Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΦΤΕΡΑ
Στέκεται εδώ ένα λεπτό πρωτού την πύλη της φθοράς χτυπήσει.
Πρωτού καθρέπτες κι είδωλα ξωπίσω του τσακίσει.
Και θε ενα πουνε πως τρελάθηκε απ' τις μελέτες τάχα μου
τις φόρμουλες, τις πιθανότητες στα μαθηματικά.
Ίσως και λίγοι ψιθυρίσουνε πως το 'παθε από αλύτρωτα πάθη του σαρκικά.
Έτσι είναι οι ανθρώποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Πώς να το εξηγήσουνε γιατί το παλικάρι το όμορφο μουγγάθηκε και πάει.
Και πια γυρνάει άπλυτο με κολλημένα βρώμικα μαλλιά.
Έτσι είναι οι άνθρωποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Στέκεται εδώ λοιπόν ένα λεπτό πρωτού την πύλη της φθοράς πίσω του κλείσει.
Πρωτού καθρέπτες κι είδωλα πατήσει.
Ένα λεπτό, μια αιωνιότητα, μες την σιγή να χαιρετήσει
τον Έρωτα του που ο θάνατος δεν του ταιριάζει.
Παρά να λιώνει στη φθορά, να θάβεται ολοζώντανος μες την βρωμιά.
Μες την βρωμιά του ξένου κόσμου. Ένα λεπτό μια αιωνιότητα.
Και θε να πούνε οι άνθρωποι πως είναι εύκολος της δυστυχίας ο δρόμος.
Να πούνε πως είν' εύκολο να τριγυρίζεις βρώμικος και μόνος.
Έτσι είναι οι άνθρωποι, δεν τους πηγαίνει το μυαλό πολύ μακριά.
Κοιτάνε με απέχθεια τα κολλημένα του μαλλιά.
Πώς τάχα θες να ξέρουνε τι ευτυχία δένουνε οι λιγδιασμένοι τους κόμποι.
Τι ευτυχία ανείπωπτη που κρύβει η απλυσιά του.
Γιατί την ευτυχία αυτή του την αμέτρητη δεν θα την δουν οι άνθρωποι ποτέ.
Δεν την εφτιάχνουνε στο σπίτι τους ούτε στην αγορά.
Ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβουνε οι άνθρωποι το τίμημα του ανθρώπου που εγέννησε φτερά.
Και πήγε από αυτούς πιο μακριά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή