Με τον Ζανώ τις πίναμε λαγουδίστικες. Έτσι πρέπει, να γυρνάει, δύο και να γυρνάει. Μαγκάκι, μου έλεγε, όπου με βλέπεις θα τραβάς καρέκλα να κάθεσαι. Αλητεύαμε τότε, όποτε έμενα στην πόλη και δεν κατέβαινα Διαλυσκάρι, τύχαινε και τον έβλεπα στην πλατεία ή στον δρόμο, μετά τις έντεκα που έβγαινε έξω. Σταματούσε που με έβλεπε και έμπαινα στο μιτσουμπίσι του και πηγαίναμε στα χωριουδάκια ένα γύρω να φάμε κανα αυγό τηγανητό στην ταβέρνα. Μετά περνούσαμε κι από αγροτόσπιτα σε φίλους να πιούμε κανα τσιγάρο. Τύχαιναν και γλέντια με κόκορες και μαστούρες οι φίλοι. Φωνάζανε και μια γνωστή βουλγάρα που έκανε στριπτίζ πάνω στο τραπέζι μέχρι και με τις διαφημίσεις στην τηλεόραση ή με την πιο άκυρη μουσική και τα βλάχικα κάζα. Μεράκλωναν και βάζανε και τα αλυσοπρίονα μπροστά να ανάψουν τα αίματα κι άλλο. Καμιά φορά που είχαμε βαρύ καημό πηγαίναμε στα κολόμπαρα βόλτα. Όλα με την σειρά τα περνάγαμε από βορρά προς νότο. Έτσι όμως για την φάση και την κατάθλιψη, να δούμε τα χειρότερα δηλαδή, όχι ότι κάναμε τίποτα με τα κορίτσια, αυτές μας χούφτωναν περισότερο. Ο Γιάννης είχε αδυναμία στις χήρες κι εγώ είχα την αδυναμία μου. Έβραζα όπως βράζω και τώρα. Μαγκάκι, μου έλεγε, άμα σε ζορίζει η γκόμενα να της λες τράβα με κανα σκύλο της ράτσας σου. Ακούς που σου λέω, εγώ θέλω να είμαι ο μοναδικός κόκκορας στο κοτέτσι. Τέτοια έλεγε ο Ζανώ, ας έχει λιμπρέτο στην φιλοσοφία. Τώρα τον τράκαρα και πήγαινε πολύ σιγά, σε σλόου μόσιον κι έτσι. Κι έδιχνε στενάχωρα αστείος. Του τα έκοψε ο γιατρός τα κρασιά. Τόσο που ήτανε αεικίνητος και χορεύαμε την καλύτερη ζεμπεκιά μαζί, ακόμα έχουνε να το λένε, βουνά οι χαρτοπετσέτες όπου χορεύαμε και τα κεράσματα δε χώραγαν στο τραπέζι. Έτσι σε έκλαιγα τότε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή