ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΛΛ' ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΤΣΙ, ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΕΧΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙ ΕΔΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ:
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει, ο χρόνος
όλα τα φθείρε· τίποτε
δεν είναι πιο ταχύ από το χρόνο, τίποτε
δεν είναι πιο αργό.
Ο χρόνος είν’ ακίνητος κι ο χρόνος
είναι το μόνο που κινείται εδώ,
εδώ,
εδώ,
εδώ,
πού εδώ;
Χρόνος κυκλικός των Πυθαγορείων, του Έρμιππου, του Νίτσε.
Χρόνος σπειροειδής κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κοχλία, των ιστών της αράχνης και των γαλαξιών.
Χρόνος εναντιόδρομος του Σκυθίνου.
ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ
Χρόνος του Εκκλησιαστή, όπου «το γενόμενον ήδη εστί και το γίγνεσθαι ήδη γέγονεν».
Χρόνος πύρινος με στιγμή τη σπίθα της φωτιάς.
Χρόνος πέτρινος με στιγμή τον κόκκο της άμμου.
Χρόνος νέρινος με στιγμή σταγόνα, στάζοντας από την οροφή του σπηλαίου πάνω στη μικρή λίμνη, γράφοντας γύρω της τον κύκλο της αιωνιότητας.
Χρόνος που διαστέλλεται μπροστά στη φρίκη.
Χρόνος που συστέλλεται μπροστά στην ομορφιά.
Κάποτε ένας μοναχός απομακρύνθηκε από το μοναστήρι για να κάνει έναν περίπατο στο δάσος. Εκεί που βάδιζε διαλογιζόταν πάνω στη φράση των γραφών «χίλια έτη του κόσμου τούτου ως μία ημέρα παρά Κυρίω» και προσευχήθηκε στο Θεό να του αποκαλύψει την έννοια της φράσης αυτής. Ξάφνου από τη λαγκαδιά ξεκίνησε ο κελαηδισμός ενός αηδονιού. Ο μοναχός σταμάτησε και άκουγε το αηδόνι μαγεμένος. Κάποια στιγμή το αηδόνι σώπασε κι ο μοναχός ξαναπήρε τον δρόμο προς το μοναστήρι. Όμως εκεί κανένας δεν τον γνώριζε, μα ούτε κι αυτός γνώριζε κανέναν. Είπε τ’ όνομα του. Δεν τους θύμιζε τίποτε. Έψαξαν τότε στα αρχεία. Εν τέλει βρήκαν ότι ο μοναχός που έζησε στο μοναστήρι με το όνομα αυτό, είχε εξαφανιστεί πριν τρακόσια χρόνια.
Χρόνος ουροβόρος.
Χρόνος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Χρόνος του Σοφοκλή, του Πάουλ Φλέμιγκ, του Σολωμού, του Σεφέρη, του Έλιοτ, του Μπόρχες, του Καβάφη.
Χρόνος δημιουργός, χρόνος συντηρητής, χρόνος καταστροφέας.
Χρόνος ενθυμητής, χρόνος παρηγορητής, χρόνος λήθη.
Χρόνος αντίδοτο στον χρόνο.
Χρόνος γιατρός των πάντων στον Ερωτόκριτο.
Χρόνος δίχτυ ψυχών.
Χρόνος κάρμα των ινδουιστών και χρόνος ανταπόδοση του Αναξίμανδρου.
Χρόνος της εισπνοής και της εκπνοής, της μέρας και της νύχτας, του θέρους και του χειμώνα, του έρωτα και του θανάτου.
Χρόνος των 18.000 ετών του Μεγάλου Ενιαυτού.
Χρόνος των 4.320.000 ετών του κύκλου της Μαχαγιούγκα.
Περιστρεφόταν με αχτίνες λαμπερές· δεν ήξερε αν ήταν
λουλούδι ή τροχός. Γύρω η άμμος...
Χρόνος άπειρος:
Υπάρχει ένα σιδερένιο βουνό, χίλια μέτρα ψηλό, χίλια μέτρα μακρύ, χίλια μέτρα πλατύ. Κάθε χίλια χρόνια ένα πουλάκι έρχεται και ξύνει μια φορά το ράμφος του πάνω στην πλαγιά του βουνού. Τα χρόνια που θα περάσουν μέχρι να σωθεί το σιδερένιο βουνό από το ξύσιμο του ράμφους πάνω του δεν είναι τίποτε μπροστά στην αιωνιότητα. Που δεν έχει αρχή, ούτε τέλος. Και που όμως μπορείς να τη σχηματίσεις, πάνω σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτί, φκιάχνοντας έναν κύκλο, επαληθεύοντας τον αρχαίο λόγο πως «το απόλυτο περιέχεται στο σχετικό». Άλλωστε, κάθε χρονικό διάστημα είναι άπειρο, αφού αν επιχειρήσουμε να τμήσουμε οποιοδήποτε διάστημα, θα το τέμνουμε επ’ άπειρον, βρίσκοντας πως το λίγο είναι πολύ και πως το πολύ είναι λίγο:
«Η δόξα της αυγής έχει διάρκεια μιαν ώρα.
Κι όμως μες στην καρδιά δεν διαφέρει
απ’ το γιγάντιο πεύκο που η ζωή του φτάνει χίλια χρόνια».
* * *
Χρόνος του Αϊνστάιν, σαν μια μηχανή καμωμένη από αραβικούς αριθμούς κι ελληνικά γράμματα.
Χρόνος του βιβλίου, όπου η αρχή και το τέλος βρίσκονται ταυτόχρονα εκεί, πριν την αρχή της ανάγνωσης και μετά το τέλος της ανάγνωσης.
Χρόνος του Ηράκλειτου, όπου «αιών παις εστί παίζων πεσσεύων, παιδός η βασιλείη» (ο χρόνος είν’ ένα παιδί που παίζει πεσσούς, του παιδιού είναι η βασιλεία).
Χρόνος καθρεφτισμένος στο χρόνο.
Χρόνος κλεισμένος σ’ ένα ερημοκλήσι.
Χρόνος κομματιασμένος στα χαρτιά της τράπουλας.
Μου είπε να της ρίξω τα χαρτιά. Της είπα πως δεν ξέρω να ρίχνω χαρτιά κι ούτε ποτέ μου μ’ ενδιέφερε να ξέρω. Της είπα πως μ’ αρέσει να μιλώ για τα χαρτιά και πως μια τέτοια συζήτηση ίσως βοηθούσε στην αυτογνωσία της. Μου είπε πως αυτή την ενδιαφέρει να μάθει τι θα της συμβεί αύριο. Της είπα πως δεν μπορεί να γνωρίσει τι πραγματικά θα της συμβεί αύριο, όπως δεν γνωρίζει τι πραγματικά της συνέβη χτες κι όπως δεν γνωρίζει τι πραγματικά της συμβαίνει σήμερα.
Χρονιάρες μέρες, παίζουμε χαρτιά. Παίζουμε κυρίως 31. Παίζουμε χαρτιά, ίσως για να μιμηθούμε το παιδί, που είναι ο χρόνος του Ηράκλειτου και που έχει την εξουσία. Ίσως για να ’χουμε την ψευδαίσθηση ότι συμβασιλεύουμε με το παιδί. Ίσως για να κερδίσουμε. Εδώ που μόνος νικητής είναι ο χρόνος.
Γενεά έρχεται και γενεά πορεύεται και η τράπουλα μένει εις τον αιώνα, πολύχρωμες φιγούρες μαγικές, με μιαν αρίθμηση που φτάνει ως το 10, που είναι η επιστροφή στο 1 και στο 0, συνύπαρξη του είναι και του μη είναι, καθ’ ομοίωσιν του κόσμου που είναι και που συνάμα δεν είναι.
Γενεά έρχεται και γενεά πορεύεται και η τράπουλα μένει εις τον αιώνα, έχοντας 52 χαρτιά, όσες κ’ οι εβδομάδες του ετήσιου κύκλου, έχοντας 4 τύπους χαρτιών, όσες κ’ οι εποχές του έτους.
Γενεά έρχεται και γενεά πορεύεται και η τράπουλα μένει εις τον αιώνα, με τις φιγούρες της χωρισμένες στις δυο ηλικίες της ζωής (νιότη-γήρας) κι επίσης χωρισμένες σε δύο χρώματα (κόκκινο-μαύρο), που αντιστοιχούν στις μέρες και στις νύχτες, στον έρωτα και στο θάνατο.
Δεν έπαιζε χαρτιά, μα τα ’βλεπε
σα να ’ναι ο καθρέφτης της ζωής.
Δεν έπαιζε χαρτιά, όμως μια σχέση
σα να υποψιάζονταν ανάμεσα
στο χρόνο του Ηράκλειτου και στα χαρτιά.
Δεν έπαιζε χαρτιά, ποτέ δεν κάηκε
παίζοντας στα χαρτιά 31. Όμως να,
31 χρόνια όταν έκλεισε
φάνηκε στους κροτάφους του η στάχτη.
Σε άλλους φαίνεται η στάχτη στους κροτάφους, σε άλλους το αίμα στην καρδιά. Σ’ αυτούς ανήκει ο Καρυωτάκης, που αυτοκτόνησε στα 32 του, αφού πρώτα είχε γράψει αυτό:
Είκοσι χρόνια παίζοντας
αντίς χαρτιά βιβλία
είκοσι χρόνια παίζοντας
έχασα τη ζωή.
Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι
μια εύκολη σοφία
ν’ ακούσω εδώ που πλάτανος
γέρος μού τη θροεί.
Φύλλα των βιβλίων, φύλλα της τράπουλας, φύλλα του πλάτανου. Ο Καρυωτάκης είναι τα φύλλα του πλάτανου που προτιμά, είναι η σοφία της φύσης όπου θέλει να επιστρέψει. Και το κάνει μ’ έναν τρόπο που κανείς μεσάζων δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Το δάχτυλο-φαλλός δείχνει το κέντρο-μήτρα όπου αναπαράγεται ο χρόνος. Το δάχτυλο-πιστόλι δείχνει το κέντρο-καρδιά όπου εδρεύει το αδιέξοδο. Το δάχτυλο-βλήμα, ανοίγει μια διέξοδο στην καρδιά. Όχι για να βγεις έξω από τον χρόνο, πράγμα αδύνατο, αλλά για να βγεις έξω από τη συνείδηση του χρόνου.
(Κ’ ίσως ο χρόνος του Ηράκλειτου είναι βασιλιάς, ακριβώς γιατί είναι παιδί. Τα παιδιά βρίσκονται έξω από τη συνείδηση του χρόνου. Τα παιδιά ζουν στη χρυσή εποχή όπου βασιλεύει ο Κρόνος.)
* * *
Χρόνος εκεί που η Περσεφόνη φύσηξε και άσπρισε ο ύπνος των πραγμάτων.
Χρόνος μαρμαρωμένος όπου
δεν θα μπορούσες να σηκώσεις ένα πούπουλο.
«Σαν τις Καρυάτιδες τα υψωμένα μας χέρια,
κρατούν το γρανίτινο βάρος του χρόνου.
Και νικημένοι εμείς
θα ’μαστε πάντα κερδισμένοι».
Χρόνος της αστραπής και χρόνος της χελώνας.
Η χελώνα είναι το όρος που κινείται επειδή η πεταλούδα και η κουρούνα έχουν πίστη όση ο κόκκος σιναπιού. Το όρος της χελώνας κινείται, όχι όμως και τα βουνά. Κι όμως τα βουνά δεν είναι παρά κύματα πάνω στα οποία οι μικροοργανισμοί άνθρωποι προφθάνουν να χτίσουν τα σπίτια τους και τα σπίτια των θεών τους και να ζήσουν επί αιώνες, με την ίδια άνεση που άλλοι οργανισμοί προφθάνουν να χτίσουν και να ζήσουν πάνω σ’ ένα κύμα νερού, πάνω σ’ ένα κύμα αίματος ή φωτός.
Χρόνος της άγνοιας όπου όλα είναι μέλλοντα. Χρόνος της γνώσης όπου όλα είναι παρελθόντα. Χρόνος της αγάπης όπου όλα είναι παρόντα. Χρόνος του Απόλυτου Ήλιου όπου όλα έχουν την ηλικία του φωτός.
* * *
Ποια μουσική φυσάει και λυγίζουνε τα χάλκινα σπαθιά και κυματίζουν όπως μούσκλα σε τρεχούμενο νερό; Ποια μουσική;
Φυσά ο χρόνος και γυρίζει η φτερωτή των εποχών.
Κύμα σηκώνεται και κύμα πέφτει.
Του φεγγαριού τα γυρίσματα και τα έμμηνα
των γυναικών.
Το χνούδι του ροδάκινου και το φούσκωμα του βυζιού. Ο νόστος
του άσπρου τραγουδιού της μυγδαλιάς. Φυσά ο χρόνος.
Χρόνος άνεμος, παρασέρνοντας
μέλη ανθρώπων και κλωνάρια
γαλαξιών, τινάζοντας τη γύρη... Χρονοστρόβιλος.
Χρόνος της βροχής των στιγμών.
Χρόνος παγωμένος όπως στους «Εξόριστους».
Χρόνος που πηγάζει από το χρόνο.
Χρόνος που εκβάλλει στο χρόνο.
Χρόνος στιγμές νερού.
Χρόνος κλωστή νερού, όπου οι στιγμές κυλούν σα χάντρες.
Χρόνος σχοινί νερού που κρέμεται από τα πράσινα γένια του βράχου.
Χρόνος θεόμορφος καταρράχτης.
Χρόνος ποτάμι. Χρόνος θάλασσα.
Χρόνος της Αποκάλυψης, όπου «χρόνος πια δεν υπάρχει». Μόνο μια κρυστάλλινη θάλασσα, μπρος στις εφτά φωτιές του Θεού. Ο χρόνος καταργείται μπροστά στο πνεύμα. Ή αλλιώς: Για τη συνείδηση που ζει μέσα στα πάντα (παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα), όλα είναι παρόντα. Η αιωνιότητα γίνεται μια θάλασσα ακίνητη σαν γυάλινη. Και οι εφτά γλώσσες της φωτιάς (μέσα στην απόλυτη κατανόηση) μιλούν τη μία γλώσσα της σιωπής.
ΥΓ.: Είπα τόσα πολλά για τον χρόνο και παρέλειψα να δώσω τον ορισμό του. Λοιπόν, χρόνος είναι ο χρόνος.
.
(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7 Ιανουαρίου 1993, Το ιδεόγραμμα του φιδιού, 2003).
Γιάννης Υφαντής