Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ -1998


(έτσι είπα σήμερα να ταξιδέψουμε λίγο στα θρανία! σε μια απο τις πρώτες συγγραφικές μου προσπάθιες)

-Τι ώρα είναι?
-Ρε μαλάκα είναι εννιά παρά είκοσι, σε δέκα λεπτά χτυπάει το κουδούνι. Που είναι η Αγνή?
-Έχει πάει να τρακάρει κανα τσιγάρο απο τον Λούι.
- Κάτι παίζεται μ'αυτούς , ξέρεις τίποτα?
-Θα μας τα πεί γιατί...
-μαλάκα φεύγω , χτυπάει σε λίγο.

Αυτές ήταν!Η Μυρτώ και η Μέρη . Καθώς πάλευα να σταθώ στα εύθραυστα πόδια μου οταν σιγά-σίγα άνοιγε μπροστά μου η μισογκρεμισμένη πόρτα της κοινωνίας . Τι μισογκρεμισμένη δηλαδή που κόντευαν να την ξυλώσουν από το κέντρο της γής , αυτοι οι κομπάρσοι που περιφέρονται στο σκηνικό της καθημερινότητας και νομίζουν πως είναι άνθρωποι. χα! Εδώ πρίν δυόμιση χιλιάδες χρόνια ο Διογένης έψαχνε μανιοδώς να βρεί Άνθρωπο και δε βρήκε τίποτα , τι ψάχνω!

Ήταν πρωί , ως συνήθως , μετά θα βράδιαζε και θα ξημέρωνε πάλι,ο ήλιος θα κινούταν καθημερινά στην τέλεια πορία του , σε απόλητη αρμονία με το υπόλoiπο σύμπαν και τα αστέρια που κοίταξαν όλες οι γενιές των ερωτευμένων , ο ήλιος θα συνέχιζε με τραγικά απαθή συμπεριφορά να κάνει το μοναδικό πράγμα που ήξερε να κάνει από τη γέννηση του. Αλλά δεν είναι όλα τόσο απλά. Όταν ζείς σε μια επαρχία εν έτη 1997 μαζί με μερικές χιλιάδες αγρότες, γιατρούς , περιπτεράδες , παπάδες , πουτάνες ,δασκάλους , φουρναρέους , συνεργιάδες , αδιόριστους μαθηματικούς , χαρτορίχτρες , λούστρους , πλακατζίδες , μπετατζίδες , άνεργους και αργόσχολους , ψυχοπαθείς με τραντζιστοράκια που φωνάζουν μόνοι τους και ψυχοπαθείς αγνώστου διαγνώσεος , αρχίζεις να φιλοσοφείς και να τη ψάχνεις .Κάπώς έτσι ξεκινάει ένα βιβλίο ή ίσως και μια ολόκληρη ζωή.

..συνεχίζεται

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

EXIT (where is?)


κραμάστικα απο την γραμμή που βούιζε, την σιωπή σου.
με ένα ερωτηματικό παιδικό,
κι ας ήθελα μόνο κάτι να σου δείξω.
Έτσι, έθεσα στου προκρούστη την κλίνη μου, την βολεύομαι πιά.
Μ'αυτό το "θέλω",
διάνησμα άτυπο, άλυτο.
για μια στιγμή μας
προορισμό.
έστω σένα όνειρο

ζωντανό

πνιχτά

σ'αγαπώ;

(foto by Era)

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Τα ολίσθια λείσθια

τρα ταν ταρα τραν τα ταρα
...
ψψψψ εφτη ντου νιά
με έναν καλό δικηγόρο
αφού
έφτασε η θεία δίκη
όταν
ένας κερατάς ταύρος
μα
πώς με πήρε ο ύπνος στην αρένα
μες στις κόκκινες κιπρινομπιτζάμες μου
περαστε απ’το ταμείο δεσποινής
που πάτε χωρίς εισητήριο
ιστορία
αμαρτία
κουφάλα
μωρία
σκάσε και κολύμπα
στη λύμπα που μπήκα
έβαλε τη μουσούδα
δε μύρισε
έβαλε και το πόδι
και
μπεεεεεεεεεεεε (ς)
μμμμμμμπππππππεεεεε
μμμ μππππ εεεε
αχα
μμμμμμμμ κα κα
ντριγκι ντριγκι
τ ακούς;

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

To Πήλινο χωριό

Μακρυά στο λόφο εκεί που τελιώνει η σιωπή
είδα του ονείρου μου οι δρόμοι να παίρνουν μορφή .

Ορκίστικα στο όνειρο να μείνει για πάντα
και είδα το νου μου βαθειά στης χαράς την κοιλάδα .

Με της ζωής τα πανάρχαια στοιχεία , χώμα – νερό ,
θα σφραγίσω για πάντα όλα αυτά που αγαπώ .

Θα πλέξω καλάθια , κλειστές αγκαλιές
για αναμνύσεις σημάδια , ουρανό , μυρωδιές .

Κοιτάζω και βλέπω τον κόσμο μικρό
στης ζωής τα λιβάδια , στο πήλινο χωριο .

( κάποτε και σένα θα σε δω
στο πήλινο χωριό )

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Στην πύλη του Άδη


Στην πύλη του Άδη στέκομαι και κοιτώ
κατρακυλώ..
ώρες ώρες μου'ρχετε να το σβήσω αυτο το μπλογκ.
μοιάζει νεκροταφείο στιγμών, σανατόρειο συναισθημάτων.
ξεκίνησε με μια κραυγή και πάει.. άκοπη.
φυλακή ο πλανήτης σου μικρέ πρίγκιπα, ναι είναι τόσο μικρός που δε μας χορούσε,
κι έτσι πήδηξα, στην πρωτη μαύρη τρύπα!!!!!!
με την ελαφρότητα, την ηλιθιότητα που διακρίνει τις πράξεις στον έρωτα...
δυσεκατομύρια εκατομυρίων τα κομμάτια μου και το κενό σε αποστάσεις φωτός, πιχτό σκοτάδι.
πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια πύλη του Άδη;
(Foto by Era)

αχαλίνωτη


σπάσαν όλα.
χάζευα την οπτική σου, την φυσική, αυτη που έκανε την φαντασία μου να μοιάζει μπουρμπυλίθρα μπροστά στην αλήθεια.
αυτά τα μικρά θαύματα σου.
αχαλίνωτη η έλειψη αυτή, για τις νεκροζώντανες ώρες μέσα απ’το φακό, ή
τον σκοτινό θάλαμο να κλέβω φιλιά πραγματικά, ανάμεσα σε φιλμ, προτζέκτορες και βρεγμένες στιγμές.
αχαλίνωτη η έλειψη σου αυτή.
κάθε μέρα.
(foto by Era)

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

πόσα λεπτά διαρκεί η πράξη;

- Τι σκοπεύεις να κάνεις μ’αυτόν;
- Συν+ γνώμη, αυτό το ζωώδες, το παλινδρομικό είναι που επισκιάζει την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία;
Επικοινωνία. Τελία (.)
- θα ρθει η ώρα που θα αποκαληφθεί.
- Η καταγωγή; Δαρβινικά μιλάς;

.. ναι.., μα σαυτό το διάστημα θα ’χω , θα’χει ζήσει..
Και θα συνεχίζω να ζώ
Μ’ακόμα μια απογοήτευση αν το θές.
Της αλήθειας.
Μα θα έχει προηγηθεί η γοήτευση ε, ως προυπόθεση.
Να! είναι κάτι ωραίο.
- Δεν καταλαβαίνεις.
- Αντε γ...

Υπερφίαλο

Εν αλό.
Παρασύρομαι και παρασύρω
Παρασυρθήκαμε.
Στον όγκο μου κατρακυλώ
Μελλοθάνατη
Μελλοθάνατοι
Την ώρα αυτή παρακαλώ
Να το ζώ μέχρι τέλους
καριόλη

Σε γελώ
Θάνατε θα σε ζήσω, θα σε λύσω,
μωρό μου οξύ, σαν σβήσω
θα σου μιλώ με τις ώρες
για ιστορίες, ποιητικά,
που θα αλλάξουν τον κόσμο
ακόμα και σένα
καριόλη

Σκέψου

Είπες ζωή και χάρηκηκα,
θάνατο και φοβάμαι
κι όμως το ξέρω πως εδώ
για πάντα εγώ δεν θα’μαι

Λίγες οι μέρες της ζωής
λίγες...γεμάτες πόνο,
γεμάτες χρώμα κι ηδονή,
του πνεύματος τον φόνο!

Σκέψου χαρά,σκέψου γιορτή,
αγάπη λίγο σκέψου,
σκέψου μια όμορφη αυγή,
ζωή για λίγο γέψου!

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Αναμνήσεις



..μούσα μου ήθελα να σαι, μα τα τρωγα τα συναισθήματα μαζί σου, δεν ήθελα να τα μοιράζομαι ούτε με το χαρτί..

Το κυνήγι του κρυμένου θυσαυρού

Ψάχνουμε όλοι το κρυμένο θυσαυρό
με συνταγές αρχαίας μας σοφίας
ψάχνουμε ερήπια , ναυάγια στο βυθό
ψάχνουμε τρόπους μαγεμένης ευτυχίας

Ψάχνουμε χρόνια τα μαρμάρινα σκαλιά
πίσω απο πόρτες σφραγισμένες με σιωπές
ψάχνουμε στέγη , έστω κάπια φυλακή
για των ψυχών μας τις ατέλιωτες ντροπές

Ψάχνουμε ανόφελα σε δρόμους , γειτονειές
ψάχνουμε μέσα στις βιτρίνες της πλατίας
μέσ’ τα υπόγεια , τις ένοχες στιγμές
ψάχνουμε γύρω μας με σύνδρομο μανίας

Ένα παιχνίδι το κυνήγι ευτυχίας
μέσ’ το μυαλό είναι όλα αν πιστέψεις
και θα τις βρούμε όπου κι αν κρύβονται οι χαρές ,
είναι κι αυτές δικές μας σκέψεις

Τριφυλλιακό μπαλκόνι


αυτό το νησί, η Πρώτη, είναι μια μάγισσα που μεταμορφώθηκε σε πέτρινο κροκόδυλο!
.. και άντε να τη δαμάσεις!! στα απόκριμνα βράχια είναι γραμμένη ιστορία πειρατών.
Πάμε;;;

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Άσπροι Κρυστάλοι

Ακρωτηριασμένη ψυχή τι τσιρίζεις
γιατι φωνάζεις σε εύθραυστα αυτιά
τι αυταπάτες συνέχια ταϊζεις
γιατί στριμόγνεις στιγμές σε κουτιά

Είναι το βλέμα σου πάντα γεμάτο
είναι η φυγή σου χαρά και γιορτή
άρρωστες σκέψεις σε στέλνουν στον πάτο
ξέρω πως νιώθεις για όλα ντροπή

Είμαι φτερό κι είν’ ο άνεμος άλλοι
με φυσάν μακρυά απ’ τη πηγή
μα των ονείρων μου οι άσπροι κρυστάλοι
ξέρω πως βρήσκονται κάπου στη γή .

Έτος Μηδέν

Έτος μηδέν λοιπόν
και όλα κινούνται ξανά
στην ιδανική τους πορεία .

Χώμα και στάχτη
απ’ την χάρτινη πόλη
και τώρα θα γράψω ξανά
την ίδια ιστορία .

(Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία
κι όμως πεθαίνει…
ο πόνος είναι πάλι αυτός
που στο τέλος μονάχα θα μένει)

Μια στιγμή είν’ αυτή
που διαρκεί για όσα χρόνια
θα υπάρχεις , θα ζείς , θα πονάς ,
θα γυρνάν οι τροχοί στα αλώνια .

μια στιγμή …
θα διαρκέσει αιώνια .

Δυο Θάλασσες μικρές

Αργές οι κινήσεις με κοιμίζουν
έρχονται…φεύγουν…ξαναχάνονται
…δυο κύματα, τα μάτια σου θυμίζουν
προσπάθησα, κι όμως δεν πιάνονται

Αλήθεια, μπορούσα να τα κοιτάζω ώρες,
να ερευνήσω και τις πιο κρυφές πτυχές
να ταξιδέψω στου ονείρου τους τις χώρες
για να με βγάλουν στις πιο όμορφες στεριές

Δυο θάλασσες μικρές τα δυο σου μάτια
έχουν καλύψει της καρδιάς μου τον παλμό,
με οδηγούν μες’ της ψυχής σου τα παλάτια,
δίνουν αξία στης ζωής μου τον ρυθμό .

Η Τέταρτη Διάσταση

Η τέταρτη διάσταση,
του χρόνου η πληγή,
μου φαίρνει επανάσταση
μου κλέβει ζωή

Τα αστέρια του ουρανού

Φωτιές γεμίζει ο ουρανός
στ’ αστέρια ακουμπάνε
χίλιες ευχές γεμίζουνε
στο άπειρο με πάνε

Είναι ψυχές που χάθηκαν
που φύγανε μια μέρα
που απ’ τον πόνο σώθηκαν
που μείναν στον αέρα

Είν’ η ζωή που όνειρα
φορτώθηκε στους ώμους
και που αδίκως έχασε
μπερδεύοντας τους δρόμους

Πολυμορφία τ’ ουρανού
ζωή κι αυτή θυμίζει
θυμίζει σκέψεις κάποιου νού
τοπίου που χιονίζει .

Δυτικά


βουνά του Ταυγέτου
ανηλιακή Μάνη

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Ανεκπλήρωτος έρωτας

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η αναμονή και ο χρόνος, σταγόνες μιας χαλασμένης βρύσης που στάζουν στο μέτωπό μου, βασανιστικά τικ τακ.
Η μουσική, ο κόσμος, το βουητό του, μ’ αφήνουν παγερά αδιάφορη, είναι σα γύρω μου να μην υπάρχει κανείς. Σα να κοιτάζω μηχανικά, ασυναίσθητα στο βάθος μια τηλεόραση σε ένα μακρόστενο δωμάτιο που περισσότερο με διάδρομο μοιάζει.

Θεά μου

Μάταια προσπάθεια να λύσω τον κόμπο
του στομαχιού μου το γόρδιο δεσμό
ξύπνησε μέσα μου πάλι το τέρας
γυρεύει να δώσει νέα πνοή στο χρησμό.

Θεά, μου κατατρώγεις τα σπλάχνα
κι αν τότε σε πίστεψα, σου αφιερώθηκα,
με δίψα να γενώ ιέρεια αποζητούσα
στου έρωτα το βωμό για χάρη σου δόθηκα
..και ξεσκίστηκα..

Μου είπες θα σωθώ μα δε σώθηκα
πιο βαθιά στα έγκατα χώθηκα

και να’ σαι, προστάζεις πάλι να δεις
τη συνέχεια, πόσο πιο κάτω?

Λύτρωσε με εσύ, στο κρεβάτι σου
πέφτω με λύσσα
κάθε οργασμός και ένα βήμα
αργό, βασανιστικό
Η φωνή σου, ψιθυρίζει στ’ αφτί μου,
έλα, μου λέει,
πνίγοντας με γλυκά
στα γαλάζια νερά

Αναμονή

Η αναμονή, η διαιρετότητα του χρόνου,
Χίλιες σκέψεις το δευτερόλεπτο..
Πόσο μπορεί να αντέξει
Ένας ευφάνταστος νους..
Τικ τακ τικ τακ ..

Πίσω

Γυρίστε πίσω.
Πίσω
ακούς?
Στο λαβίρινθο ο παράδρομος που πήραμε
ήτανε λάθος.
Αρχηγέ!
Όχι, σωστά βαδίζουμε σύντροφε,
ο Θησέας μιλάει και σώπα.

Σιωπή
Είν’ το τραγούδι μου αυτό
και τα φύλλα απο τα δέντρα μιλάνε για’ μένα.
Τη μαμά τους αφίσαν κι αυτά
για το χώμα ουσίες να γίνουν.
Να τη θρέψουν κι αυτά
το νερό της δε θέλουν άλλο να πίνουν

Μαμά
Όταν με έκανες ήσουν είκοσι εννιά
μια γενιά ολάκερη πίσω.
Ταραγμένη εγκυμοσύνη μαμά
ταραγμένο παιδί έχεις κάνει.
Κι αν τον κόσμο όλο γυρίζω
σα τον μπαμπα
περίεργα κι αλλόκοτα πάντα βαδίζω.

Είσαι περίεργη μου λέν
Σοβαρέψου.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

what u w right

Αυτό που δεν έχει φωλιά
το αδέσποτο
παραγγέλνει άλλο ένα ποτό
στην σπηλιά
μετα άλλα θυρία

Όμορφες Μέρες

Μέρες παράξενες, όμορφες μέρες
Ας στην πορεία ξέμινα
Απο ψυχή!
Απο πολλά!

Μέρες παράξενες, όμορφες μέρες.
Μέρες αγάπης, μέρες θλήψης και χαράς
Ενός δικού μου κόσμου χάρτινες μέρες
Ημέρες όμορφες, μόνο οι παράξενες μέρες
Μέρες που θάρθουν και θα φύγουν στα κλεφτά

Μέρες παράξενες, όμορφες μέρες
Στον πάγκο η θλήψη μου μαζί με τα ποτά
Ένα μωρό που σιγοκλαίει στο σκοτάδι
Λες κι η αγάπη αν υπάρχει να ρωτά.

Σαγαπώ

Σαγαπώ και χάνω μπροστά σου
την τετράγωνη λογική μου
Μα εσύ με λυπάσαι όταν μελανχολική
γεμάτη ζαλάδα χαράζει η αυγή μου.

Μια περιπλάνηση φωτιά
Απο ένα κερί που λιώνει γλυκά
Στο σώμα σου επάνω
Μοναδική μου άπιστη σκέψη
Ήσουν εσύ στην κάθε μου στέψη
Μονάρχης πριγκιπά μου
Μεταμορφώθηκα σε ότι ζητούσες
Ξέχασα τα όνειρα μου
Γιατι είχα πιά τα δικά σου
Φαινόντουσαν μακρινά σαν αχτίδες
Πάνω στο χιονισμένο βουνό
Μιάς πλανητικής καρδιάς απο ατσάλι
Τσιμέντο, γυαλί και μπετό
ΣΑΓΑΠΩ
Την αφέλια στον αέρα
Την μυρωδιά απο γάλα στο γαλάζιο σου αίμα
Σ’αυτές τις λιμνοθάλασσες των ματιών σου
Τα καράβια μου έγιραν
έριξαν άγκυρες βαριές κι ασήκωτες
ή προσαράξαν.
Πλέον βοήθεια ζητώ
Στον ωκεανό μου να βγώ
Τον μικρό
Που τελιώνει κάθε πρώτη και δεκαπέντε
Αγάπη μου.

Κοίτα Ψηλά


ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ ΨΗΛΑ
(foto by Frick)

Τούφα

Κλειδωμένη τούφα εδω μέσα
Πρίγκιπας και πριγκιπέσσα
Στην μηχανή την μυστήρια
By the genetically material
That now we call DNA
Fuck, the gay parade

sVINIs VIDI sVICIs

Ήρθες έφυγες και πήρες τις ελπίδες
Όταν στα μάτια καθρεύτες ψυχών
Τα είδωλα μας βλέπαμε αντικριστά
Έρωτα τυφλέ πες μας εσύ τι είδες.

Τότε σαν γέλαγες μας γέλασες και εμάς
Μαζί σου η ευτυχία ήταν απλή ηδωνή.
Που έγινε οδύνη!

Κι αφού στο διάβα της ζωής κόλλησα στις βιτρίνες
Απ΄ το παζάρι αγόρασα για μένα κάτι κρυφό.
Τι πάθος κι αυτό!

Ήθελα να γύριζα τα χρόνια μας πίσω
Δέν ξέρω απ’το τι να ξεκινήσω στο πώς
Να τ’άλλαζα.

Να σε ζήσω χαρά μου τι μαγεία
Πόση αγαλίαση μου χάρισες να ’νιωσες
Οι τόνοι της με πλάκωσαν κι απόκαμα
Παράξενο πολύ να με κουράσει η ευτυχία

Όσο όσο

Στείλε με στο Διάολο
Να μηδενίσω
Και μέσα απο τις φλώγες μου
Φοίνικας να αναστηθώ

Στο πνεύμα το άυλο
το σήμα της ύπαρξης ζητώ
να αφουγκραστώ
ταλαντεύομαι στο τόσο κενό
να γαμίσω, να γεμίσω
το χόρο αυτό προσπαθώ
και σκονταύτω στο άδειο
υπνοβατώ και χτυπώ
σε αντικείμενα ξεκρέμαστα.

Χρόνε σε κύκλο στενό
Σε ζητώ να πληρώσω
Με ζωή
Όσο όσο

Ισομερή Ισόμερα Σήμερα

Οι κύκλοι της αγέλης
Ανθρώπινη παρέμβαση συνόλων
Μου προκαλούν αγωνία
Η αγωνία περιγράφει τον κύκλο
Κύκλος αν ευ γωνίας

Σύστημα ένοχο
δίχως τύψεις και ερηνίες
άκουσμα έντονο
στης υπεραξίας σειρήνες

Μπορώ

Στης Γής τον πυρίνα
στον πυχτό καυτό μαγνίτη
εχω δέκα λεπτά μόνο
για να φτάσω

Η φάτσα της έδειχνε μπουχτισμένη
Τα είχε όλα σε ένα κουμπί
Τώρα τί,
Το πατά και τελιώνει.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Αγώνας δρόμου

Αγώνας δρόμου, κάποιος είπε, η ζωή
δίχως τέλος, χωρίς αρχή...
...και την σκυτάλη
σαν σου πουν να παραδόσεις
μη φοβηθείς, κανείς εδώ,
κανέναν δεν θα σώσεις

Ο ήλιος έσβησε
στην θάλασσα ζητάει να πλαγιάσει
και το φεγγάρι σιωπηλό
αυτόν θα ξεκουράσει...

...Αγώνας δρόμου, κάποιος είπε, η ζωή
Αγώνας που στο τέλος πάντα χάνεις...
...και για τιμή σου θάνατος
και για τιμή σου δάκρυ
το σώμα σου θα αναπαυθεί
σε μια του τόπου άκρη.

Μαύρη τρύπα

Στο συμπερυμπανικό συνάντησα
τον δρόμο του ΘΕΛΩ να ρουφίξω,
τους φόβους, τα πάθη του Έρωτα
του Δέμονα,με δέοντα κόπο ν’ανοίξω

Μα μια λίγο μπήκα
και με ρουφάει,η μυρωδιά,
με μοίρα, μύρο, κολλάει,
έως στα αυτιά..

και εδώ τα λόγια χάνονται
μόνο ανάσες ..

κάνω βουτιά με το κεφάλι
να ζαλιστώ, να ντυθώ,υγρό,
και μέσα της ζώ.

Άκου
στη Μαύρη τρύπα
στο λέω
θα απειριστώ

(συνεχίζεται.. μέχρι να τελιώσει..
ΝΑ ΤΕΛΙΩΣΕΙ... αααααα.. ναι..)

«..και πίνω..»


..ότι βρεθεί, ότι προσφερθεί..

÷ Δίχτυ 0

Η σκέψη ταξιδεύει με έτη φωτός
Σε στιγμές
Με τον δορυφόρο με καίς
Συνδεδεμένοι με το φέγγάρι

Ίσως καλύτερα να ζώ
Πλανητικά στον Άρη
(τον Αύγουστο που έρχετε κοντά
Κράτε με να μην πηδήξω)

Στίχοι στοιχειά
Με ελπίδα παλιά
Το αξίζω
(Δε θέλω να το παίζω
Θέλω να είμαι,
να με ορίζω.)

Θέμα διάθεσης
Βυθίζομαι λόγο άγνειας;
Αγνή!
Όλγα, Ερατώ, Νάνσυ, Ρίτα, Διόνυ..

Υπήρξα στην ανυπαρξία
Με τη βαριά ελαφρότητα του
«ΝΑΙ»
Είναι.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Απλά

Η ζωή μας μια ασπρόμαυρη τενία
ξεφτισμένη , φαγωμένη στις γωνίες
εκει μέσα βλέπω ότι αγαπούσα
εκει μέσα ακούω γέλια και φωνές

Σκυφτή η μορφή σου ταξιδεύει στο κενό
σκυφτή με βλέμα άδειο…
είναι αρρώστια του εγκεφάλου μου η φυγή
είναι αρρώστια της ψυχής σου η σιωπή

Τι είναι αυτό που τα ταξίδια σου τελειώνει
Τι είναι αυτό που τα καράβια μου έχει εδώ
έπρεπε έξω σε άλλα πέλαγα να πλέω
έπρεπε κάποιους εφιάλτες να μη δώ

Καλησπέρα σου είπα , χάρηκα που σε είδα
Τι θα κάνεις , θα περάσεις , θα σε δώ?
Μη σε νοιάζει που η ζωή μας βασανίζει
ότι ζήτησα στα όνειρα θα βρώ .

Στου πόνου τη μικρή γιορτή

Χτύπημα , άλγος , πόνος φρικτός
σαν μούδιασμα σα πούμε ... κι έπητα ...
κι έπητα αδιάζεις , αδιάζεις , αδιάζεις
γίνεσαι ένα με το πάτωμα , το χώμα , τη στάχτη
πέφτεις στα γόνατα , φωνάζεις
κι εκλυπαρείς για ένα φώς .

Ένα νύμα νιώθεις να σε κρατά ,
σε φυλακίζει , σε κάνει ένα με τον πόνο ,
την λύπη , τον αργό θάνατο που μόνο
αηδία και εμετό προσφέρει
και να σου ξανά παλεύεις , χτυπιέσαι
να φύγεις μακρυά ... μακρυά ...

Αυτό το νύμα κατάρα , θεού φωνή ,
βάζει το έργο του πόνου να δείς απ’ την αρχή
να σέρνεσαι , να ουρλιάζεις , να αδιάζεις ,
ότι ωραίο έζησες να βιάζεις ...
και είσαι εδώ και πάλι καλεσμένος
στου πόνου τη μικρή γιορτή

Νυσταγμένη βροχή

Νανούρισμα ακούγεται σαν πέφτει
κρύα στο τζάμι νυσταγμένη η βροχή,
τραγούδια μούσας και αγγέλων ζωντανεύει
και μου γεμίζει στάλα-στάλα την ψυχή

Ψιθύρισμα λεπτού, στρωμένου ήχου,
του πεπρωμένου πιο ωραίο μυστικό,
λέξεις μαγείας ενός άγραφού μου στίχου
αθανασίας φίλτρο, θείο, μαγικό

Κάθε ψιχάλα την ανάσα μου δροσίζει
κάθε σταγόνα κι ένα όνειρο κρυφό
με γαληνεύει και το βλέμμα μου υπνωτίζει
με οδηγεί μεσ’ του μυαλού μου το βυθό

Βρέχει κι ο χρόνος βιαστικός και μόνος τρέχει
δεν με πειράζει κι όσο ζω θα ευχαριστώ
τώρα η ζωή μου κάποιο νόημα θα έχει
δεν θα ζητήσω , ποτέ πια, να ξεχαστώ .

Μπλέ

Ένα μπλέ περίεργο ,
άπειρο , ακανόνιστο , γενικό…
σ’ έχω ξεχάσει , βασανίζομαι
το χρώμα που αγάπησα να θυμηθώ .

Λένε ο θεός πεθαίνει
σαν δεν υπάρχουν πιά πιστοί
και τότε κάποιον άλλο θα κρεμάνε
δίπλα απ’ το φονιά και το ληστή .

Μπλέ το χρώμα που αγάπησα
θάλασσα φουρτουνιασμένη που ηρεμεί
θάλασσα βαθυά ή ξέβαθη
το μυαλό μου δεν θα θυμηθεί .

Όλα σε θυμίζουν και τίποτα .
Όλα και τίποτα σε ψάχνουν .
Σε φώναξα αλλά δε μ’ άκουσες .
Όλα και τίποτα μια ανάμνηση ίσως θα ‘χουν .

Ταξίδι

Στης ψυχής μου τα δρομάκια
φώτα , ήχοι πια σβήσαν
τα παλιά μου στιχάκια
δεν θα ‘ρθούν , ξεψυχήσαν .

Μα η καρδιά μου χτυπάει
θέλει πάλι ταξίδια
καπετάνιο με βάζει
και έχει όνειρα χίλια .

Ε , ταξιδιάρες ψυχές !
Να , το πλοίο ξεκινάει ,
σε άλλους κόσμους και στεριές
θα δείτε θα μας πάει

Σε μια Ιθάκη απόμακρη
και άπιαστη σα ψέμα
σε μια χώρα γόνιμη
για σκέψεις και για πνεύμα .

Κι όσο μακρυά μας θε να’ ναι
τόσο βαστάνε οι ψυχές μας
εμείς θα κάνουμε αγώνα
κι ας μη τη βρούμε ποτέ μας .


(... μα θα τη βρούμε)

Χάρτινα ταξίδια

Ένα βιβλίο σκονισμένο στη γωνιά
του κλειδωμένου απο χρόνια σεντουκιού μου
που αραχνιασμένο μοιάζει μ’ άχρηστα χαρτιά
μα κρύβει χάρτες των ονείρων του μυαλού μου

Χάρτες σκισμένους σαν κι αυτούς των πειρατών
που το χρυσό σε χώρες ξένες κυνηγούσαν ,
πέθαιναν πάνω στα νησιά των θησαυρών
και για ένα όνειρο τρελό μονάχα ζούσαν

Έχει περάσει ο καιρός , λες να ‘ναι αργά
τα πλοία πάλι την σημαία τους να υψώσουν
να ξεκινήσουν για τα άγνωστα νησιά
και την ψυχή μου απ’ το θάνατο να σώσουν

Βίρα τις άγκυρες θα πάμε μακριά
θα ξανοιχτούμε για λιμάνια σ’ άλλα μέρη
θα το παλέψουμε , θα πιάσουμε στεριά
σε μια χώρα που ευτυχία θα μας φέρει .

Απουσία είπες

απ-ουσία
απο ουσία
όλα να τα ’χουμε
όλα
αεροπλάνα, αυτοκίνητα, κινητά
και η απουσία εκεί
να καίει
για την έλλειψη του ΝΑΙ
την ελλειματική τροχιά του ΟΧΙ

Στη Σχίζα με σχίζα

Ο περίπατος πάντα τονώνει.
Ήρθα να σε πάρω για-σε-έναν
παρα θιν αλός
ή σε δασένια μονοπάτια Ε6

Πάμε!

WReich


Ο WReich καθόταν αναπαυτικά χυμένος πάνω στην μαύρη περιστρεφόμενη δερμάτινη πολυθρόνα του. Κοιτούσε, στηρίζοντας με το ένα χέρι το κεφάλι του, την θέα απο το παράθυρο του 33ου ορόφου, την ώρα που χτύπησε το εσωτερικόυ του τηλέφωνο.
Απο την άλλη μεριά της γραμμής ακούστικε:
- Η κυρία Ελίζα Προύστ
- Να περάσει.
Η αυτόματη πόρτα άνοιξε με έναν ηλεκτρονικό ήχο και φάνηκε η τρομαγμένη ψυχολόγος με το ουδέτερο ύφος.
- Καθήστε παρακαλώ, καφέ; Να σας προσφέρουμε κάτι;
- Δέν καταλαβαίνω κύριε WReich, δεν έχω σχέση με την υπηρεσία σας, γιατί με καλέσατε εδώ;
- Ησυχάστε κυρία Προύστ, δεν πρόκειτε για εσάς.
Έχετε κάποια ασθενή Ηλέκτρα Πάν, σωστά;
- Μάλιστα.
- Θα ήθελα να μάθω κάτι που σας εκμυστηρεύτηκε.
- Μα, αυτό είναι αντιδεοντολογικό και παράνομο κύριε WReich, με όλο τον σεβασμό απορώ πως εσείς, ο διοικητής της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας συστήματος δεν το γνωρίζεται αυτό.
Το ρυτιδιασμένο βλέμα του παχύσαρκου άντρα συνοφριώθηκε. Τα μάτια του έγιναν μικρά σαν κουμπότρυπες. Το πλατή του μέτωπο γέμισε λαδερές αυλακώσεις και το πάνω χείλος του εξαφανίστηκε μέσα σε μια έκφραση θυμού. Με μιά βαριά κίνηση η προγουλιασμένη παλάμη του έπεσε με δύναμη στο τραπέζι, προκαλόντας έναν ήχο σκασμένου μπαλονιού γεμάτο νερό.
Η Ελίζα για μια στιγμή έδειξε να χάνει το ουδέτερο ύφος της και γατζώθηκε στην καρέκλα.
- Κυρία Προύστ δεν θα μου υποδείξετε τη δουλεία μου.
Η φωνή του χαμήλωσε.
Είπατε πως δεν είχατε πρόβλημα με την υπηρεσία μου και καλό θα ήταν να μην αποκτήσεται τώρα. Η δεσπινής Ηλέκτρα Πάν συμετέχει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα της υπηρεσίας μας και ο νόμος επιβάλλει να γνωρίζουμε όλα όσα σχετίζονται με την διάθεση και τις κινήσεις της. Είναι πολύ σημαντικό, γιαυτό παρακαλώ να συνεργαστήτε για να μη χρονοτρυβήσουμε άλλο.
- Κύριε WReich η έρευνα σας είναι σεξουαλικού περιεχομένου;
- Κυρία Προύστ, μη δυσχερένετε άλλο τη θέση σας. Γνωρίζετε πολύ καλά πως η τύχη σας είναι στα χέρια μου.
Η ματιά της Ελίζας έπεσε πάνω στα πρισμένα απο το λύπος δάχτυλα του WReich, με τα μακρυά νύχια, το μανικιούρ που προσπαθούσε παράτονο να τους δόσει λίγο παραπάνω ύψος.
- Θα σας πώ ότι θέλετε, θέλετε τις σημειώσεις μου; Όλα τα στοιχεία που έχω συλλέξει, αφου αυτό επιβάλλει ο νόμος. Θα διαπιστώσετε πως η δεπινής Πάν είναι απλά μια πολυσεξουαλική γυναίκα με βιώσημη ψυχική υγεία, ακίνδυνη για τον μέσο πολίτη.
Δεν γνωρίζω ακόμα για κάποιον Ορέστη αλλα θα φροντίσω να σας ενημερώσω για ότι θελήσετε.
- Δέχριάζετε κυρία Προύστ, παρακολουθήστε απο δορυφόρο.
Η Ελίζα χαμογέλασε μηχανικά, για μια στιγμή. Ένιωθε μίσος για τον υποτακτικό και φιμομένο εαυτό της, περισότερο βλέποντας στο στώμα του WReich το όλον του συστήματος.
Ήθελε την ησυχία της, είχε ήδη δύο παιδιά για να την εξαντλίσουν και δεν θα έβαζε άλλον μπελά στο κεφάλι της. Ήθελε να συνεχίσει την πάνω του μετρίου ζωή της, στο ιατρείοτης, που συντηρούνταν καλά με το υπάρχον σύστημα.
Έτσι κι αλλίως δεν ένιωθε τίποτα για την Ηλέκτρα προστατευμένη πίσω απο το πρίσμα του παραφρασμένου όρκου της στον Ιπποκράτη.
Ναι είπε μέσα της, αυτό είναι το σωστό, να υπακούω στους ανώτερους, τουλάχιστο φαινομενικά.
Ούτε ήταν 16 χρονών πια για να σκεφτεί να πάρει μέρος σε μια τόσο άνιση μάχη. Δεν ήθελε όμως να καταπιέι μόνη της όλη αυτη την δουλικότητα που είχε δεχθεί απο τον διοικητή της Α.Π.Σ.
Αισθάνθηκε τον κατακρατημένο θυμό.
- Τιμή μου κύριε WReich να απασχολώ έναν απο τους πολύτιμους δορυφόρους σας
- Ελπίζω να μην είστε τόσο ηλίθια ώστε να αναφέρετε πουθενά την συνάντηση μας. Πηγαίνετε παρακαλώ.
Ο WReich ήταν ακόμα συγχισμένος απο αυτά που είχε ακούσει στο τηλεφώνημα με τον γενικό διευθηντή.
Ρίχνοντας μια τελευταία περιφρονιτική ματιά στην Ελίζα σκέφθηκε: «ανθρωπάκια»!
Πάτησε το κουμπί του μικροφώνου.
Συνοδεύστε την κυρία Προυστ πίσω στο ιατρείο της.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Μικρή μου ψυχοπλάνα

Θέλω οι ρυτίδες μου να είναι χαρούμενες, εννοώ να έχω γελάσει πολύ στη ζωή μου.
Να αγαπώ ασφαλέστατα.χα!

Αναδρομόντας «περί αγάπης» εγκόμια συναντώνται μόνο εκ θείας ομιλίας.
Με προβληματίζει τότε η ανθρώπινη προσέγγιση. Η ουσία να παραμένει ίδια όσο τα πρόσωπα κι αν αλλάζουν.
Η ανθρώπινη αγάπη, ατελής και φθήνουσα, ή προοδευτική, ακόμα και σταθερή κατ εξαίρεση. Είναι η πυξίδα, ο προσανατολισμός, ο μπούσουλας για την ευτυχία.
Ακόμα και ο πόνος που προκαλεί ώρες ώρες μπορεί στην ουσία να είναι ευχάριστος.

Granada


θυμάσαι τους δρόμους που περπατούσαμε πιασμένοι απ’το χέρι;
(foto by Era)

Στον πλανήτη Χάρτη

Εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού η μουσική ξεπηδούσε απο το δίπλα σπιτάκι γεμάτη ζωντάνια. Κι έστι απροσδώκητα με τράβηξε, σα σειρίνα, στο μπαλκόνι του, κι έπητα στο καθηστικό του.
Η παρέα των καλλιτεχνών κάτω απο των ήχο του φλαμένγκο πλημύριζε συναισθήματα.
Αυτός, καθόταν αμίλητος και παλόταν με τον ρυθμό. Μου φάνικε τόσο όμορφος, εξωτικός καθώς ήταν. Ταπινός, σαν εγωιστής, σαγίνευε με τα σφηκτά χαρακτιριστικά του, που στο κάθε χαμόγελο έδιναν φως περίσιο.
Η μελώδία απελευθερώνονταν στην ατμόσφαιρα κλείνοντας μας στην αγκαλιά της.
Το βλέμα μου τον ακολούθησε σαν σε ταξίδι πνευματικό στους καστανούς αμμόλοφους μιάς ερήμου. Ώσπου πέρασαν οι ώρες ευχάριστα ώς τον ύπνο.
Την επόμενη ημέρα η διάθεση μου ήταν καλύτερη. Ήταν η εποχή που έψαχνα, κι έβλεπα στα μάτια όλων θεραπευτές και εναλλακτρικές θεραπίες.
Προσδοκούσα την ίαση που θα εξισορροπούσε τον διπλό εαυτό μου , τον δυχασμένο απ’τις αποφάσεις μου.
Όπως είχα βρεί, η ασθένια μου ξεκινούσε απο το ανικανοποίητο και έφθανε στην αυτοκαταστροφή. Χωρίς βέβαια να είναι πολύ εμφανές.
Μετά απο 3 μέρες χώθηκα στην αγκαλιά του σαν πληγωμένο κουτάβι, συγκινημένη απο τους στοίχους του, να τον κρατώ δυνατά και να τον κοιτώ μέσα στα μάτια, τα ξένα αυτά μάτια , να βουτώ μέσα τους σαν απο τον πιό ψηλό μου βράχο.
- Σ’έχω ερωτευτεί σου είπα, μίλισες μέσα μου, δάκρισα για τον χαμένο έρωτα και θέλισα να στον δώσω.
- Η ζωή μου είναι μέσα σε μία φωτιά, δεν θέλω να κάψω κανέναν.
- Μα γιατί, αφου θέλω, σε θέλω, σου έχω παραδωθεί. Όλη μέρα περιμένω να πάει 7 το απόγευμα για να σε δώ.
- Είμαι ξένος, βασανισμένος σε φυλακιές, πολιτικός κρατούμενος, πολίτης χωρίς πατριδα.
- Έχεις δυό πόδια, δυο χέρια, είσαι δυνατός, γιατί με διώχνεις;
- σαγαπώ μα δε μπορώ να ερωτευτώ όπως εσύ. Τι θα γίνει μετά, σε 2 εβδομάδες θα φύγω.
- Δε το σκέφτομαι, σε θέλω, θέλω να σου δώσω τρυφερότητα, θέλω να σε γλύψω. Γιατί είσαι τόσο Μαλάκας; Απαίσιος βλάκας.
- Άσε με στην ήσυχία μου, πρέπει να λύσω τα προβλήματα μου.
- Προβληματικιέ!
Κι έτσι μαράζωσα και σε είδα άσχημο και γκέη και με κοιλιά και κίτρινα δόντια, με μικρό πουλί και πεταχτά αυτιά.
Μα να το ξέρεις, το χειμώνα θα ρθώ να σε βρώ, να σε δέσω σε ένα δωμάτιο και να σε πηδάω με τα προφυλακτικά που περίσεψαν απο αυτά που σου πήρα.

Γουστάρω γαμώτο

Προστατέψου
Μπροστά τρέψου

Στραβοί στον Αγ.Παντελεήμονα
Ελεήμονα λύπη σε ζύγωνα
Αφού κατείχες απο μαθηματικά
Βγάλαμε το αζιμούθιο.

Βρησκόμαστε στο σημείο G R 36.000 N K 8.000
Μα τώρα που το πά φοβάμαι μην έρθει κανένας ανόμαλος.
Θυμάσαι τι έλεγε ο παπούς;
Κάλιο μόνος παρά με κακή παρέα.

Γουστάρω γαμώτο, να την πέσω μαζί σου, έτσι Δαρβινικά
Ανατομικά αλα Λεονάρντο Νταβίντσι.
Κάπως να γίνουμε μοχλός, άψυχα όντα!
Αυτοκαταστροφή με οδηγό το ανικανοποίητο.

Χριστέ Μου!

Πουτάνα, πουλίσου στον τίποτα
Το αγαπάς το Υπό. Γιατι βρίζεις;
Φοβάμαι τον ανόμαλο
Βιάζομαι κάθε στιγμή με την φαντασία.

Ναι ωρέ χαζό, λες και δεν το ξέρεις.

(αφιερωμένο στον παπού του Ντάνιελ)

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Στο βουνό

Σε προσκάλεσα απο την πόλη του Κάδμου να ρθείς να με πας κάπου κοντά βόλτα.
Δε μου χαλάς χατίρι ποτέ γιατί μ’αρέσει το ΝΑΙ.
Είχαμε πάρει τα βούνα και τα όρη. Πότε περνούσαμε μέσα απο τις στοές των ελάτων και πότε το τοπίο ανοίγονταν άγριο στους απόκριμνους βράχους.
Ξεκίνησα με διάθεση να χαθώ στους στενούς δρόμους. Ήθελα να τραβήξουμε πρώτα Βόρεια και μετά Ανατολικά, μα λίγο πιο πάνω και θα φτάναμε Καρπενήσι!
Στη Χόμορη ρώτησα, ο παππούς έδειχνε κολλημένος στο ανοιχτό μπουστο μου.
- γειά χαρά θείο, χαθήκαμε. Πάμε στην Άνω Χώρα.
- Έχετε ανέβ πλύ, θα γυρστε πίσ στου πουταμ δυου φρές αριστρά
...
Μπήκαμε στον χωματόδρομο, το χέρι μου γλύστρισε στα κουμπιά του παντελονιού σου και το εσώρουχό σου έσταζε, υδρώτα και υγρά.
- Σταμάτα, πώς μπορείς και οδηγάς;
- Δε με ξέρεις, τρελή.
Ο δρόμος είχε πέτρες και κάτω ξεχύνονταν ο γκρεμός.
- Πώς όδηγας;
Φτάσαμε στα πρώτα σπίτια , πέντε ήταν όλα όλα, στον Πόδο, πάνω στην αποκορύφωση του έρωτα, βογγούσα με τα παράθυρα ανοιχτά, κι εσύ συνέχιζες να οδηγάς και να τραβάς την κλειτορίδα μου. Το κεφάλι μου ήταν ανάμεσα στα δύο καθήσματα και κοιτούσα την οροφή του αυτοκινήτου και τα έλατα, πότε πότε, καθώς χανόμουν-επανερχόμουν και ξαναέρρεες μέσα μου.
Πολύ μου άρεσε η ορινή Ναυπακτία!

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Ο θόλος και το χάπι

Ο θόλος της αποικείας ήταν ο τελευταίος, ο πιο απομακρυσμένος δορυφόρος του Ηλίου μας. Ήταν ένα τέχνιμα σε τροχιά 2500 ετών με δυσδιάκρητο συμπαντικό μέγεθος, ακόμα και απο τα πιο ανώτερα είδη.
Το μαγνιτικό χάπι έδινε την δυνατότητα στους άποικους να έλκονται και να βρήσκονται στη ΓΗ με μια πτώση διαρκίας μόλις 10 λεπτών.
Όμως τα τελευταία δυό χιλιάδες τόσα χρόνια, μετά την εμφάνηση του Χριστού, κανείς δεν το προτιμούσε για διασκέδαση. Άλλωστε, η φθορά που προκαλούσαν μερικές ώρες επίσκεψης, είχαν σημαντικό και πολύ ακριβό αντίτιμο για την φυσική αλήθεια.
Μα, για τον Ορέστη δεν ήταν έστι, είχε αποστολή, ένιωθε ξεχωριστός για αυτή την δοκιμασία, ευγνώμον για την ιστεροφημία που θα τον ταξίδευε στους ανθρώπινους αιώνες, τυχερός που θα βίωνε την ανώτερη ένωση, την πλατωνική τελιώτητα, το κούμπωμα των δύο πλευρών.

Κωδικός Ορέστης


Ο WReih κοιτούσε τα σμιχτά μπούτια του που ξεχίνονταν σε όλη την πολιθρόνα.
Τα λυπαρά χέρια του χούφτωσαν το ακουστικό του τηλεφώνου που χτυπούσε.
...
- Κύριε διευθηντά σας διαβεβαιώ, πρόκηται περι παρεξηγήσεως.
- ...
- Μάλιστα , το γνώριζε η υπηρεσία.
- Η «F00» παρακολουθήται
- ...
- Ναι Κύριε, και η γιατρός, είναι όλα υπο έλενχο, θέμα Χρόνου.
- ...
- Ναι γνωρίζω, πρέπει πρώτα να μας οδηγήσει στο υλικό
- ...
- Μάλιστα, σε επιφυλακή
- ...
- Βεβαίως, χαίρεται.

Ο Ορέστης είχε μεγαλώσει σε εργαστιριακές συνθήκες. Η έλειψη βαρύτητας διατηρούσε σφριγιλό το κορμί του. Ήταν καιρό τώρα άντρας με πιεσμένη τεστοστερόνη. Οι γυαλιστερές μαύρες τρίχες που κάλυπταν το ανεπτυγμένο κορμί του ήταν το μόνο σημάδι ενηλικίωσης στο μωρουδίακό και άσπηλο απο την ατμοσφαιρική πίεση δέρμα του.
Είχε γυμναστεί και παιδαγωγηθεί απο τους ευφιέστερους του ανθρώπινου είδους. Απο τον μακρυνό θόλο της αποικίας γνώριζε για κάθε τι πάνω στη γή. Στα 255 χρόνια της ζωής του είχε δεί χιλιάδες ώρες ντοκουμέντα απο τα πολυμέσα στην αίθουσα των εξομοιωτών θρόνων. Τα βαθυγάλαζα μάτια του που ανοίγωνταν μεγάλα κάτω απο τις ελαφριές μπούκλες της κόμης του λαχταρούσαν να δούν την ηλέκτρα.
Γνώριζε την αποστολή του και περίμενε ευλαβικά για την ώρα. Η στιγμή που θα επισκεπτώταν την ΓΗ πλησίαζε.
Η έκφραση του είχε μια γαλήνια ευτυχία κι ας ήξερε ότι μετά το μαγνιτικό του ταξίδι η ζωή του θα συμπιέζονταν και θα φθήρονταν σύντομα απο το γίηνο περιβάλλον.
Σχεδόν αγωνιούσε για να γνωρίσει την έννοια της διαφοράς του θεικού απο το ανθρώπινο, που τόσο καλά κανείς δεν μπορούσε να του μεταδώσει. Ούτε κάν οι πιο σεβαστοί γέροντες , ο παπούς Αριστοτέλης, ο Σωκράτης, ο Αρχιμύδης, που σχεδίασε καιτην απογίωση του πλανήτη τους. Κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια στην μακρυνή τους πατρίδα. Ο θόλος τους περιστρέφόταν αδιάκοπα αποδεικνίοντας στο νου τους πως ξεπέρασαν τον θεό.
.
Στην ΓΗ συνέβαινε σχεδόν το αντίθετο και οι άνθρωποι έδιχναν ικανοί μόνο να καταστρέφουν τους πόρους που μπορούσαν να τους οδηγήσουν στην θεοποίηση.

Πολλά τα αρνητικά πρόσιμα στις ψυχές τους, του είχε πεί σε έναν περίπατο ο Αριστοτέλης. «δε μπόρεσα παιδί μου να κάνω πολλά ώστε να το ανατρέψω τα χρόνια που ήμουν εκεί. Γιαυτό ήρθα στην αποικεία Ορέστη, για να έρθει η στιγμή να γεννηθείς εσύ και να πατίσεις το κουμπί την κατάλληλη ώρα.

Ο Ορέστης.
Ναι, αναπολούσε και ευραίνοταν.
Σηκώθηκε και με γοργά βήματα πήγε προς τον εξομοιωτή του. Ήθελε να δεί την αγαπημένη του Ηλέκτρα. Να ταξιδέψει στο μέλλον για να της δώσει μια αγκαλία και ένα φιλί.

Ηλέκτρα, το κλειδί


Αυτή η αλήθεια που είχε δει οτι γνώριζε τι ήταν; Τι ήταν αυτός ο θόλος που αιωρούταν στο διάστημα σα διαυγής φούσκα με τον μικρόκοσμο μέσα της; Τους ανθρώπους σε άτομα που έμιαζαν με τα αγάλματα στο αρχαιολογικό μουσείο; Μιλούσε μαζί τους κι ας ήθελε απο φόβο να κλέισει τα αυτιά και να φάει την τσιχλόφουσκα με γευση ανθρώπου. Στιφή, γλυκή και γλυφή.
Άραγε θα μπορούσε να γίνει τόσο μικρή και να κινηθεί στο μέσα ενός ανθρώπινου εγκεφάλου; Ποιού ανθρώπου όμως; Δεν ήξερε. Ήταν η αλήθεια κλειδωμένη θαρείς μέσα της, να την έχει μα να μη μπορεί να την ανοίξει. Να ναι το κλειδί μια χημική ένωση που να πρέπει να την συνθέσει.

(Μυστικό: ο Ορέστης Ξέρει πολλά)

Η Ηλέκτρα μπορούσε να δεί το μέλλον, μα δεν ήθελε. Τα οράματα της ήταν ανιαρά πια. Η ζωή κυλούσε και η γή γυρνούσε αργά και ανεπαίσθητα. Οί συστολές και οι διαστολές της δεν θα έφερναν ουσιαστική αλλαγή στην ανικανοποίητη κυριαρχία του ανθρώπου. Μερικά νούμερα θα ανέβαζαν τους δίκτες της μόλυνσης και των έμμεσων συνεπιών τους.
Η μαμά της θα ζούσε μέχρι την δική της εμυνόπαυσης και ο μπαμπάς εκει γύρω. Θα πέθαιναν μόνο όταν ο θάνατος θα αχνοφένοταν και στην δική της πόρτα, σαν παρατημένο μωρό απο λαθραία μάνα. Για να το πάρει στην αγκαλιά της και να το μεγαλώσει.
-Εη.
Πόσο τυχαιροί είμαστε που δεν ξέρουμε πως είναι να πεθαίνεις. Γιατι δεν είναι, κατα κανόνα, καθόλου ευχάριστο θέμα.
-Σκανδαλώδες.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Τρικ(οι)μισμένο «Χ»

«όποιος κερνάει τη ζωή αυτός τη σεργιανάει»
ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ
..αν έχω κάτι άλλο να προσφέρω πέραν της ταραχής..
Ίσως ένα μυθιστόρημα μιας διχασμένης προσωπικότητας που αγαπά και ερωτεύεται σα ζώο, σα σκύλος που γλείφει στο πάτωμα τα τελευταία ψίχουλα της φόλας και ξερνά με ηδονική ευχαρίστηση.
Ένα μυθιστόρημα για εκείνα τα παιδιά, τα μωρά που πέθαναν αβάφτιστα και ζουν στο μεταίχμιο της κόλασης και του παραδείσου περιμένοντας να αλλάξει το καθεστώς του θεού, τόσα χρόνια, που ξέχασαν αυτή τους την προσδοκία και την έχουν καταβρεί στη αιώρα τους, μόνο τσακώνονται με όσους την αποζητούν και τη θυμούνται.

Στη διπλή μου αιώρα

Εναρμονίστικαν τα σώματα μας.
παλινδρομούσαν και πάλονταν
ώσπου γίναν συγκοινωνούντα δοχεία
ισόρροπα ώρα
πάνω στην διπλή μου αιώρα.

ο φανταστικός μου υπεράνθρωπος

να μπορείς να διαλέξει τα πάντα
και να μη μπορείς να διαλέξεις το
«ΝΑΙ»

Πόλεμος είναι οι σχέσεις;
Πάλεμα, πάλομαι, πάλη.

Έτσι κι αλλιώς πάλι.

ΙΣΟΜΕΡΑ


Αστροναύτες στον κόσμο του κύκλου
παράγωντας πολιτισμούς Χίμερας.
Σαχμέτ, τι συμβαίνει στον Ρα;
εικοσιέξι έτη φωτός σήμερα.
εξαφανισμένη αγάπη μου
Α.Τ.Υ.Α. χωρίς αιτία