμήθηκε αναλόγως. Δεν ξέρω τι έχεις στο κεφάλι σου μέσα. Αν έφταιξε το λίγο, αν έφταιξε το πολύ, αν έχω τρελαθεί και νομίζω πως μιλάμε με έναν τρόπο, πως μου μιλάς και πως εμείς έχουμε μιλήσει τόσο πολύ αυτά τα δυο χρόνια όσο δεν έχουν μιλήσει άλλοι κανονικά σε δέκα ζωές. Δε βρίσκω λογική γιατί όμως να γίνεται έτσι, γιατί, γιατί και δεν αντέχω άλλο αυτή την τρέλα που μοιάζει να είναι κάτι που έχω επιλέξει πολύ βαθιά κι έχω προκαλέσει να γίνει έτσι. Κι αυτό πάλι χωρίς να το θέλω, έγινε από μόνο του, ψάχνοντας μια λογική. Τι να σκέφτεσαι, τι να νιώθεις; Ποια ματαιότητα μας κρατά ακίνητους και φυλακισμένους μέσα της. Γιατί μιλώ για το εμείς και τρέμω και δεν ξέρω από τι τρέμω.
Η υγεία μου δεν είναι και πολύ καλά, δεν έχω συνέλθει. Και χωρίς υγεία δε μπορώ να ονειρευτώ. Έχω ανάγκη από αγάπη. Νιώθω πολύ άσκημα που είμαι στην αδύναμη θέση να έχω ανάγκη από αγάπη, από πολύ αγάπη χωρίς να έχω κάτι να δώσω τώρα της προκοπής. Κάθε φορά που η υγεία μου περνάει μια σοβαρή περιπέτεια νιώθω έτσι, σαν ντροπή και τα κάνω όλα μπουρδέλο.
Πέρασε τόσος καιρός κι εσύ δεν μου είπες ένα συγνώμη. Είναι φοβερό τόσον καιρό και μετά από όλα αυτά που σου έχω πει να μην έχεις καταφέρει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Περνάνε πολλά απ' το μυαλό μου, ερωτήσεις, παράπονα αλλά δεν έχω διαύγεια και νιώθω πολύ εξαντλημένη. Θα ήθελα να έχω ένα κορίτσι που να με νοιάζεται και να νιώθει όμορφα και σίγουρα μαζί μου. Να είμαι εγώ γι' αυτή κι αυτή για μένα. Θέλω να τελειώνω με αυτή την τρέλα, θέλω απλά ένα κορίτσι.
[Αίσθησις]
Στο μπλε των δειλινών του καλοκαιριού, θα γυρίσω τα μονοπάτια,
τσιμπημένος απ’ τ’ αυτιά του σιταριού, πατώντας στο χορτάρι
Ονειροπόλος, θ’ ατενίζω, καθώς θα νιώθω την δροσιά στα πόδια μου.
Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούσει το γυμνό μου κεφάλι.
Δεν θα μιλώ, δεν θα σκέφτομαι τίποτα
αλλά ο απέραντος έρωτας θα ξεσηκώσει την ψυχή μου,
και θα ξεμακραίνω, όλο και πιο μακριά, σαν τσιγγάνος,
μέσα στην Φύση,- ευτυχισμένος σαν να’ χα ένα κορίτσι.
Αρθούρος Ρεμπώ
– Το γέλιο σου – Tu risa
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το αργυρό που σε γεννά.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη μου,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα, στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου μου το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πέθαινα.
Pablo Neruda
Είναι ένας και ρωτάει στο καφενείο: έχω ένα χωράφι χέρσο τι να το κάνω; Ε του λένε βάλ' το ντομάτες βάλ'το κρεμύδια βάλτο μαρούλια βάλ'το κότες, βάλ'το κάτι. Πάει παίρνει 500 κότες. Πάει την άλλη μέρα παίρνει άλλες 500, την παράλλη άλλες 500. Ξαναπάει να πάρει κι άλλες 500, ρε φίλε του λέει αυτός που τις πούλαγε τί τις κάνεις τόσες κότες; Δε ξέρω του απαντάει, ή πολύ βαθειά τις βάζω ή πολύ κοντά....
There is no spoon baby, τα λύγισα τα κουτάλια σου.. δε γίνεται μόνο με κουτάλια.. κι αν δε φλερτάρω και λίγο θα σαλτάρω στη φάση.
Δεν είναι κι εύκολο να δώσω αυτό που θέλω να πω κι ίσως να ακούγονται κάπως οι προλογίσεις μου με τα περι της μέσα αλήθειας. Μα πώς να το πω να καταλάβεις. Το μαρτυρικό, το δύσκολο του ταξιδιού, το τί σημαίνει και πώς συμβαίνει. Να, ας πούμε πες πως είναι καβαφικά για σένα ο αγαπημένος σου Ιθάκη κι Αλεξάνδρεια μαζί και πως βιώνεται η δισυποστασία ως Αλεξάνδρεια κορμί και ως Ιθάκη πνεύμα.
Ενώ θα έπρεπε να βρω κάτι να περάσουμε καλά, γιατί σε ξέρω. Αλλά έτσι δε ξεκίνησε κι αυτό άλλωστε... και ορίστε πως έχει γίνει τώρα
Για χρόνια μέσα στην ψυχή του ποιητή μου οικοδομήται μιαν αλήθεια πολύ ισχυρότερη από αυτήν την έξω. -Ως την έξω εννοώ αυτήν που σχηματίζεται από την αίσθηση των αντικειμένων και των υποκειμένων στην καθημερινότητα.- Βέβαια όμως η μέσα αλήθεια βρίσκει την δική της απτότητα, την δική της αισθητιριακή υπόσταση αφού όπως είπαμε πρόκειται για αλήθεια. Είναι όντως κάτι πολύ σπάνιο και αυτό συμβαίνει με την δημιουργία. Πρόκειται για μια περιδύνηση στο φάσμα των δυνατοτήτων που καταλήγει σε μιαν ιδανική ενόρμιση, χιλιο-ονειρεμένη αλήθεια- χυτίριο αλήθειας, που ξεπηδά και χύνεται πάλι μέσα ως αίσθηση οργασμική, ψυχική ένωση του μέσα που όπως είπαμε καθ' αυτόν τον τρόπο αποκτά απτότητα κι αισθητιριακή υπόσταση. Όσοι γνωρίζουμε για τί μιλώ ξέρουμε πως δεν είναι κάτι αφηρημένο. Παρόλο που όταν προσεγγίζεται από τις αισθήσεις περιορίζεται τόσο που ίσως και να συνθλήβεται και να μοιάζει σε ότι πιο κοντά με τον χυμό της ψυχής κι ίσως την πιο μακρινή μας μνήμη της μήτρας δηλαδή μια σκοτεινή ευχαρίστιση μακάρια. Η αρχή της μέσα αλήθειας του ποιητή μου. Η αρχή της κάθε αλήθειας. Όπως κι από όπου η μνήμη ξεκινάει.
Κάποτε που ζορίστηκα πάρα πολύ νόμισα πως ήμουνα ο Μποντλαίρ. Πάνε χρόνια, ποιός να το θυμάται τότε.. Ένα βράδυ στη "γιάφκα" του Ποσειδώνα γνώρισα ένα μικρό κορίτσι, ότι είχε ενηλικιωθεί αλλά έμοιαζε ακόμα στην εφηβεία. Φιληθήκαμε εκεί υπο το φως των κεριών, λίγο πριν το ξημέρωμα όταν είχανε σπάσει από την κρεπάλη οι άλλοι. Μου είχε πει πως από παιδί με κοίταγε που παίρναγα με την μηχανή. Από το μεθύσι εκείνης της νύχτας δεν θυμάμαι ποιον είχε πλευρίσει και την έφερε σε εκείνο το σπίτι. Τις επόμενες μέρες τις περάσαμε μαζί, στο αμάξι μέχρι που με πήγε στων γονειών της το σπίτι. Είχα ένα μαύρο σημειωματάριο πάνω που, το ανοιγόκλεινα νευρικά κι έγραφα συνέχεια ήμουν μέσα στου δανδή "σου" την μυσταγωγία. Κι όταν μιλούσα πάλι τέτοια έλεγα. Οι στίχοι μου ένιωθα πως έβλεπα ότι είχαν μια δύναμη κολασμένη. Μου είπε μια ιστορία πως την βιάσανε και πως πήγαινε από τότε με άντρες σαν πόρνη. Ήταν πολύ τραβηγμένα όλα σα να μη στέκουνε μα κι εγώ ήμουν μέσα σε ρόλο... Τους μήνες που πέρασαν πηγαίναμε στην θάλασσα και ακούγαμε την φόνισσα, είναι ένας βράχος που έχει σπηλιά κι όταν σκάει το κύμα το ακούς σα να σφάζουνε κάποιον. Ερχόταν και στην καφετέρια που έγραφα και καθόταν, συνοδευόμενη με κυριλέ βλάχους και μεγαλωμένα γλιτσιασμένα κουμάσια. Στο τέλος έπιασε μπάρα σε ένα Ρουμανάδικο στην πιο πέρα πόλη. Θυμάμαι πως όταν τα έφτιαξα καλά με μιαν που με έμαθε τον Έλιοτ έτυχε δε ξέρω κι έφυγε από τα μέρη μας. -Ήταν λίγο πριν την περίοδο που ζορίστικα τόσο πολύ που έχασα από στρες τα μαλλιά μου.- Πήγε βόρια να δουλέψει στα πιο σκληρά κολόμπαρα της Ηλείας. Μιλούσαμε και μιλάμε. Δουλεύει σε ένα καταφύγιο με ζώα, δε βλέπει άνθρωπο, λέει κάνει αυτό που αγαπάει. Μια φορά που την συνάντησα σε μια γιορτή έξω, εγώ περνώντας χέρι χέρι ενθουσιασμένη με την καινούρια φίλη μου, μετά βρήκα στο αμάξι μου ένα κόκαλο που δεν μπορώ να εξηγήσω πως μπήκε εκει μέσα. Μπορεί να ήρθε ο Μποντλαίρ και να το άφησε.
Έχω δει να κάνουν τρελά πράγματα οι άνθρωποι προκειμένου να κατανικήσουν κάπως τον καημό τους. Τον κολλητό μου να τηγανίζει το μπλουζάκι του φίλου του, να το έχει βάλει στο τηγάνι με λάδι κανονικά. Ομολογώ πως δεν θέλησα να κοιτάξω τον έρωτα ποτέ με συνείδηση. Υπήρξε για μένα, στο τέλος πάντα στα μάτια μου, η αιτία να χάσω ανθρώπους που ήθελα πολύ να ζούμε απλά αγαπησιάρικα παρέα. Τελευταία λέω πως είναι καλύτερα όποιος με ενδιαφέρει σαν άνθρωπος να τον παίρνω από την πρώτη εβδομάδα μια φορά και μετά αν μπορεί να αρχίζουμε την φιλία μας παραπέρα, να τελειώνει αυτό το πανηγύρι με το ψήσιμο του έρωτα. Όταν έχεις πάρει τον άλλο από την αρχή θες σε έξι μήνες, σε ένα χρόνο το τακτοποιείς κάπως. Ενώ αν δεν τον έχεις γευτεί δεν το τακτοποιείς ποτέ σου, στο συν ή στο πλην και στην λογική του τέλος πάντων. Μια φορά που ήθελα να πεθάνω ήτανε από ποίημα, απ' το χέρι και απ' το ποίημα. Τώρα που θέλω να ζήσω πάλι από ποίημα είναι. Εμένα τελικά με γαμάνε οι έννοιες όταν μπλέκουν με τα αισθήματα, με γαμάνε τόσο ωραία που η ζωή μου μόνη της μοιάζει χειρότερη από μια μαλακία μετά. Για σένα καθαρά έχω μαλακιστεί περισότερο από όλους κι αυτό μέσα στο τελευταίο μεγάλο διάστημα μόνο. Δυο χρόνια είναι που μαλακίζομαι, ένα χρόνο σκέτα. Πάνω μου πέφτει κι η δυστυχία των εραστών μου, τους οποίους πάντα επέλεγα με το κριτίριο να είναι πιστοί, να μην δίχνονται, μα να είναι σωστά εργαλία και να μην υπάρχει η πιθανότητα να τους ερωτευτώ πνευματικά ποτέ μου. Είναι αστείο να βολεύεσαι και να σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εκφραστούν πνευματικά πως σου είναι πιο εύκολο να πεις πως δεν νιώθουν ή δεν καταλαβαίνουν τι νιώθουν. Είναι όπως με τα ψάρια που δεν έχουν μιλιά και δεν θροΐζεσαι και πολύ όταν δίπλα σου ξεψυχούνε.
Όταν είχα πρωτοπάρει το ρέμπελ από την Αγγέλω, μια τύπισσα με τρομακτική αρενοπότητα μου έκανε πως αηδιάζε με τις λεσβίες , ένιωσα άρχοντας. Έμοιαζα ακόμα παιδί και πάνω στο τσόπερ μου νόμιζα πως ήμουν πολύ μεγάλος αλήτης. Τότε κατάφερα κι έκανα φίλη το Τσούκου, τη Βαγγελίτσα. Κατέβαινε από την Αθήνα με ένα εντούρο και την χάζευαν όλοι. Σηκωνόνταν από τα καθήσματα στην πλατεία για να την δούν να περνάει. Ξανοίγαμε τα μουνιά μας με ντεκαπάζ και πηγαίναμε για γυμνισμό στο κάμπινγκ. Διαβάζαμε Ρίλκε και Πόε. Τη γούσταρα και το ήξερε και μου τριβόταν και με φιλούσε στα χείλη. Τα έχανα και κοκκίνιζα. Ήξερα πως έκλαιγε άλλη καψούρα όπως άλλωστε κι εγώ. Έμενα και σπίτι της στην Αθήνα, κοιμόμασταν μαζί, τελείως αδερφικά αλλά έχυνα, λιώμα γιατί τραβιόμασταν στο Ζεφύρι και την Ομόνοια. Μέχρι που είχαμε πουλήσει για ζα σπασμένο ντεπόν σε έναν εύζωνα, πίσω από το σύνταγμα κανονικά είχαμε μπει στη φρουρά μέσα. Και μετά ζήταγε κι άλλο ντεπόν ο μαλάκας. Την βραδιά πριν το πρώτο ψυχιατρείο της με περίμενε στην πλατεία κι είχα αργήσει. Απ' τη ζαλάδα γιατί ξεφύλλιζα σε ένα υπόγειο δέντρα. Είχε συνήθειο και κατάφερνε κι έψηνε κι έπινε τα χάπια όλων των τρελών της πλατείας και γινότανε χάλια. Με μπλε γλώσσα από τα λεξοτανίλ συν τις βότκες. Όταν έφτασα η πλατεία ήταν γεμάτη. Πήγα να παρκάρω τη μηχανή μπροστά κι απ' τη ζαλάδα μου ξέχασα να ανοίξω το σταν κι έπεσε κάτω. Μόλις με είδε άρχισε να μου φωνάζει μπροστά σε όλη την πλατεία μωρή νταλαβεριτζού που είσαι μωρή νταλαβεριτζού. Τσακωθήκαμε κι έφυγα. Τα ξημερώματα την βρήκαν οι μπάτσοι στα πίσω παγκάκια χωρίς μπλούζα και με το ένα παπούτσι. Παιδί από οικογένεια υψηλών προσώπων. Τις επόμενες μέρες οι μπάτσοι έδεσαν πάνω από είκοσι άτομα. Εμένα δε με σταμάτησαν όλως περιέργως τότε ούτε για δίπλωμα.
Θα μου πεις γιατί θυμάμαι τώρα αυτή την καταθλιπτική ιστορία ενώ έχω κάνει και πολύ αλλιώτικα πράγματα με τιμές κι δόξες κι έχω μπει σε αίθουσες και σε μέγαρα έχω μπει κι έχω μείνει σε επαύλεις κι έχω κάνει με τρανές προσωπικότητες κι έχω δει ωραία μέρη και έργα. Δεν ξέρω. Κι αν έλεγα απόψε κι άλλη ιστορία θα ήταν τέτοια, τελειωμένη, καμένη, με κάποιον μακαρίτη απ' τα πιώματα. Σκηνικά και άτομα που ταιριάζουν με τον νταλκά μου, το ψέμα και την ψεύτικια κοινωνία.
Με τον Ζανώ τις πίναμε λαγουδίστικες. Έτσι πρέπει, να γυρνάει, δύο και να γυρνάει. Μαγκάκι, μου έλεγε, όπου με βλέπεις θα τραβάς καρέκλα να κάθεσαι. Αλητεύαμε τότε, όποτε έμενα στην πόλη και δεν κατέβαινα Διαλυσκάρι, τύχαινε και τον έβλεπα στην πλατεία ή στον δρόμο, μετά τις έντεκα που έβγαινε έξω. Σταματούσε που με έβλεπε και έμπαινα στο μιτσουμπίσι του και πηγαίναμε στα χωριουδάκια ένα γύρω να φάμε κανα αυγό τηγανητό στην ταβέρνα. Μετά περνούσαμε κι από αγροτόσπιτα σε φίλους να πιούμε κανα τσιγάρο. Τύχαιναν και γλέντια με κόκορες και μαστούρες οι φίλοι. Φωνάζανε και μια γνωστή βουλγάρα που έκανε στριπτίζ πάνω στο τραπέζι μέχρι και με τις διαφημίσεις στην τηλεόραση ή με την πιο άκυρη μουσική και τα βλάχικα κάζα. Μεράκλωναν και βάζανε και τα αλυσοπρίονα μπροστά να ανάψουν τα αίματα κι άλλο. Καμιά φορά που είχαμε βαρύ καημό πηγαίναμε στα κολόμπαρα βόλτα. Όλα με την σειρά τα περνάγαμε από βορρά προς νότο. Έτσι όμως για την φάση και την κατάθλιψη, να δούμε τα χειρότερα δηλαδή, όχι ότι κάναμε τίποτα με τα κορίτσια, αυτές μας χούφτωναν περισότερο. Ο Γιάννης είχε αδυναμία στις χήρες κι εγώ είχα την αδυναμία μου. Έβραζα όπως βράζω και τώρα. Μαγκάκι, μου έλεγε, άμα σε ζορίζει η γκόμενα να της λες τράβα με κανα σκύλο της ράτσας σου. Ακούς που σου λέω, εγώ θέλω να είμαι ο μοναδικός κόκκορας στο κοτέτσι. Τέτοια έλεγε ο Ζανώ, ας έχει λιμπρέτο στην φιλοσοφία. Τώρα τον τράκαρα και πήγαινε πολύ σιγά, σε σλόου μόσιον κι έτσι. Κι έδιχνε στενάχωρα αστείος. Του τα έκοψε ο γιατρός τα κρασιά. Τόσο που ήτανε αεικίνητος και χορεύαμε την καλύτερη ζεμπεκιά μαζί, ακόμα έχουνε να το λένε, βουνά οι χαρτοπετσέτες όπου χορεύαμε και τα κεράσματα δε χώραγαν στο τραπέζι. Έτσι σε έκλαιγα τότε..
Αφού το θέλεις ας χωριστούμε στα τέσσερα. Δύο εσύ και δύο εγώ. Να αφήσουμε τους δυό μας να αλληλομαχαιρόνονται στον αέρα και να βοηθήσουμε τους άλλους δύο μας να βγουν στην ζωή της ζωής τους που δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτή.
Εγώ τώρα έχω σχεδόν εξοντωθει. Και λέω σχεδόν γιατί είναι κάτι παραπάνω από εξόντωση αυτό που νιώθω. Δεν γνωρίζω αν εσύ έχεις ανακαλύψει κάποιον αποτελεσματικό τρόπο εκτόνωσης ώστε να αποφεύγεις την εξόντωση. Αν ξέρεις κάτι πες μου..
Όχι, μη μ'ακούς, μη μου λες, σταμάτα.
Δε μπορώ να διαχειριστώ αυτή τη καύλα. Με διαλύει. Κι έχω εξαϋλωθεί.
Φοβάμαι ότι το αμάξι μου θα σου φανεί σταύλος. Και το σπίτι μου. Πέφτουν φαγητά κάτω και βάζω μέσα τα σκυλιά και τα καθαρίζουν. Δεν θυμάμαι να ξεσκόνισα κάποια φορά φέτος, τελευταία πρέπει να ήταν κάπου το φθινόπωρο. Το γραφείο μου στη σοφίτα μυρίζει τσιγαρίλα σαν τα παλιά βαγόνια και το γραφείο πάνω έχει στάμπες από τις στάχτες και τα ποτήρια. Μόνο οι γκοστμπάστερς μπορούν να με καθαρίσουν. Σε καμιά σπίντα μου τα μαζεύω. Τα κοιτάω κάπως πιο έντονα αυτές τις μέρες κι ανησυχώ λίγο τι θα κάνεις εσύ μαζί μου. Η κουζίνα μου όμως λάμπει. Το αντιμετωπίζω επαγγελματικά εκεί το θέμα, με επιστημονική οργάνωση και τάξη. Θα φτιάξω και την σοφίτα έτσι. Θα την φτιάξω και θα φτιάξω εκεί και τον περιστερεώνα μας. Αν και το σπίτι μας, το δικό μας σπίτι είναι αλλού. Κι ακόμα δεν έχει καθόλου πορτοπαράθυρα και κάτω είναι χώμα. Τίποτα δεν έχει, τοίχοι είναι με σκεπή, αλλά είναι δίπλα στη θάλασσα και θα το φτιάξω. Το έβαλα σε ένα πειραματικό πρόγραμμα από το υπουργείο γεωργίας και είναι να μου φέρουν υποτροπικά φυτά. Θα έχουμε την δικιά μας υποτροπική ζούγκλα εκεί. Αν δε σ'αρέσει μπορούμε να βρούμε κάτι άλλο που να σ'αρέσει. Σκέψου το και να μου πεις. Θα μου πεις;
(Photo by me/ σήμερα άστο, η μελέτη μου έχει λίγο ξεφύγει)
Είναι ένα αντρόγυνο σε μια πολυκατοικία κι έρχεται μια καινούρια, καλή. Σε κάποια φάση φεύγει η γυναίκα του κι όπως είναι η άλλη και απλώνει τα ρούχα από κάτω της πετάει ένα σκοινί με ένα σημείωμα: Αν θες, τράβα το σκοινί μια φορά. Αν δε θέλεις, τράβα το σαρανταπέντε και τις πέντε τελευταίες πιο δυνατά.
Ήθελα να με πιστεύεις.. Γιατί δε με πιστεύεις αγάπη μου; Μέρες είναι που ότι σου γράφω το τσαλακώνω, δε μου κάνει τίποτα να σου εκφραστώ. Ποιήματα, σημειώσεις, σκέψεις, όλα ένα χαμένο τρένο. Και αυτό της Παρασκευής. Παράτησα τον εαυτό μου τελείως, τα παράτησα, εξαϋλώθηκα και γύρω μου είναι βομβαρδισμένο τοπίο. Πρέπει να μαζέψω. Με παρηγορεί λίγο ότι σου έδωσα κάποια χαρά, την χαρά έστω να με εκδικηθείς. Δε με νοιάζει να χάνω απο σένα θέλω να χάνω να με κερδίζεις. Έχω άλλες δυο πολύ δύσκολες εβδομάδες μπροστά μου, παράτα με. Έχεις τόσα σπουδαία πράγματα να κάνεις. Και θέλουν τόσοι ευγενείς κύριοι να σε συνοδεύουν, να σε χρυσώσουν, να τους κάνεις ότι σ'αρέσει. Έτσι κι αλλιώς οι άντρες δεν είναι το φόρτε σου; Εγώ είμαι για σένα για κανα ανέκδοτο να σου λέω.
Άστο τώρα, καλύτερα να μη με δεις πως είμαι... έχω εξαυλωθεί. Και δεν ξέρω αν προλαβαίνω μέχρι την Παρασκευή να συνέλθω. Γιατί "είμαι σε άλλο πλανήτη" κι έχασα τις μέρες πλανήτη μου. Ενώ... σ'αγαπώ.
(Photos τώρα)
Όταν μ'αγαπώ μ' αγαπάς. Όταν δε μ'αγαπώ δε μ'αγαπάς. Όταν σου δείχνω πως σε θέλω κάνεις πως δε με θέλεις. Όταν κάνω πως δε σε θέλω με θέλεις. Όταν μ'αγαπώ μ'αγαπάς όμως κι όταν δε μ'αγαπώ δε μ'αγαπάς. Αν κάνουμε και οι δύο πως δεν μας θέλουμε θα μας θέλουμε περισσότερο. Υπάρχει και περισότερο; Έλα να συννενοηθούμε; Κάποιος κάτι να μας πετάξει σε ένα δωμάτιο να λογαριαστούμε Μπορεί εδώ να γράφω κάνοντας τον νταή, να ουρλιάζω να κλαίω αλλά ξέρω ότι λιώνω για σένα και όταν σε δω θα ζοριστώ πολύ να μη λιποθυμήσω και ποτέ δεν μπορώ να σκεφτώ άσκημα και πως ποτέ δε θα σου μίλαγα άσχημα. Όλα μου τα νεύρα, η οργή, η θλίψη, ο πόνος είναι από την έλειψη, είναι το γιγάντιο γαμώτο που κουβαλώ. Ξέρω ότι πεθαίνω να ξυπνάμε μαζί. Θέλω να ξυπνάμε μαζί. Να συντονιστούμε απόλητα. Δυο άνθρωποι που αγαπιούνται πολύ μπορούν να συντονιστούν εύκολα. Το λέει η επιστήμη. Θέλω να σ' αγαπώ. Αν θέλεις κι εσύ να μ'αγαπάς γίνονται όλα πολύ εύκολα. Γιατί δε με πιστεύεις; Σε πλήγωσα που δεν σε πίστεψα; Μα έκανες τα πάντα για να μη σε πιστέψω. Και με πληγώνει που δε με έχεις πιστέψει ακόμα. Έχουμε ένα θεματάκι με την πίστη. Μας έχουμε βγάλει την πίστη. Το ξέρω, έτσι θα είναι, ακόμα κι αν μέναμε μόνοι πάνω στη Γη. Αν όμως μίνουμε μόνοι σε ένα φιλί; Αυτό θα μας έκανε καλό. Θα μας έκανε. Δεν θα μας έκανε; Εγώ το πιστεύω όταν το πιστεύεις... αγάπη μου, σ'αγαπώ αγάπη μου. Ένα φιλί
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΦΤΕΡΑ
Στέκεται εδώ ένα λεπτό πρωτού την πύλη της φθοράς χτυπήσει.
Πρωτού καθρέπτες κι είδωλα ξωπίσω του τσακίσει.
Και θε ενα πουνε πως τρελάθηκε απ' τις μελέτες τάχα μου
τις φόρμουλες, τις πιθανότητες στα μαθηματικά.
Ίσως και λίγοι ψιθυρίσουνε πως το 'παθε από αλύτρωτα πάθη του σαρκικά.
Έτσι είναι οι ανθρώποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Πώς να το εξηγήσουνε γιατί το παλικάρι το όμορφο μουγγάθηκε και πάει.
Και πια γυρνάει άπλυτο με κολλημένα βρώμικα μαλλιά.
Έτσι είναι οι άνθρωποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Στέκεται εδώ λοιπόν ένα λεπτό πρωτού την πύλη της φθοράς πίσω του κλείσει.
Πρωτού καθρέπτες κι είδωλα πατήσει.
Ένα λεπτό, μια αιωνιότητα, μες την σιγή να χαιρετήσει
τον Έρωτα του που ο θάνατος δεν του ταιριάζει.
Παρά να λιώνει στη φθορά, να θάβεται ολοζώντανος μες την βρωμιά.
Μες την βρωμιά του ξένου κόσμου. Ένα λεπτό μια αιωνιότητα.
Και θε να πούνε οι άνθρωποι πως είναι εύκολος της δυστυχίας ο δρόμος.
Να πούνε πως είν' εύκολο να τριγυρίζεις βρώμικος και μόνος.
Έτσι είναι οι άνθρωποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Κοιτάνε με απέχθεια τα κολλημένα του μαλλιά.
Πώς τάχα θες να ξέρουνε τι ευτυχία δένουνε οι λιγδιασμένοι τους κόμποι.
Τι ευτυχία ανείπωπτη που κρύβει η απλυσιά του.
Γιατί την ευτυχία αυτή του την αμέτρητη δεν θα την δουν οι άνθρωποι ποτέ.
Δεν την εφτιάχνουνε στο σπίτι τους ούτε στην αγορά.
Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβουνε οι άνθρωποι το τίμημα του ανθρώπου που εγέννησε φτερά.
Και πήγε από αυτούς πιο μακριά...
ΜΗ ΜΟΥ ΠΑΤΑΣ ΤΗ ΜΟΥΡΗ ΧΑΜΩ
Κάνεις καλά και μου μιλείς λες και δεν ξέρω
Με προκαλείς ημέρα αργίας και νηστίας να υποκύψω
Μα τα αχαμνά να σου δείξω.
-Χίλιες φορές να βρω κανένα φρούτο να τα μπίξω
Χίλιες φορές παρά σε εσένα να ενδόσω.-
Κάνεις καλά και μου μιλείς λες και δεν ξέρω
Κι αν ξέρω πως δεν ξέρω εγώ θα κάνω
Πάνω από πτώματα με περιέργια δεν σκήβω
Δεν σκήβω γενικώς.
Ακόμα κι όταν μου πατας τη μούρη χάμω.
Κι αν κάποτε ηδηπαθώς εξαιρεθώ από αυτήν μου την συνήθεια
-και σκήψω-
Πάνω μας θα' ναι λίγο χώμα για να ρίξω.
Μετράω τα δευτερόλεπτα. Στέκονται λίγες μέρες μπροστά μου ακόμα, που το νόημα τους είναι μόνο να περάσουν. Είναι βλαστήμια να κοιτάζω έτσι τις μέρες εδώ. Γι'αυτό βρίσκω μελέτες και κατασκευές για να μην φαίνεται τόσο πολύ η νίκη σου και ο παραδομός μου. Θέλω όσο τίποτε, τίποτε που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο, να σου δωθώ. Να παραδοθώ στην ευτυχία μου, που είσαι εσύ, εσύ που με βασανίζεις χωρίς γιατί και λογική. Σε λίγες μέρες θα έρθω να σε βρω. Είμαι κοντά σου. Κλείσε τα μάτια σου και σκέψου. Σκέψου αν θέλεις να φιληθούμε. Αν θέλεις θα έρθεις. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Αν είσαι καλά, αν είσαι εκεί, αν είσαι εσύ... και μην το δεις ως εκβιασμό, αν το δεις ως εκβιασμό δεν θέλω ούτε κι εγώ το φιλί σου.
Πες μου τι υπάρχει μέσα σε αυτή τη θανατερή αγωνία
Πέρα από αυτή την παραίσθηση..
η γλυκιά τρυφερότητα
που βασανίζει την ψυχή και το σώμα
Τον στροβιλισμό του μυστηρίου σου
"Θ' ανέβω και θα τραγουδίσω στο πιο ψηλότερο βουνό"
Βλέπω κάτι "πράγματα!" * που δεν είναι να τ'αφήνεις. Τα βάζω μέσα μου και με έχουν κάνει ένα βουνό Σαν εσένα, εκιαπέναντι, που θέλω "να ανέβω και να τραγουδίσω
...Θα κλαίω μόνος θα πονώ και θα μ'ακούει το βουνό".
* τα πράματα, το πράγμα, έχου ρίζα στο πράττω, της πράξης δλδ.
(Χορεύοντας απόψε μαζί σου σου λέω κάτι τέτοια... )
Σε ευχαριστώ για την ωραία μουσική. Μ'αρέσει η μουσική σου. Θέλω να μιλώ πάνω της. Κι ο τρόπος που με ακούς... τον νιώθω να με υποτάσει. Γιατί υπήρξες τόσο παράφρον μαζί μου! ..στις αποχρώσεις της αθωότητας κι εγώ έχω εμβαπτισθεί στα νερά μου για σένα.
Εγώ θα έρθω μέχρι εκεί. Εσύ κάνε τα υπόλοιπα. Τίποτα δεν έγινε τελικά. Εγώ θα έρθω μέχρι εκεί, έλα κι εσύ εκεί κι ας μην πάμε πουθενά. Εγώ θα έρθω εκεί. Έλα κι εσύ εκεί, μαζί να πάμε παντού. Τίποτα δε γίνεται. Όσο Υπάρχει Μίσος.
Σκέψεις πάνω στο Υπάρχω (δικό μας)
Δεν είναι καλύτεροί μου. Ούτε το ότι τους επιλέγεις τους κάνει καλύτερούς μου. Ούτε η μοναξιά μπορεί να είναι καλύτερή μου ή καλύτερή σου. Σε ένα πράγμα μόνον υπερτερούν, στην κατανοητή τους επιφάνεια. Δεν θα ασχοληθώ με μικρότητες. Προέχει να βρω έναν ισορροπημένο στοχασμό για το τι μπορεί τελικά να συμβαίνει. Αλλά και ούτε με αυτό θέλω να ασχοληθώ. Σήμερα ξύπνησα και δεν ήθελα με τίποτα να ασχοληθώ. Η απογύμνωση καταστρέφει το όνειρο, το αφήνει εκτεθειμένο σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν μπορεί να επιβιώσει. Έφτασα πολλές φορές στο σημείο να δοκιμάζω να σε κυνηγήσω με τρόπους που έχω πανηγυρικά και οριστικά απορρίψει ήδη στο παρελθόν. Όχι. Δεν θα καταδεχτώ Καμία κουτσή βοήθεια. Ζήλεψα τόσο πολύ που φούσκωσα με μια περηφάνια τελείως απορριπτική. Πώς είναι δυνατόν να τρέμω μπροστά σου σαν μαθητούδι με την ελπίδα κάτι να διδαχτώ κι εγώ από τους ωραίους σου Έρωτες! Ποιος μπορεί να υπάρξει καλύτερός μου! Κι αν υπάρχει κάτι πιο πάνω από αυτό που φτάνω να αισθάνομαι μήπως είναι αυτό που σε απομακρύνει; Η ζήλεια μου για αυτό το καλύτερο που σε κρατά μακριά μου. Να μη θέλω τίποτα να είναι καλύτερο ή να πρέπει να ταπεινωθώ και να σταθώ απέναντί του σα μαθητούδι. Δεν μπορώ να λέω τίποτε άλλο από το ότι γνωρίζω βαθιά πως μπορώ να είμαι καλύτερή τους, να έχω έστω το κάτι αλλιώτικο που δεν έχουν αυτοί. Και για να μπορώ να χαίρομαι με την χαρά σου να γνωρίζεις κι άλλα πράγματα πρέπει να ισορροπώ λυπώντας σε που δεν είσαι μαζί μου. Αλήθεια πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να σταθεί στην χαρά όταν προδίδεται από τον έρωτά του;
Δε μπορώ να συγχωρίσω. Λυπάμαι. Λυπάμαι που ζηλεύω τόσο πολύ! Σε ζηλεύω τόσο πολύ που σε λυπάμαι που δεν είσαι μαζί μου.
Τα χέρια μου με τρυπάνε από το κρύο και δεν θέλω ειδικά σήμερα να παραδώσω λευκή κόλλα. Σκέφτομαι πως και στο γραφείο σου θα κάνει τώρα κρύο και θέλω να σ’ αγκαλιάσω, έτσι κι αλλιώς. Καταλαβαίνω, και με όλο τον σεβασμό δηλαδή, πώς θα ήμασταν μες τις πιτζάμες μας τώρα να πίναμε μαζί ένα ζεστό καφέ. Γιατί έχω μνήμη και μπορώ να σε κοιτάω σαν αδερφή, από σεβασμό. Ήτανε
λάθος που θύμωσα μαζί σου, δεν μπόρεσα να δω. Ζήτησα... Συγνώμη ζήτησα. Ζητάω και μια τελευταία σήμερα εκ μέρους μου και τέρμα. Θύμωσα, ένιωσα εξαπατημένη, χωρίς να στηρίζεται κάποιος λογικός στοχασμός πάνω σε αυτό. Ποια αγάπη είναι αυτή που σε φέρνει εκτός εαυτού! Καμιά. Αγάπη
μου, χρειάζεται να ταπεινωθώ; Αφήνομαι στις κουκίδες του βυθού, αυτό είναι το –τραυματικό- περιβάλλον μου. Χρωματιστές κουκίδες που τρεμοπαίζουν κολυμπώντας κι εκρήγνυνται με άμορφο δέος σε μια σοκαριστική πραγματικότητα. Δε θυμάμαι. Αυτό έχω να προσφέρω; Είναι άξιο της εικόνας σου; Ζητάω να σ’ αγαπήσω. Δέξου με, ως μαθητή.
Μπορείς να μη σοβαρεύεις τόσο; Τι πάει να πει δε μπορούμε να ζήσουμε μαζί και δεν πρέπει γιατί έτσι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις... Έχω εδώ ένα μαλακισμένο που με απειλεί ότι αν δε ζήσουμε μαζί.. τι ζωή είναι αυτή θα σκοτωθεί λέει και τέτοια... οκ, πες του να πάει από εκεί που ήρθε. Υπάρχει κι ένα πιο μαλακισμένο που με παραμυθιάζει πως θα βρει λέει κάτι μοναδικό για μας και με εκβιάζει πως αν δε σε δω δεν πρόκειται να μου πει τίποτα για αυτή την ιδέα. Ένα άλλο τελείως σούργελο θέλει να το ξεφτιλίσει , να τα μηδενίσει όλα για να τελειώνει με τη φάση. Είναι κι ένας κακομοίρης που ουρλιάζει από πόνο και δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ. Ο πιο ήρεμος από όλους είναι εκείνος ο σαλεμένος απέναντι που νιώθει αβάσταχτη μοναξιά και θλίψη αθάνατη. Κανένας τους δε μ' αρέσει για τίποτα. Πρέπει να φύγω από δαύτους. Δε θέλω να πάω από κει που έφυγε ο άλλος το μεσημέρι που μου έλεγε να πάμε να σου μαζέψουμε λουλούδια να φτιάξουμε κάτι όμορφο, είναι στον κόσμο του τελείως αυτός, τη νύχτα γίνεται ο πιο μαλάκας από όλους. Που είναι ο δανδής μου; Μα που είναι ο δανδής μου! Σε κάποιο καταγώγιο του λιμανιού θα είναι πίτα στο μεθύσι αγκαλιά με τις παραισθήσεις του... Ο εφευρέτης; Σε τέλμα... λογικό. Δεν έμεινε κανείς! Χμ, πολύ πιο ενδιαφέρον..
Ναι… Συγνώμη, δε μπορώ τώρα. Τρέχω στην κυψέλη να με τσιμπήσουν οι μέλισσες. Ορίστε… κράτα λίγο το καινούριο μου μαστίγιο. Έρχομαι. Ναι…ναι…ΝΑΙ Συγνώμη, δε μπορώ τώρα. Έχω έναν βλαμμένο εαυτό που μιξοκλαίει και παρακαλάει και μου έχει τινάξει το νευρικό σύστημα. Κι έναν άλλο λιγούρη του κερατά που πετάει κάτι λατινικά μες τα λάθη και μένει λιωμένο παγωτό ο γελοίος. Κι έναν άλλο, τον πιο ηλίθιο από όλους που κοιτάει πίσω του και γύρω του και ρωτάει: Εγώ; Σε μένα μιλάτε; Αποκλείεται… Κι άλλη μια ψονάρα που σέρνει κάτι λέξεις του τύπου... βασανίσου σκουλίκι. -Δε μπορώ με αυτούς εδώ πρέπει να φύγω… Εγώ βλέπω κάτι καυλωμένα φωτορυθμικά και ψάλω για το κάλλος που βρέχει κι έρχεται και ένας κουλτουριάρης και με κουκουλώνει με την κουκούλα του δήμιου. Άσε με. Τα παιδιά μου τραβάν τα δάκτυλα να ξυπνήσω και τα αποπαίρνω σαν τύρρανος. Κάπου παράμερα ένας κηπουρός ποτίζει χαζεύοντας τα άνθη του επιβλέποντας έναν πυρομανή που ηδονίζεται τρίβοντας πέτρες μέσα σε έναν θάμνο. Εγώ βλέπω τα καυλωμένα φωτορυθμικά και στις δυο πόρτες που έχει ζωή, κάτω απ’ τις μασχάλες... Όχι βλάκα , μια είναι η πόρτα, κέντραρε γαμώτο. Θα ξεμεθύσεις να την δεις καμιά ώρα! Α, εσύ είσαι όπλο τελικά, αλλά τι κυνηγάμε; Την ευτυχία, παιδί μου… μου πιάνεις λίγο τα υπογλώσσια… Και σκέψου μια λύση. Μα την βλέπω τη λύση! Κάλα, βάλ’ τη τώρα πάλι μέσα. Τη γλώσσα μου; Σκάσε μωρό μου. Γλυκά στο λέω…
Άρχισα να αναρωτιέμαι αν σου αξίζω..
Πλάκα έχει (!)
-Όποιος σταματήσει να γελάει σκοτώνεται.-
-Με- κοιτάς με το βλέμμα του Πόθου του Σκόπα. Και με το τέλειο γιαπωνέζικό σου μειδίαμα. Πες μου ότι κρατιέσαι να μη γελάσεις (Έλα. Έλα αγάπη μου κι ας με βρίσεις κι ας με κάνεις ότι θες, για μια ώρα, μια μέρα, μια βδομάδα μια ζωή, πόσο θες; Τόσο, δε με ενοχλεί...). Πες μου πως μ’ αγαπάς και πως αυτή τη φορά θα έρθεις. Θέλω να μιλήσουμε, ενδοσκοπώντας κι ενδοσκορπώντας. Να μιλήσουμε πάνω από όλα σα φίλοι. (Χα χα χο χο χι χι.) Αγάπη μου.. (δεν αντέχω άλλο).
(photo by net/ ο Πόθος του Σκόπα)
Σώμα κρυφό (χαΪκού)
Αέρας σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Αίμα σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Χορός σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Άπνοια σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Άγγιγμα σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Τρέλα σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Ποίημα σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Θάνατος σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Φωτιά σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Ήλιος σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Ανάσα σμιλεύει φανέρωση
Σώμα κρυφό
Όλα σμιλεύουν φανέρωση
Σώμα κρυφό
Είδα σε όνειρο πως είμασταν στην Λισαβόνα χωρίς εισιτήρια επιστροφής. Περπατάγαμε σε ένα παζάρι αράπικο αλλά ήτανε σαν στο Μπάιρο Άλτου κι η Λισαβόνα στο λιμάνι έμοιαζε και λίγο με πιο βόρειο λιμάνι. Κι όπως περπατάγαμε ήταν σα να έβλεπα εγώ τον εαυτό μου δίπλα μου για εσένα και εσένα σε έβλεπα σαν από μέσα σου από τα μάτια όπως βλέπουμε τον εαυτό μας, σε έβλεπα σα να σε έβλεπα από τα μάτια σου τα χέρια τον κορμό και τα πόδια, μια ανεπαίσθητη θολούρα για μύτη όπως βλέπουμε από τα μάτια μας, περίεργο πολύ, ήμουνα εγώ εσύ κι εσύ εγώ, πάρα πολύ περίεργο που σαν να ήμουν ήμασταν και οι δυο ρόλοι. Υπήρχε μόνο μια υπόκωφη αγωνία για το ταξίδι δίχως επιστροφή μα γύρω ήταν ωραία, χρώματα, κόσμος αλέγκρος, μαγαζιά με προσιτά πράγματα και οι φίλοι που μας φιλοξενούσανε ήτανε χαμογελαστοί cool και δοτικοί και το σπίτι είχε φεγγίτες και γλάστρες με πρασινάδα, λίγα έπιπλα με ουδέτερα χρώματα. Είχα πάρει και τηγάνιζα ψάρια μεγάλα και τόσο φρέσκα που άνοιγε η ραχοκοκαλιά τους μόλις τα πετούσα στο τηγάνι που ήτανε πολύ βαθύ και είχε μπόλικο λάδι. Σκεφτόμουνα πως ήθελα να πάμε να δούμε το πανεπιστήμιο που ήτανε στο βουνό από πίσω για να διαλογιστώ να σου πω αναμνήσεις από αυτά που σπούδαζα εκεί γιατί η Λισαβόνα στο μυαλό μου ήταν ένα με την Κουβίλια, ενώ και οι δύο είχαν κάτι πιο βόρειο, πιο σκούρα και τετραγωνισμένα κτήρια σαν παιχνίδια, σαν σκανδιναβικά και πιο γλυκά σαν Γαλλικά. Ήτανε ο σκοπός μου να σε πάω εκεί λέει θα παίρναμε την απάντηση που μου δημιουργούσε αυτή την υπόκωφη αγωνία. Στο λεωφορείο ξύπνησα γιατί φτάσαμε σε ένα δρόμο με κτήρια που ήταν η πύλη του πανεπιστημίου του Μάτζεστερ όπως την είχα δει σε ένα άλλο όνειρο ενώ η πύλη του ναφ δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Ήταν ενας ανήλιαγος δρόμος με μπλεγκρί-κόκκινα πυκνά κτήρια τόσο σαν την κυψέλη σε βαρύ καιρό. ξύπνησα. Παράξενα ξύπνησα.
Και πριν λίγες μέρες είχα δει κι άλλο περίεργο όνειρο. Ήμουν σε ένα μαγαζί για παπούτσια και βλέπω κάτι ροζ κερασί μπασκετικά με μαύρα μπορντό γορδόνια έτσι στιλ φθαρμένα και ξετρελάθηκα, δεν είχα ξαναδεί τόσο γαμάτο αθλητικό. Πάω να τα βάλω 43 νούμερο, πω πω για ένα νούμερο λέω δε γαμιέται να πλέει, βάζω το άλλο 41, μικρό. Τρώω μια ξενέρα και ξύπνησα.
Στο ξημέρωμα της ευτυχίας
μου έδωσες τρία φιλιά
για να ξυπνήσω με τον έρωτά σου
Πάσχισα να θυμηθώ με την καρδιά
τι όνειρο είχα δει
τη νύχτα
προτού αντιληφθώ
αυτό το πρωινό της ζωής
Τα όνειρά μου τα βρήκα
μα με παρέσυρε η σελήνη.
Με ανέβασε ψηλά στο στερέωμα
και με άφησε να αιωρούμε εκεί.
Είδα πώς η καρδιά μου βρέθηκε
στο μονοπάτι σου
να τραγουδάει
Σε έχω συνδέσει με την Ποίηση. Η Ποίηση είναι ένας τόπος που πάντα σε βρίσκω, δίπλα ή απέναντι, σε έχω μαζί μου. Γράφω ποιήματα για μένα, για μας όταν τα καταφέρνω καμιά φορά, σπάνια και εξαίρετη. Είναι σαν το ψάρεμα και η ποίηση, σα να ψαρεύεις με τα χέρια μάλιστα. Βλέπω και πως γράφω και πως χειρίζομαι τα γραπτά μου, εγωιστικά ίσως με έναν τρόπο ιδιωτικής χρήσης για την αυτογνωσία και την προσωπική μου ικανοποίηση να χρησιμοποιώ τα εργαλεία της Ποίησης για να ομορφύνω αυτή τη διαδικασία και να εξασκούμε στην μουσική. Ακόμα και στα έργα που συμμετέχω το κάνω με αυτόν τον προσανατολισμό. Είδα ακόμα, πώς όσες φορές μέχρι τώρα έγινε να παρουσιάσω κάτι, πώς παρασύρθηκα και από τη ματαιοδοξία και την ανάγκη να με παραδεχτούν ή ακόμα και για να υπάρχει αυτό ως ιδιότητα που να δικαιολογεί στα μάτια της κοινωνίας την παράταιρη και πολλές φορές εκκεντρική συμπεριφορά μου η οποία την περισσότερη ώρα μου φέρνει αμηχανία και δυσκολία στον συντονισμό. Η κοινή λογική αποτελεί θανάσιμο εχθρό μου, σαν από βεντέτα. Κι αυτό μου το επιβεβαιώνουν οι κοινωνίες όπως έχουν εξελιχθεί. Και η ζωή μου που το μεγαλύτερο κομμάτι της το έχω περάσει στην φύση και σε συναναστροφές με ανθρώπους ειδικού κοινωνικού μοντέλου. Τελευταία μου ήρθε μια επιθυμία να μπορούσα λίγο να ρίξω τους τόνους. Να κάτσω να βάλω εισαγωγή σε πολλά τραγούδια μου που δεν έχουν. Να τα στρώσω κάπως όλα να γίνουν πιο απαλά. Σκέφτομαι διάφορα και είναι σκέψεις από μένα για σένα για μας και το περιβάλλον μας. Σε ακούω. Μ' αρέσει που είσαι μπροστά. Αλλά αν μου το παίξεις και Μεγαλέξανδρος θα σου πω τα λόγια του Διογένη. Όπως και να το κάνουμε τα πράγματα έχουν μεγαλύτερη αξία όταν τα μοιράζεσαι. Και η ευτυχία είναι να μοιράζεσαι σπουδαία "πράγματα" με αυτούς που αγαπάς.
"Το μεγαλύτερο έγκλημα στον έρωτα είναι η αδιαφορία"
η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ
Σε κοιτά ο ουρανός μέσα από χάσματα.
Εντός του μια θάλασσα τα ενώνει.
Με ρίγος ισοπεδωτικό κι αφρίζον.
Τα γυρνά στην αμμουδιά και τα στρώνει.
Έκπτωτο παράγγελμα απ’ την αφή.
Ψυχή στην αμμουδιά που έχει μείνει.
Χάσματα. Κι ήταν όλα η αδιαφορία.
Που με κοιτούσε με τα μάτια του θύματος
Στιγμές, στιγμές, σαν να αμφιβάλω για μένα,
Μήπως διανύω κάποιο ψυχωτικό επεισόδιο,
Κι αν βγήκα απ’ τη στροφή του ποιήματος.
Με κοιτά ο ουρανός μέσα από χάσματα.
Εντός του μια θάλασσα τα ενώνει.
Με ρίγος ισοπεδωτικό κι αφρίζον.
Τα γυρνά στην αμμουδιά και τα στρώνει.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
-Ξελιμάρουν* τοξικά και πυρηνικά απόβλητα μέσα σε βόμβες!
-Σ’ ακούνε. Μη λες βλακείες…
-Πρέπει να τις ρίξουνε όλες! …αφού μας τις πουλήσουν,
γιατί δεν έχουν λεφτά, ούτε για να τις θάψουν!
-Μην ανησυχείς, δόθηκε το κονδύλι.
-… το ξέρω, ξέρω από απόντες.
-Καλά, ποιοι είναι αυτοί που λες; Οι Τέκτονες;
-Σ’ακούμε, μη λες βλακείες.
Είναι όλοι αυτοί που αγοράζουν πράγματα από την χημική βιομηχανία.
-Κι ΕΓΩ δηλαδή;
-Υπάρχεις δεν υπάρχεις… σέρνεις το άρμα του Σίβα ποντίκι μου!
-Ξέρει κανείς που πάμε;
-Εγώ; Ευτυχίας και Αγίας Λαύρας. Πάει κανείς να με πάρει;
*ξελιμάρω: πλασάρω σκάρτο εμπόρευμα.
ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΤΟ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕΙΣ
Ξέρω πως
για να γράψει ο ποιητής κάτι γλυκό
έχει την πίκρα στο στόμα του.
Ξέρω πως
οι περισσότερες ρίζες είναι γλυκές
και τρώγονται.
Και πως
τα περισσότερα λουλούδια δεν τρώγονται
, είναι θεόπικρα.
Κοιτώ το πολύχρωμο ρόδο.
Αγαπώ την παιδική αφέλεια.
Στα χέρια μου έχω ψωμί
, λάδι και ζάχαρη.
Δεν μπερδεύομαι.
Δε συγχέω.
Δε θα το κόψω.
Ότι γίνεται
κι ότι είναι να γίνει
είναι υπόθεσή μας.
…
Κάποτε θα το συγχωρέσεις.
Για την τόση του ομορφιά
που
σου οπλίζει το χέρι.
-Τι επαγγέλεστε;
-Ποιητής.
-Καλά αυτό δε το λένε οι άλλοι για κάποιον και μετα θάνατον;
-Ναι, το τελευταίο μου ποιήμα έχει τίτλο Αυτοκτονία.
Τι είναι αυτό που δυσκολεύει μια απλή διαδικασία, μια αλληλουχία διεργασιών. Όταν ξεκινάω να αναπνεύσω, να αναπτύξω το θέμα, αδειάζει πάνω μου ένα σιλό από καταστάσεις που με θάβουν κάτω από αυτόν τον σωρό. Βρίσκομαι στα ερείπια μετά από έναν μεγάλο σεισμό.
Όλη η ανθρωπότητα και η ενημερότητα της μας περιγράφει, με μιαν άδικη περιγραφή που δεν είναι η δικιά μας. Με ένα βήμα, μια «μικρή» κίνηση, ένα κλικ που λέει κι η Γώγου, εμείς μπορούμε να "αποφύγουμε" αυτόν τον σωρό και να βάλουμε την ανθρωπότητα στην «θέση» της. Όχι αναμεταξύ μας, δίπλα, εκεί «στο πάρκο με τα ανακυκλώσιμα».
Μπορούμε να ξεκινήσουμε με πνευματισμό αν δε θες να ξεκινήσουμε με ένα φιλί, αλλά γιατί να μη θες να ξεκινήσουμε με ένα φιλί; Σε χρειάζομαι δίπλα μου όπως και να έχει, βγαίνω στο φως ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για να σε αγκαλιάσω και να σε ευχαριστώ που σε ονειρεύομαι σε έναν καλύτερο κόσμο και ζω την περισσότερη ώρα μέσα σε αυτόν, ένα με αυτόν..
Το ξέρω ότι δεν είναι πάντα έτσι. Ότι περνάω από όλη την γκάμα των συναισθημάτων, πολλές φορές ανεξέλεγκτα, ως ένα βαθμό τραγικό και τρομακτικό. Είναι όλα για να σε κερδίσω ενώ απλά θέλω να είμαι μαζί σου να είμαι, να παλεύουμε και να πολεμάμε για την γαλήνη, την ευγενική σοφία και ομορφιά.
Σε χρησιμοποιώ σχεδόν όλη την ώρα, το ξέρω. Είσαι το αγαπημένο μου «υλικό», μα σε ρωτώ, συνέχεια σε ρωτώ, δε σε ρωτώ; Σου λέω να κάνουμε διάδραση, δημοκρατία και με ομοφωνία παρακαλώ. Τρελαίνομαι καμιά φορά και αυνανίζομαι δημόσια, τρέχω πετώντας τα ρούχα μου και πέτρες πετώντας. Μπορείς να μου το αλλάξεις αυτό;
Με μάλωσες πολύ άσχημα. Μου έκοψες την καλημέρα. Γι’ αυτό μου την έκανες ή για το άλλο; Δε με χάλασε όμως, με έφτιαξε, είμαι για σένα τρελή. Βλέπεις πόσο cool διεκδικώ την αγάπη μαζί σου. Νομίζω, ναι, είμαι το πρόσωπο που πρέπει να εμπιστευθείς..
Πρέπει να σε δω. Είναι μόνο για να σε ευχαριστήσω.
Έχω φοβερή ανάγκη να σου "πω" ,όπως το νιώθω, ένα ευχαριστώ. Πολλά ευχαριστώ, όσα θέλεις, όσα μπορείς. Τόσα κι άλλα τόσα, έρωτά μου. Κατάλαβέ με..
Σου λέω τα συναισθήματα με το όνομά τους. Τι, δε στα λέω; Δε θα σε κάνω αργόσχολη ούτε άσκοπα θα σε κουράσω. Θα βγείς από τον "κόσμο" σου, θα περπατήσεις λίγο, θα ανοίξεις μια πόρτα και θα την κλείσεις πίσω σου.
Θα κάθομαι δίπλα σου για λίγα δευτερόλεπτα να συνέλθω. Μετά θα σ'ευχαριστήσω για όλα. Όλα όσα με έκανες με την ύπαρξή σου να δω και να νιώσω στον κόσμο.
Κοίτα πόσο λίγα είναι τα λόγια! Δεν έχω τόσο όμορφα λόγια. Δεν θα έχω λόγια, δεν υπάρχουν λόγια γι 'αυτό. Ούτε λόγια, ούτε έργα. Γι' αυτό θέλω να σε δω. Με καταλαβαίνεις;
Ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι, σ’ αρέσει να σκέφτεσαι τι να κάνεις μαζί μου. Που θέλω όλη την ώρα να σε έχω, αγκαλιά και να μου μιλάς με όλους τους τρόπους.
Το ξέρω γιατί δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από αυτή την πραγματικότητα. Είναι ανώτερο κι από το να σκέφτεσαι τις ιδέες του θεού. Και ξέρεις ότι δεν υπερβάλω. Ότι στέκομαι απέναντί σου με συστολή από σεβασμό μη τυχόν και κατά λάθος πατήσω πάνω στην φωνή σου την εσωτερική.
Όλα αυτά τα χαοτικά συναισθήματα προκύπτουν από την αυστηρή συστολή του "αέρα" μέσα στο όργανο της ψυχής όπως στην μουσική. Από δέος την στιγμή του χαμογέλιου σου στην αγαπημένη μου «αφή». Διάτρητο κύμα που σκορπάει βροχή.
Λάμψη στο μάτι μου σε όλες τις διαστάσεις μου! Εσένα βλέπω. Τα νεύρα μου παίζουν πάνω κάτω. Το στομάχι μου είναι χάλια. Υποφέρω. Σε θέλω. Σε έχω κάνει θεό. Θεέ, ξύπνα, έφτασε η Δευτέρα παρουσία. Πότε θα σε δω;