Είδα σε όνειρο πως είμασταν στην Λισαβόνα χωρίς εισιτήρια επιστροφής. Περπατάγαμε σε ένα παζάρι αράπικο αλλά ήτανε σαν στο Μπάιρο Άλτου κι η Λισαβόνα στο λιμάνι έμοιαζε και λίγο με πιο βόρειο λιμάνι. Κι όπως περπατάγαμε ήταν σα να έβλεπα εγώ τον εαυτό μου δίπλα μου για εσένα και εσένα σε έβλεπα σαν από μέσα σου από τα μάτια όπως βλέπουμε τον εαυτό μας, σε έβλεπα σα να σε έβλεπα από τα μάτια σου τα χέρια τον κορμό και τα πόδια, μια ανεπαίσθητη θολούρα για μύτη όπως βλέπουμε από τα μάτια μας, περίεργο πολύ, ήμουνα εγώ εσύ κι εσύ εγώ, πάρα πολύ περίεργο που σαν να ήμουν ήμασταν και οι δυο ρόλοι. Υπήρχε μόνο μια υπόκωφη αγωνία για το ταξίδι δίχως επιστροφή μα γύρω ήταν ωραία, χρώματα, κόσμος αλέγκρος, μαγαζιά με προσιτά πράγματα και οι φίλοι που μας φιλοξενούσανε ήτανε χαμογελαστοί cool και δοτικοί και το σπίτι είχε φεγγίτες και γλάστρες με πρασινάδα, λίγα έπιπλα με ουδέτερα χρώματα. Είχα πάρει και τηγάνιζα ψάρια μεγάλα και τόσο φρέσκα που άνοιγε η ραχοκοκαλιά τους μόλις τα πετούσα στο τηγάνι που ήτανε πολύ βαθύ και είχε μπόλικο λάδι. Σκεφτόμουνα πως ήθελα να πάμε να δούμε το πανεπιστήμιο που ήτανε στο βουνό από πίσω για να διαλογιστώ να σου πω αναμνήσεις από αυτά που σπούδαζα εκεί γιατί η Λισαβόνα στο μυαλό μου ήταν ένα με την Κουβίλια, ενώ και οι δύο είχαν κάτι πιο βόρειο, πιο σκούρα και τετραγωνισμένα κτήρια σαν παιχνίδια, σαν σκανδιναβικά και πιο γλυκά σαν Γαλλικά. Ήτανε ο σκοπός μου να σε πάω εκεί λέει θα παίρναμε την απάντηση που μου δημιουργούσε αυτή την υπόκωφη αγωνία. Στο λεωφορείο ξύπνησα γιατί φτάσαμε σε ένα δρόμο με κτήρια που ήταν η πύλη του πανεπιστημίου του Μάτζεστερ όπως την είχα δει σε ένα άλλο όνειρο ενώ η πύλη του ναφ δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Ήταν ενας ανήλιαγος δρόμος με μπλεγκρί-κόκκινα πυκνά κτήρια τόσο σαν την κυψέλη σε βαρύ καιρό. ξύπνησα. Παράξενα ξύπνησα.
Και πριν λίγες μέρες είχα δει κι άλλο περίεργο όνειρο. Ήμουν σε ένα μαγαζί για παπούτσια και βλέπω κάτι ροζ κερασί μπασκετικά με μαύρα μπορντό γορδόνια έτσι στιλ φθαρμένα και ξετρελάθηκα, δεν είχα ξαναδεί τόσο γαμάτο αθλητικό. Πάω να τα βάλω 43 νούμερο, πω πω για ένα νούμερο λέω δε γαμιέται να πλέει, βάζω το άλλο 41, μικρό. Τρώω μια ξενέρα και ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή