Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Δε μπορώ να το πιστέψω

 Τη θάψαμε. Βάλαμε μιά φωτιά και κάψαμε τα πράγματά της. Ήταν όλα μέσα στα υγρά και στα αίματα. Προσπαθώ να μη κάνω συνδιασμούς και σκέψεις για κατάρες με σκυλιά. Αύριο το πρωί θα ξυπνήσω και σίγουρα θα την ψάχνω. Και αύριο και μεθαύριο και δε ξέρω κι εγώ για πόσο ο εγκέφαλός μου θα αρνήται να το χονέψει. Ακόμα και για άνθρωπο δε θα με πείραζε τόσο. Τα κουταβάκια πιάσαν το κόλπο με το μπιμπερό και έχω ελπίδες. Είναι και τα δύο αρσενικά! Βάζω ξυπνητίρι μέσα στη νύχτα να τους δώσω γάλα και να τους φρεσκάρω τη θερμοφόρα. Το ένα είναι πανέξυπνο. Με το καλό θα δώσουμε ονόματα. Λάζαρος; Άδης; Φαίδρος; Θαλής; Γουίλυ; Τσάρλυ; Αρθούρος; Ναπολεό; θα δούμε...

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Lost bucks in wings ή Οι πλάτες του χαμένες στα φτερά

 

Ο άνθρωπος ανεμόμυλος 

με τους μοχλούς και τις τροχαλίες


Φυσούσε τη γύρη απ΄ τις ελιές

Κιτρίνιζε την άμμος στις ακτές

 

Βγαίνει από τον ανεμόμυλο. Μένει άνθρωπος

Η τουρμπίνα μένει τουρμπίνα


Ο άνθρωπος ανεμόμυλος νιώθει μόνος

ο άνθρωπος ανεμόμυλος νιώθει χαμένος χώρος

 


 


Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

μαγκές κάζα ρομάτζα

 


Αδιάγνωστος άγιος στο α' στρώμα τοιχογραφίας



Βήτα γάμα δέλτα στην ομιλία του σώματος



Σχηματισμοί πάνω σε συμπλέγματα σμήνους



-Βρίσε- ταπείνωσε με ηθική κι ωραίο τρόπο 


 

Σε θέλω. Είναι δράση για το περιβάλλον




( photos by me / στην αυλή του Θεατροχαράκτη )


Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Αδιάλυτο στοιχείο ( ανάποδο σονέτο )

 


Ακόμα υπάρχουνε τα αστέρια

Είναι καλά. Απλά είναι καλά

Δυνατά έχω πόδια και χέρια

 

Είναι καλά. Απλά είναι καλά

Μακριά βλέπω την πόλη. Κι είν’

όλα γύρω μου αγνά και ζωντανά

 

Λίγο θα τρέξω να μαζέψω ελεύθερα αγαθά

Θα νιώσω ότι νιώσω δίχως δεύτερη σκέψη

Εδώ είναι η καρδιά μου φτερωτή αγκαλιά

Όποιος τη χαίρεται μαζί μου έχει πιστέψει

 

Έχει νεράιδες ξωτικά. Θα είναι καλά απλά καλά.

Θα ζω τις μέρες με τον τρόπο που έχω διαλέξει

Μακριά απ’ την πόλη, από τους ανθρώπους της

Καθάρια μάτια στον ορίζοντα έχω στρέψει.




(  photo art blackout poetry )




Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Νινγκισντίζα ( ή στη γλώσσα μας No6 )

 


Είμαστε τα φίδια στο Κηρύκειο του Ερμή. Ξάφνου μέσα από ημιτελείς σκέψεις ξεπηδά και σαν λόγχη με λογχίζει μια δαιμονική σύλληψη όπως σχίστηκε η γης υποσχόμενη έναν κοίλο παράδεισο υποχθόνιο. Για όσους οι εμπειρίες τους περνάν σε μια διάσταση πέρα από τα αποδεκτά. Κράταγα έναν στυλό μπηγμένο στην καρωτίδα σου σε μια λίμνη αίματος έπηζε κολλούσε και έβαφε. Με έχει μουσκέψει μέχρι το πιο βαθύ σημείο του ερεθισμού μου καυτό γάργαρο αίμα.

Πριν λίγο είχα ευχηθεί να  νιώσουμε ότι μπορούμε τα πάντα μαζί. Υπέροχα.  Δε θυμάμαι πως έφτασα μέχρι εκεί. Πρωτότυπα. Ήμουν πολύ ερεθισμένη. Με τη ζαλισμένη διαύγεια της ικανοποίησης  σε κάρφωνα κι άδειαζα. Ύστερα έμεινε ακόμα πιο ανικανοποίητο. Πρέπει να έχεις τα κότσια για να ικανοποιήσεις οριστικά μια γυναίκα. Εγώ τα έχω. Της μπήγω ένα στυλό στην καρωτίδα. Με τελετουργικό φαλλικής λατρείας σε σκοτώνω. Αδειάζοντας σου σπασμούς. Σπάζοντας την ταπεινότητα που προσδίδει η λατρεία. Έτσι σε μια στιγμή ανακαλύπτεις ξάφνου ότι μπορείς να σκοτώσεις άνθρωπο. Συνειδητά αδειάζεις και μένεις ακόμα πιο ανικανοποίητος. Νιώθεις πως έχεις περάσει σε άλλο επίπεδο. Νιώθεις πως πολεμάς τη μοίρα. Θεώνεσαι μέχρι που.    

Είχε έναν εραστή όταν τη γνώρισα. Έχει κάποιον εραστή. Συναντηθήκαμε σε έναν πυθμένα μετουσίωσης που απιστούν στον φαλλικό θεό τους. Βάλε να πιούμε μπράντι. Είπε πως είναι ο ορός της αλήθειας. Τα σώματά μας έσταξαν έρωτα. Έβδομη απόσταξη. Δεν καταλαβαίνω γιατί όχι. Εμείς. Εδώ. Αδύνατο!

Φεύγω. Με αυτοκαταστρέφεις. Μένω να θέλω να σπαρτράς από έρωτα ή θάνατο. Όμως είναι τόσα μαζεμένα χάδια στα χέρια μου που δε μπορώ τίποτα να πιάσω. Ζητώ να γευτώ το πειστήριο. Το κάτω χείλος μου σέρνεται πάνω σου όπως τα πέπλα της μάγισσας Νύμφης στα νερά. Σταμάτα όμως να γαργαλιέσαι. Κόφ’ το! Κι ας είναι η κεντρική αρτηρία.



( art blackout poetry )

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΦΙΛΙ

 

Το 'χω 
στο γραφείο πάνω
σε έναν δισκό 
και στο ξυρίζω
Αλλιώς θέλω
να μ' αφήσεις
με το κεφάλι σου
όλη μέρα να ασχοληθώ




 

( photo art by my / Νυχτερινή φωτογράφιση ΤΟ ΦΙΛΙ / με τα πιο πρησμένα  μάτια έβερ, ολική τύφλωση )

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Μίλησα πολύ (ή -για σένα- ηθικά Νικομάχεια και ξερό ψωμί)


 

Το αισθητό το μετέφερα.

Το ψυχικό το έκανα.

Το νοητό με έριξε σε πηγάδι

, μαζί με το φεγγάρι.

Από το επιθυμητικό και το θυμοειδές  

εσύ δε με θες

ούτε να ξέρεις τι κάνω.

 

Μίλησα πολύ.

 

Έκανα νοητό το αισθητό, με αίμα στη ψυχή.

Γυρίζω. Με αίμα πάνω στη ψυχή.

Σε νοητό από αισθητό και βγαίνω από την αρχή.  

 

Μίλησα πολύ.

 

Μίλησα σε αυτό που ως ερώμενο με κινεί.

Για το θάμπωμα και τη συγκλονιστική ηδονή.

 

Μίλησα πολύ.


 

Μίλησα ήδη πολύ.

Έκανα αισθητό το νοητό     με αίμα στη ψυχή.

Γυρίζω. Με αίμα πάνω στη ψυχή.

Σε νοητό από αισθητό βγαίνω από την αρχή.  

Και ήδη μίλησα πολύ.

Σε αυτό που ως ερώμενο με κινεί.

Για το θάμπωμα και τη συγκλονιστική ηδονή.

 

Μίλησα πάρα πολύ.

 

ΒΑΛΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΟΥΣΙΚΗ




( photos by Liv Antonis / αν βρω που πετάξανε την άλλη μπακέτα θα δεις)





Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Πρέπει να γίνω εφευρέτης ( ή στη γλώσσα μας no5 )

 


Καταλαβαίνεις τι έχει γίνει; Στα «δύο μέτρα», μέσα, χαμός στο ίσωμα. Πιο δις, μια φορά να αμαρτήσουμε φτάνει. Άσ’ τους ρε , αυτοί πεθαίνεις δίπλα τους και τους ενοχλείς κι όλας. Σε περιμένω στο ραντεβού. Κοιτάω τα νύχια μου, ανακατεύω τα μαλλιά μου, σκέφτομαι τα δικά σου. Το ποίημα, το ανέκδοτο, τη σταγόνα που δένει το γλυκό στο πρόσωπό σου λίμνες η άβυσσος κι εμείς το νησί μας στο πάτωμα σε φουσκοθαλασσιά κολλημένο πάνω στον ουρανό, του αυτοκινήτου. Ζαλίζομαι, κόβονται τα γόνατα, ανασαίνω βαριά. Σφυρίζουν πλοία γιά τρένα, ούτε λόγος για λογική. Μόνο πηλός όλη η Γη κι εσύ μια ορμή που με παίρνει και με σηκώνει, στην κορυφή. Ναι. Σου χαμογελάω, σκάνε λίγο τα δοντάκια και κλάματα, κλάματα καίνε, να γλιστράμε καλύτερα στα δέρματα. Θες; Όσο δεν απαντάς εσύ απαντώ εγώ για σένα, ότι θέλω.  Τι θέλω; Να είμαι αυτό που είμαι. Ξέρω τι είμαι για σένα. Κι εσύ ξέρεις κι ας λες ότι δεν έχεις παίξει ποτέ στο τσίρκο. Αγγούρια είμαστε. Σα τα παπούτσια ένα πράμα και τόσα χρόνια παίζουμε κουτσό. Κουράστηκα. Που έχουμε φτάσει; Πατάμε σε δυο βάρκες και τις καρφώνω «αλύπητα» να φτιάξουμε το καταμαράν. Γιατί είναι ίδιες ολόιδιες αυτές οι βάρκες. Αν αφαιρέσεις τη διακόσμηση δηλαδή θα το δεις.  Είμαι ο πρίγκιπάς σου και είσαι ο πρίγκιπάς μου ή είμαι η πριγκίπισσά σου και είσαι η πριγκίπισσά μου. Δεν ξέρω, αν τα ανακατέψουμε κάτι θα βγει. Ένα χταπόδι. Παραλλαγή.  Προσπαθώ να θυμηθώ ποια μέρα πηγαίνεις στη λαϊκή και να έρθω να στήσω καρτέρι απ’ έξω με ένα τόξο να! Θέλω να σε κλέψω. Πολύ με φτιάχνει αυτή η σκηνή. Σίγουρα το έχουμε κάνει σε μια άλλη ζωή γιατί όταν το σκέφτομαι ζω στον μεσαίωνα, πεθαίνω από ρομαντισμό. Τι ωραία! Πεθαίνω από ρομαντισμό στο μεσαίωνα. Αλλά πρέπει κάτι να βρω να γίνω ο πιο σύγχρονος εφευρέτης. Να βρω αυτό που θα σε φέρει κανονικά μπροστά μου. Χωρίς να σε φοβάμαι. Εννοείται πως σε φοβάμαι, σε τρέμω. Μάλλον όχι εσένα. Τα τριάντα εκατοστά μέχρι να φτάσω πάνω σου φοβάμαι. Αν καταφέρω να φτάσω, μετά, έχω μια σιγουριά για το μετά, πως, αυτό θα με φάει.



( photos by me / καθώς πετάγομαι από τον ύπνο )



Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

-Ανατινάζονται σα- Χάρτινα

 




Τα όνειρά μου είναι αποθήκες

που τις γεμίζω εκρηκτικά –και-

δένω γύρω από την καρδιά μου

χιλιόμετρα φιτίλια αργά.

 

Δίπλα μου καίγετε η ζωή μου 

εγώ έχω βγει στη γύρα για φωτιά

δεμένη είναι η καρδιά μου

χιλιόμετρα φιτίλια υγρά.

 

Τα όνειρά μου αποθήκες

γεμάτες με εκρηκτικά

δίπλα να καίγεται η ζωή μου

-και- εγώ να ψάχνω Τη φωτιά.



( art blackout poetry )

Σκέψου το καλά

 


Να σου πω έναν γρίφο;


Άμα αύριο δεν μου δώσεις αυτό που θέλω

μεθαύριο κάτι καινούριο δικό σου θα πάει τιμωρία.


Το ξέρω πως αυτό δεν είναι γρίφος..


Αλλά είναι κάτι που πρέπει να το σκεφτείς καλά.





( art Hρακλής - guest star Νέδα , το σπίτι )


Πες μου τα ποιήματά σου να σου πω ποιος είσαι

 Μου λέει ο αστερίας του Ήλιου (συγνώμη, το έχω λίγο μοντάρει το κείμενο, τα ανορθόγραφα είναι όλα εντάξει)

 «Πόσοι απ`τους καλλιτέχνες του σήμερα κάνουν αυτό που κάνουν χωρίς να προσδοκούν την αναγνώριση, χωρίς να παίξουν (και αυτό είναι θέλεις δεν θέλεις)το παιχνίδι τονίζοντας ταπεινά και με προσεκτικές κινήσεις που κρύβουν το "Υπερεγώ" τους ,την αυθεντία της οπτικής τους και την υπεροχή της αισθητικής.
Τέχνη είναι μόνο αυτό που ανακαλύπτεις από τύχη, ξεκινάει δίχως άλλο σκοπό εκτός απ` την ίδια του την ύπαρξη.

Τέχνη είναι αυτό που σου αφήνει μισοξεχασμένες εσάνς να έρπουν στον υπόφυσή σου και να γιγαντώνουν ξαφνικά σαν καλοκαίρινά μπουρίνια χωρίς προειδοποίηση, τέχνη είναι να σιωπάς όταν δεν έχεις τίποτα να πεις, και όχι να διαγουμίζεις τα μυαλά των άλλων με τις δικές σου παρακρούσεις, τέχνη είναι ένας οχετός υπολημάτων το λη με ητα που σου μαγκώνει το μυαλό σαν μέγκενη και σε κρατά ακίνητο εκεί σ`αυτό που νομίζεις και ας είναι κάτι άλλο,

τέχνη είναι ότι θες να καταλάβεις και σου θυμιζει ακριβώς αυτή την αίσθηση που θυμάσαι από κάπου αλλά που σίγουρα δεν την έζησες ποτέ..

Τέχνη είσαι εσύ που με τόσο κόπο κρατιέσαι ενωμένη όταν όλο το σύμπαν σε διασχίζει..
Τέχνη είναι μια στιγμή δύναμης που σε αγγίξει απροσδόκητα όταν όλα τριγύρου σε κοιμίζουν..
Η τέχνη πρέπει να επικοινωνεί η απλώς αν συμβαίνει είναι τέχνη?


H τέχνη των περισσότερων χρησιμοποοιείται σαν φιλτρο επικοινωνίας γιατί μέσα από αυτή βρίσκεις τον συνάνθρωπό σου που την κατανοεί και συγχρονίζετε με τον κωδικά σου, άρα η τέχνη του σήμερα είναι περισσότερο μια ανάγκη επικοινωνιακού εγωισμού και αντίστασης στην μοναξιά.»

Κι εγώ λέω πως θέλω να σου φτιάχνω έργα να στα χαρίζω. Τι άλλο να σου δώσω καλύτερο;  Φτιάχνω και έργα για να ξεθυμάνω. Για να θυμάμαι. Μ’ αρέσει να περνάω χρόνο μαζί με το μοντέλο μου. Μούσα σε έχω να νιώθω τον κόσμο των ιδεών μαζί σου. Να καταγράφω ξόρκια. Να μονογράφω οράματα, όνειρα. Να σπρώχνω μέσα στην ποίηση την ψυχή μου και να νομίζω ότι σου δίνομαι στην ανώτερη μορφή. Κάνω τέχνη για να βρίσκομαι μαζί σου και να μας κοιτώ όπως ο νάρκισσος στον καθρέπτη της. Τάσσομαι στην τέχνη γιατί έχουμε πόλεμο και είναι το όπλο που έχω. Κάνω τέχνη γιατί έχουμε γιορτή και το καλύτερο δώρο. Γράφω ποιήματα για να βλέπω τι είμαι και που πάω.  

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Ακραία καιρικά φαινόμενα ή στη γλώσσα σου no4

 


Ακραία καιρικά φαινόμενα έρχονται στις έντεκα. Στις δώδεκα περιμένω το φάντασμα. Θα έρθει σίγουρα, δε μασάσει. Του έχω μαγειρέψει τις μούσες. Κοκκινιστές, τι ρωτάς, εννοείται κοκκινιστές. Την καλύτερη μου την έχω βάλει στο φούρνο. Χαλασμένος είναι, τον έχω για ντουλάπι. Αυτή η μούσα είναι μόνο για μένα. θα την φάω μια άλλη μέρα. Μόνη μου. Το ξέρω ότι δε τρώγεται ρε. Πίνεται, αυτός είναι ο σωστός όρος. Και δεν κάνω πλάκα. Κάθε βράδυ σπρώχνει την ταφόπλακα και στις δώδεκα ακριβώς μου’ ρχεται ταμπλάς. Βαθιά μέσα μου θέλω να το ξεφορτωθώ αλλά δεν έχω βρει πώς να το φορτώσω μέχρι εκεί. Μετά θα το τουμπάρω. Τα έχω δοκιμάσει όλα, εκτός από αυτή. Δεν είναι άνθρωπος, κατάσταση είναι, γι’ αυτό λέω αυτή. Είναι πνευματώδης κι απρόσιτη, ντίβα που κάνει τα κέφια της. Ξεχειλίζει. Τα χείλη της κλείνει και ξεχειλίζει ένα ψυχόφως αιθερόστικτο μυριστικό. Μυστήριος είναι. Με μεθάει πεθυμιά. Μεταοργασμική άμπωτη σε χάδια φρεσκολουσμένης ευχαρίστησης. Χαμόγελα που δαγκώνουν. Μιλφέυ με λιωμένο καϊμάκι κι αλμυρή μαστίχα. Μηλόπιτα με κρυστάλλους, σε σχήμα βεντάλιας. Η σούπα μου κόλλησε και την έχωσα ως ψάρι σελινότο καζάν ντιπί. Σώθηκα. Επίτηδες το έκανα γιατί δεν του αρέσουν οι σούπες. Δε σ’ αρέσουν. Σ’ αρέσουν; Τι δηλαδή επειδή σε κάποια φάση είπες κάτι εσύ θα το πάρω εγώ για μοτίβο; Εγώ όλα ανοιχτά. Ήρθε. Παίζουμε το Σάιμον σεζ και το κάνε ότι κάνω. Ο Σάιμον λέει κάνε ότι κάνω. Πιάνω τα χέρια του, τα δαγκώνω. Αέρας. Τα βάζω στο.. να τα βάλω. Άντε. Τα βάζω στα μάγουλα και τα αυτιά. Βροντές. Με Θες. Με Θες; Αστραπές. Καταιγίδα, μπόρες με χοντρές στάλες. Θύελλα. Έρχεσαι. Έρχομαι. Ήρθαμε για να μείνουμε. Έρχεται μήνυμα από το 112. «Μείνετε ασφαλείς. Ακραία καιρικά φαινόμενα στην περιοχή σας. Ξεκινάν στις 23:00. Αποφύγετε τα υπόγεια. Αποφύγετε τις άσκοπες μετακινήσεις.» Σε δυό ώρες είμαι εκεί.     


( Art black out poetry )

Κρεμάλα



Σε σκηνή σκοτεινή πάλι έχω βγει 

για να παίξω την πράξη που αιωρούμαι 

με τη στύση του κρεμασμένου.

 

Τη σωστή λέξη δε βρήκα να πω.

Χάνω τα γράμματα όλα 

κι ανάβει η φωτιά.


Με έχει πάρει αγκαλιά 

με χαϊδεύουνε πύρινες γλώσσες 

Σφίγγω τα μάτια 

τα χέρια κάνω γροθιά


Ώρα είναι που συσπάται η σπηλιά

και γύρω μου πέφτει

από καύτρες μια μπόρα.


Θεέ μου, αγαπώ.

Συγχώρεσε τα μου όλα.














 



 

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Φιλοσοφία δίψας

 

Αναφέρεται στα ηθικά από τον Επίκουρο

η ύψιστη ηδονή πως είναι σ' άνθρωπο 

πολύ διψασμένο να προσφέρεται νερό.

Ακόμα συνηθίζεται ως φράση λαϊκής σοφίας

για τους στριμμένους ανθρώπους να λέμε

αυτός δε δίνει ούτε του αγγέλου του νερό.

Κι εγώ, διψώ. Διψώ τόσο που 

μπορεί και να έχω παραισθήσεις πως 

σκάβοντας την πληγή τρέχει το λάλων ύδωρ.  



Υποσχέθηκα στον κολλητό μου



Συναντηθήκαμε πάλι. Αυτή τη φορά δεν της μίλησα. Χαμογέλασα μόνο και πήγα κι έκατσα στην ακριβώς απέναντι πλευρά μακρυά. Ήθελα να παρατηρήσω αν είναι όντως η κατάλληλη για να συνεχίσει την ιστορία μας όσο θα λείπεις. Εσύ μπορεί να θέλεις να λείπεις για πάρα πολύ καιρό. 

Μπορεί να είμαστε ένα πρόσωπο που συνέχιζε μια άλλη ιστορία. Ή να ήμασταν το πρόσωπο που αλλάζοντας συνεχίζει την ιστορία από εκεί που έχει μείνει κάθε φορά.Μετά από λίγο κανείς δε προσέχει αυτή τη διαφορά. Λες και το ξέρουμε από την αρχή. Φροντίζουμε με κόπο να αποπροσωποποιούμε, να χρησιμοποιούμε σύμβολα διαχρονικά. Να το ορίζουμε μέσα μας. Όλο το παιχνίδι είναι να καταφέρουμε να ενσωματώσουμε τα στοιχεία στην ιστορία. Αλίμονο αν ξέρουν οι άλλοι τι είμαστε τελικά. Αν είναι δυνατόν να μην έχουν τίποτα στα χέρια τους δικό μας. Να μπορούμε να τους λέμε, τάχαμου πολύ εμπιστευτικά, ότι είμαστε ακόμα παρθένες.

Ο μικρόκοσμος του κάθε ανθρώπου είναι πολύ μικρός. Κάποιες φορές δε του φτάνει. Μπαίνει μέσα στα κενά των άλλων αλλά εκεί μένει ίδιος κι απαράλλαχτος. Είναι βέβαια και κάποιοι που θέλουν να μοιράζονται τον εαυτό τους.  Δεν ξέρω, είναι; Ή μήπως μοιραζόμαστε κενά. Κι αυτοί που θέλουν απλά να τον δείχνουν; Τον εαυτό τους δείχνουν ή αυτόν που θέλουν για εαυτό τους; Αυτό που θέλουν να είναι. Πες μου. Σε ρωτάω; 

Η ιστορία θα συνεχίσει. Η γυναίκα που είδα είναι ότι πρέπει. Φαίνεται τελείως στον κόσμο της. Σα να αδιαφορεί ή σα να ντρέπεται τόσο πολύ ώστε να της τρων αιωνίως την σειρά της. Έκανα κι εγώ πως χαζεύω γύρω γύρω και την παρατηρώ. Είναι περιποιημένη, μοιάζει να ασχολήθηκε ώρα με τις λεπτομέρειες πάνω της. Κάθεται παράμερα σε απόσταση από τους άλλους. Μοιάζει όμως πως βαριέται λίγο εδώ και να θέλει απλά να τελειώνει με την διαδικασία που κάνουμε όλοι εδώ για να φύγει. Κάτι μου λέει όμως και πως δε θέλει να γυρίσει εκεί από όπου την περιμένουν, γι’ αυτό και αφήνει συνέχεια να της παίρνουν την σειρά της. Είναι απίθανο το ότι το κάνει για να μου δίνει λίγο περισσότερο χρόνο να την παρατηρώ.

Θέλω να της πιάσω κουβέντα. Να της πω ότι μ' αρέσει να ζω μαζί της. Ότι συνθέτω μια ιστορία που πρωταγωνιστεί. Όμως ορκίστηκα να μην κάνω τα ίδια λάθη. Δε λέγονται αυτά τα πράγματα. Οι άνθρωποι φρικάρουν με κάτι τέτοια, δεν καταλαβαίνουν ότι είναι τα πρόσωπα που συνθέτουν μια ιστορία. Νομίζουν ότι είναι δικιά τους. Ότι είναι τα κλειδιά. Ναι, είναι τα κλειδιά αλλά, είπαμε, αυτές οι ιστορίες γίνονται όπως σε διάρρηξη. Δε πρέπει να μένει πίσω τίποτα ενοχοποιητικό. Γιατί τα κλειδιά έχουν γίνει πια με δακτυλικό αποτύπωμα  και οι "εκατόχειρες" είναι επικηρυγμένοι.

Μια μέρα θα της πάω τελειωμένο το έργο. Ακόμα κι αν χρειαστεί σε όλες τις σκηνές να βρίσκω να την ντουμπλάρω. Ξέρεις, είναι και που θα τρελαθώ αν μου πάθει κάτι. Αυτή θέλω να στέκει αγέρωχη, όπως ποζάρει εδώ τώρα μπροστά μου για τους κεντρικούς τίτλους. Κι ένα χορευτικό από αθέατους αλγόριθμους σχηματίζει την ομορφιά της.

Αν με πάρει χαμπάρι τι θα κάνω; Κανείς δεν βλέπει αυτό που βλέπω. Αν καταλάβει πάλι κάτι θα πω χαλάλι. Θα κοιταχτούμε στα μάτια. Της προτείνω να γράψουμε την ιστορία μαζί.  Συμφωνεί. Τώρα γίναμε ένας τρίτος χαρακτήρας που μας κάνει τον αφηγητή. Ας το κρατήσουμε καλύτερα έτσι.   


      ( art Digital Blasphemy )

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

στην εξελιγμένη του διάσταση

 


Την έχω βάλει στο μάτι εδώ και κάτι αιώνες. Από το σχολείο. Όντας η πιο όμορφη και ιδιαίτερη, την ήθελαν όλοι και κανείς δε μπορούσε να την πλησιάσει. Ποτέ δεν την είδα να βγαίνει ανοιχτά με κάποιον. Από εκεί συμπέρανα πως πρέπει να είναι πολύ εσωστρεφής και κρυψίνους. Αντίθετα από εμένα που ηδονίζομαι όταν λέω τα πράγματα που δε λέγονται. Ή όταν περιτριγυρίζομαι από ανθρωπάκια που κοιτάν χαμηλοβλεπούστικα, όπως το λέω, τη βρίσκω να γίνομαι επιδειξίας.

Δεν έτυχε να έχουμε ποτέ φιλία. Είναι μεγαλύτερή μου. Μετά από αρκετά χρόνια επέστρεψε με το πτυχίο της από το πανεπιστήμιο και άνοιξε ένα γραφείο. Πάλι δεν πατάει κανείς τόσο ιδιότροπη που είναι. Διάφοροι «μύθοι» γυρίζουν όμως γύρω από το όνομά της. Οι κουτσομπόλες λένε ότι την είχαν πιάσει στην μεγάλη πόλη με άλλες κι άλλους σε ένα σπίτι οργίων. Λέγανε πως την είχαν δει να βγαίνει πολλές φορές στις τρείς τα ξημερώματα από την εκκλησία του παπά που λένε πως πηγαίνει κρυφά με τις μισές γυναίκες της μικρής μου πόλης. Λένε διάφορα οι κουτσομπόλες γι’ αυτή, πράγματα που με διεγείρουν απίστευτα.

Αν είναι κάτι από αυτά αλήθεια το ενδιαφέρον μου εκτοξεύεται. Γιατί αν υπάρχει μια πιθανότητα ένα πλάσμα τόσο μπερδεμένο ερωτικά να ξεμπερδευτεί πάνω μου και να δει έστω μια στιγμή μόνο ένα, αυτό θα σημαίνει πραγματική έκρηξη! Όταν τα χίλια πρόσωπα γίνονται ένα η ερωτική δύναμη γίνεται σαρωτική, τρομερή, φρικτή. Λούζεσαι με την αστρική καταιγίδα. Ποτάμι από λάβα σε παρασύρει. Ένδοξη τραγική λύτρωση. Δεν υπάρχει κάτι ποιο ωραίο και πιο έντονο να ζήσει ο άνθρωπος από αυτή την ελεύθερη πτώση. Το ξέρω γιατί έτσι είμαι. Ευχαριστιέμαι να ζω τις θεομηνίες.

Πριν λίγα χρόνια παντρεύτηκε έναν μετανάστη. Καθόλου όμορφο, σε σχέση με αυτή. Αυτή είναι θεά! Εγώ είμαι η ομορφιά που της ταιριάζει. Έχουν κι ένα παιδάκι. Παιδάκι αυτή παιδάκι κι εγώ, με «εργάτη» αυτή, με «εργάτη» κι εγώ. Αποκτήσαμε κοινά και τη βλέπω. Της λέω κουφά πράγματα για να με θυμάται. Πράγματα μυστήρια μήπως και τα καταφέρω να τα σκέφτεται και όταν φεύγω. Τρέχω το μυαλό μου χιλιάδες στροφές προς τα μέσα , σαν τρυπάνι για να μπορέσει το κεντρί μου να μπει.

Την θέλω, σαν προσωπικότητα. Η απρόσιτη ομορφιά της κάνει τον κόσμο μου γύρω της να μοιάζει με παραμύθι. Να είναι λες και ο κόσμος περνάει αυτοστιγμή από μια πύλη στην εξελιγμένη του διάσταση. Σε ένα παράξενο κλέος με ασύλληπτη πηγή. Σαν τα βάθη του ψυχισμού να στολίζονται με  το φεγγαρίσιο χαμόγελο και αμέτρητα λαμπερά άπιαστα σημεία όπως ο νυχτερινός ουρανός.

Είναι η φιγούρα που ζωντανεύει τη νεκρή μου φύση. Δεν επιτρέπω να εστιάσω το στήθος της. Αν το κάνω αυτό θα τα χάσω. Τα λιγούρια κοιτάνε κόλους. Εγώ μαζί της μου επιτρέπω να ξεπέφτω κοιτώντας τους αστραγάλους της. Να ανεβαίνω μόνο, να βουτάω στα μάτια. Να θαυμάζω τα αυτιά της, το μέτωπο, στα χείλη της, ναι, όταν δε μιλάει. 

Κοιτώ καμιά φορά με τρόπο τους καρπούς της, τα γόνατα, τα δάκτυλα, τα κόκαλα στο λαιμό, τα μήλα στα μάγουλά της. Τα άλλα ίσως τα δει κάποια σπουδαία μέρα η αφή μου. Αν καταφέρω να ζωγραφίσω πάνω της ένα αριστούργημα. Να ελευθερώσω την χιλιοπρόσωπη οσμή που με κινεί. Με την φυγόκεντρο που δένομαι και πετάω.  

Μπορεί ναι, μπορεί πάλι όχι. Ξέρεις πως είναι. Μπορεί να γίνουμε κι εμείς φήμες. Ειλικρινά δε με ενδιαφέρει και τόσο αν είναι χρηστική η τέχνη. Παίρνω έναν εγκεφαλικό οργασμό κάθε που την ξαφνιάζω. Τον κόβω και της τον χαρίζω από το ζώο που έχω μέσα μου. Έτσι αυτό ύστερα, σκέτο σώμα, ικανοποιείτε πιο εύκολα.             


( art digital blasphemy )

Πάνω στο βαλς της σιωπής ( μεταγραφή )



 Πες πόσες λέξεις είναι μια στιγμή. Πες πόσες στιγμές είναι μια λέξη.

Ένα φιλί. Πες, Λούλα παντόφλες. Πες ένα ανέκδοτο.




Πες, για κόψε λίγο ρε, ποιος είσαι! Πες γαλέρα.

Πες πόσες βλακείες είναι μια εξυπνάδα. Πες συγνώμη. Πες θεομηνία.



Πες πως τα έχουμε όλα όταν κοιτάμε ορίζοντα.




Μίλα, ρίξε τη σιωπή στο κύμα να την περάσει απέναντι.

Μίλα αγάπη. Τόσες λέξεις κλείνουν το στόμα σου.



( phptos by me / χαζοσέλφυ που μου λείπεις σήμερα)

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Ξεκινώντας από τα ελεύθερα αγαθά

 


Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τρέφουν ακόμα «καλά» αισθήματα, είναι αυτοί που ζουν με τη φύση. Τους συναντάς σε καλύβια και αγροτόσπιτα, σχεδόν ερημίτες. Θα σου πουν τα νέα από τη συκιά, την καρυδιά, από τον αέρα που έσπειρε τα βότανα φέτος. Θα σου πουν για τους χαρακτήρες των ζώων. Για τα αστέρια. Ότι είναι θα στο πουν στα ίσια, ντόμπρα και σταράτα. Άλλωστε είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού οι άνθρωποι στους οποίους μιλούν. Γιατί έχουν επιβιώσει «γυμνοί» στην άγρια φύση και ξέρουν τι σημαίνει ζωή. Στη «γυμνή» της αλήθεια. 

Οι άνθρωποι στην κοινωνία είναι πολύ μπερδεμένοι. Για να ξεμπερδευτούν καλούνται να επιλέξουν ποιος εαυτός τους ταιριάζει καλύτερα στο μπερδεμένο γύρω τους ανθρώπινο περιβάλλον. Είναι δεμένοι μεταξύ τους με δεσμούς ανάγκης. Έχουν ανάγκη καθημερινή , πχ, από τον μανάβη μέχρι τον βιομήχανο, κι αυτοί είναι άνθρωποι, δεν είναι η συκιά ή η καρυδιά, είναι άνθρωποι τους οποίους τους αντιμετωπίζουν φιλικά ενώ τους συχνοτίζονται από ανάγκη που κατά κανόνα τους κάνει να αισθάνονται άγχος και ανασφάλεια. Εκεί ξεκινά το μπέρδεμα, το πώς ξεκινά από μέσα το βλέμμα τους και πως πρέπει να καταλήξει όταν φτάσει στην επιφάνεια για να είναι αρεστό, να περάσει όσο γίνεται πιο ουδέτερο. Αυτό επαναλαμβάνεται τόσες φορές την ημέρα, με τόσους ανθρώπους που καλούνται να συναλλαχτούν και να προσπεράσουν, που η αυθεντικότητα της έκφρασης σβήνει τελείως από τη μνήμη της συμπεριφοράς τους, από πάρα πολύ νωρίς. 

Σε κάποιους ,που η συναισθηματική τους νοημοσύνη είναι δυνατή, αναπτύσσεται η αντίδραση. Η κοινωνία όμως έχει στήσει παντού χοάνες γι’ αυτούς και τους εγκλωβίζει στο περιθώριο της. Τελευταία το ονομάζει κινηματικό χώρο. Εκεί το μίσος και ο θυμός κυριαρχούν. Δηλαδή συνεχίζουν να πηγαίνουν στον μανάβη και τον βιομήχανο με το ίδιο προσωπείο ανάγκης και μετά πάνε στον κινηματικό χώρο για να βρίσουν τον μανάβη και τον βιομήχανο. Αυτοί είναι και οι πιο μπερδεμένοι από όλους.  Αν σταματήσουν λίγο καιρό να πηγαίνουν στον μανάβη και τον βιομήχανο θα καταλάβουν τι λέω.

Σε λίγα χρόνια οι φτωχοί άνθρωποι δε  θα χρειάζονται πια. Οι μηχανές δεν έχουν αυτό το ενοχλητικό συναισθηματικό μπέρδεμα μέσα τους και οι πλούσιοι θα αντικαταστήσουν με μεγάλη χαρά τους εργάτες με αυτές. Βέβαια υπάρχουν δυο ειδών πλούσιοι, αυτοί που έχουν λεφτά κι αυτοί που έχουν χρόνο.

 Οι άνθρωποι άρχισαν να ψυλλιάζονται την αλλαγή . Ο φόβος από την άγνωστη απειλή έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Φαντάζομαι κάπως καλύτερα ήταν την εποχή των σπηλαίων που ο εχθρός ήταν στη φύση. Έχω ζήσει κάποια πράγματα που με κάνουν να το πιστεύω αυτό, όχι ότι μπορούμε να γυρίσουμε εκεί πίσω, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερα για όσους έτρεφαν καλά αισθήματα τουλάχιστον.

Κάποια φορά που μάζευα σκουπίδια από το χωράφι έτυχε και σηκώνοντας με γυμνό χέρι μια πλαστική σακούλα ήταν από κάτω κουλουριασμένη μια οχιά. Βρεθήκαμε σε απόσταση μόλις λίγα εκατοστά και κοιταχτήκαμε στα μάτια, της είπα δε σε πειράζω μη με πειράξεις και με θαυμαστή συνεννόηση κάναμε πολύ σιγά ταυτόχρονα ένα δυο μέτρα προς τα πίσω και χωρίσαμε. Έχω ακούσει από ανθρώπους πολύ κοντινούς μου πως συνάντησαν δεντρογαλιές πάνω από εφτά μέτρα, που το κεφάλι τους ήταν ίσο με του ανθρώπου και με το ανάλογο βλέμμα και τις κινήσεις δε χρειάστηκε τίποτε άλλο για να τις αντιμετωπίσουν. Εγώ έχω δει τέτοιο θηρίο γύρω στα τέσσερα μέτρα μάκρος και το κοίταξα με τόσο θαυμασμό που μου χάρισε αρκετή ώρα την παρέα του κάνοντας τα ακροβατικά του πάνω στα δέντρα και δείχνοντάς μου πως δε το ενοχλούσε καθόλου η παρουσία μου.

Το πιο συγκλονιστικό θέαμα που έχω ποτέ δει είναι το ζευγάρωμα δύο νεαρών φιδιών περίπου στο ένα μέτρο μήκος που ήταν σα να πετούσαν, είχαν σηκωθεί όρθια, κάθετα στο έδαφος τυλιγμένα το ένα με το άλλο σε μια κίνηση που δεν έχω δει ποτέ μου και πουθενά πιο αισθησιακή. Αυτό το παρακολούθησα σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων με κομμένη κυριολεκτικά την ανάσα. Ωραίο είναι και το βούτηγμα του γερακιού όταν τα πιάνει. Ένα τόσο μεγάλο πουλί να κατεβαίνει από τόσο ψηλά και να αγγίζει το έδαφος με τόση ακρίβεια, είναι δέος.

Το ότι μπορεί να ζήσουμε και μόνο με τα ελεύθερα αγαθά είναι γεγονός. Εγώ το έχω κάνει και ήταν τα πιο ευτυχισμένα μου χρόνια. Και τώρα το κρατάω σαν βάση. Τα ελεύθερα αγαθά απειλούνται από την απληστία κάποιον και την μανία για έλεγχο. Η κατάσταση δυσκολεύει. Τα ελεύθερα αγαθά δεν τα κοίταζε σχεδόν κανείς όλα αυτά τα χρόνια. Πολύ λίγοι πήγαιναν να μαζέψουν νερό από την πηγή ή να τριγυρνάν ως τροφοσυλλέκτες. Λίγοι καταλαβαίνουν τώρα στο πετσί τους τι σημαίνει να στερεύει η πηγή από φράγματα και γεωτρήσεις. Και λίγοι καταλαβαίνουν στο πετσί τους ότι ένας πυλώνας, μια ανεμογεννήτρια, μια κεραία τους εμποδίζει, τους αποτρέπει, να μαζέψουν την τροφή τους από εκεί. Όλοι οι άλλοι, αυτοί του κινηματικού χώρου, που φωνάζουν, και βρίζουν με γλώσσα χειρότερη από αυτή της τηλεόρασης, είναι «βαλτοί» και δε το ξέρουν. Τους γνωρίζω από πολύ μέσα και τα λέω αυτά. Είναι οι πιο καταστροφικά μπερδεμένοι. Μια σκέτη απογοήτευση.

Εγώ θέλω να μιλάω με ανθρώπους, όσο κι αν απογοητεύομαι. Όσο το προσπαθώ τόσο με αποδιώχνουν και γυρίζω στο χαρτί μου. Οι άνθρωποι δε θέλουν να μιλάνε με Μ κεφαλαίο, δε δέχονται να προβληματιστούν για τα βασικά. Θέλουν να κοιτάνε μια επιφάνεια, άντε το πολύ να φτάνουν μέχρι το κρέας. Μέχρι το κόκαλο ποιος φτάνει;  Ακόμα κι αυτοί που ωρύονται για το βάθος τους, λίγο αν τους τραβήξεις την κουρτίνα γυρίζουν το βλέμμα αλλού. Λίγοι βλέπουν την ομορφιά αυτής της διαδικασίας. Λίγοι αγαπάν αυτά κι αυτούς που τους αποκαλύπτουν το μέσα τους, τον κορμό και τη ρίζα. Πώς με υπομονή κλαδεύεις έναν θάμνο και τον κάνεις δέντρο να περνάει από μέσα ο αέρας και ο ήλιος να σου δώσει τους καλύτερους καρπούς. Πώς με υπομονή γίνεται ένα ζημιάρικο κουτάβι ο καλύτερός σου φίλος, αυτός που σε προφυλάσσει και σου δείχνει τους «κακούς» ανθρώπους.     

 



( photo by my alboums )

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

ροδοπέταλα


 Το στομάχι μου έχει μουδιάσει από του πόθου το γαργαλητό . Οδηγώ κι αυτό με σκάει λες κι έχουν μπει εκεί μέσα όλα τα κρυφά μου όνειρα και χορεύουν καρσιλαμά τον ταμπαχανιότικο. Περνάν τα δέντρα στο δρόμο όπως τα φώτα στο διάδρομο που τρέχω τις σκέψεις μου πάνω σε ένα φορείο. Άσε με, δε ξέρω τι να σκεφτώ. Σε λίγη ώρα θα είμαι κοντά σου. Θα κάθομαι στο κρεβάτι σου και θα σε κοιτάω που ντύνεσαι να πάμε εκεί που είναι να πάμε, ούτε που με νοιάζει που θα πάμε, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιστική η αφορμή. Βάζεις αυτό, βάζεις το άλλο κι εγώ παρακαλάω να δοκιμάσεις όλη την ντουλάπα για να χαζεύω την διαδικασία, να γίνει το στομάχι μου τζαζ ντραμ.  Ντρέπεσαι και λίγο και γυρίζεις από την άλλη και δαγκώνομαι με την πλάτη σου. Μ’ αρέσουν τα σπυράκια σου, τα σημάδια σου, το γήινο αυτό με τρελαίνει, -αυτό είναι ζωή μανούλα μου, να πιάσεις χίλιες ζωές σε ένα δέρμα! - . Με ρωτάς αν είναι ωραίο αυτό που φοράς και σου λέω ότι λάμπεις. Κάπως βρίσκω λόγια και σου λέω πως λάμπεις στα μάτια μου που σα θεότητα. Ο αέρας τρυπά το στομάχι μου, ξεχύνεται και γυρίζει κόκκινα ροδοπέταλα στα μαλλιά σου, στα χείλη σου, τα γκρεμίζει στο στήθος σου, χαϊδεύουνε τη κοιλιά σου, στριφογυρίζουν στην ήβη σου, στα πόδια σου πέφτουν. Το σφίξιμο από το στομάχι μου κατεβαίνει πολλαπλασιασμένο πιο χαμηλά και τώρα νιώθω εκεί να χτυπάει η καρδιά μου. Τι έγινε μου λες, έη ξύπνα, που είσαι πάλι. Ε, έχω ένα στίχο σου λέω, είναι ένας από αυτούς τους πολύ σαρκικούς που όταν τους απαγγέλω βλέπω τους ανθρώπους να αντιδρούν από τους αδένες και να μπαίνει μια γυαλάδα στα μάτια τους. Να ξεσφίγγουν το στόμα και να αφήνουν μια οπή σαν σε κρήνη. Έχεις φτιάξει τα μαλλιά σου, είσαι μπροστά από τον καθρέφτη και διαλέγεις κοσμήματα. Έχεις πάρει το μπλαζέ σοβαρό σου.  Έχω βρει τη γωνία που μπορώ να σε κοιτάω μπρος πίσω. Συσπώνται οι προσαγωγοί μου.  Μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. Λέω κάτι για να το καλύψω, μιλάμε δημιουργικά για μια υποθετική ιστορία. Διορθώνω στο σημειωματάριο κάποιες λέξεις που τις επεξεργάζομαι συνδυαστικά να τρέμουν ηχητικά και να λιώνουν σε ένα αχ, να ξεψυ-η-χούνε. Είμαστε έτοιμοι. Πάμε. Κοιτάμε γύρω γύρω, παίρνουμε τα τελευταία μικροπράγματα, ανοίγω την πόρτα  κι όσο κλειδώνεις κατεβαίνω γοργά τα σκαλιά γιατί θέλω κι εγώ να κοιταχτώ στον μεγάλο καθρέπτη. Παίρνω ένα διαφημιστικό και ξεσκονίζω λίγο τη μύτη από τα  παπούτσια μου. Φτιάχνω λίγο την μπλούζα, μισή μέσα μισή έξω, στρώνω ένα τσουλούφι. Με βρίσκεις να περνάω πάλι το φουλάρι μου που έχει ανοίξει και χάσκει τόση ώρα πάνω στο δωμάτιο. Δυναμώνω λίγο το μπράτσο μου να το νιώσεις στιβαρό, σε πιάνω αγκαζέ και πάμε. Γελάμε, λέμε διάφορες βλακείες για το τι θα δούμε και πως θα μας δουν. Τι κουφό να βρούμε να πούμε να τους τελειώσουμε με μια πρόταση να μην ξαναρωτήσουν τίποτα. Σου έχει φύγει μια μουτζουρίτσα και σε σαλιώνω να στη βγάλω. Και γίνεται πάλι το στομάχι μου ένας φωταγωγός που κάποιος σαν τον σπάιντερμαν τον ανεβαίνει. Σε καμαρώνω. Θέλω να σου φάω όλο το κραγιόν, να γκαζώσω στην εθνική και να πάμε για πάρτη μας κάπου. Να σου πω εγώ πια παράσταση θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Οδηγώ μέσα στην κίνηση. Κάτι λέμε για τις νέες τάσεις. Τραγουδάμε τραγούδια από το ράδιο. Κάτι μου λες για κάποιον που παίζεις. Σκάω κάτω σαν καρπούζι. Δε μπορώ να ακούω. Θέλω να αλλάξω αυτή τη συζήτηση αμέσως και σου λέω κάτι σαν να τσαλακώνω στη τσέπη το προσκλητήριο και να σου δίνω κοφτά αυτιστικά την ευχή μου με το βλέμμα κάτω υπό γωνία. Ωραία λέω, αυτό ήταν ότι πρέπει για να συνέλθω, θα έχει και κόσμο εκεί που πηγαίνουμε. Παρατράβηξε και το στομάχι μου τόση ώρα.  Ξανανοίγει το τοπίο μπροστά μου, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια ξανα αποκτούν χτυπητές λεπτομέρειες. Τα κοιτάζω, αδιάφορα όλα.  


( art blackout poetry )

Καροτάκι μου

 


Τι κάνεις; Είσαι καλά; Βλέπεις ωραία πράγματα μπροστά; Είσαι εντάξει με αυτούς που αγαπάς;

Έφτασα στο αμήν. Σκέφτηκα ευτυχώς και πήγα στο Τζίμη. Που είναι πανέξυπνος, είναι μεγάλη καρδιά, είναι μέντορας και με πιάνει σα μυρουδιά.  Γελάσαμε κάναμε σχέδια και δε θέλω πια να σκοτωθώ. Θέλω να γλεντάμε!

Μου λέει σαν ανέκδοτο. Πόσοι περνάνε κάθε μέρα από κει που είσαι; δύο του λέω -εννοώντας εγώ τους γείτονες-. Πολλοί είναι, να τον φας τον έναν! γέλια που κάναμε! 

Ρε Τζίμη του λέω πως σκέφτεσαι όταν είσαι κοντά στα πενήντα; Μου λέει, το βλέπεις το βουνό απέναντι; ωχ λέω θα μου αρχίσει τα αινίγματα. Ναι απαντώ. Ε μου λέει εσύ βλέπεις το βουνό από τη μία μεριά, βλέπεις από πίσω το άγνωστο. Κοντά στα πενήντα έχεις ανέβει στην κορυφή και άρα έχεις δει από όλες τις μεριές το βουνό. Πάει! Με έστειλε πάλι! 

Είπαμε τέτοια πολλά. Βρήκαμε να στήσουμε μηχανή για αυτόματη δουλειά και χωρίς οροφή! Υπάρχει σου λέω μια φυσική μηχανή που γεννάει λεφτά, ανέξοδα και ξεκούραστα. Πατέντα Τζίμης. Και θα πηγαίνουμε όπου θέλουμε! Αθήνα, Ιταλία, Μεξικό, όπου θες. Τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω με τις καινούριες μου μπίζνες.  Σε σκεφτόμουν. Είναι ωραία κάτω από μια ελιά αλλά θέλω να ταξιδέψουμε μαζί. Κι έλεγα ναι, να την βρω την άκρη, να στήσω τη μηχανή, να πετύχω την ξεγνοιασιά. Θα σε φάω όλο καροτάκι μου. Θα πρωτοτυπήσω. Θα πετύχω!

Πρέπει να αλλάξω και τα φύλα μου είπε στο μυθιστόρημα αν θέλω να γίνει μπεστσέλερ. χα! Εγώ σκέφτομαι να το κάνω τελείως ανοιχτό το φύλο, να κολλάει σε όλες τις εκδοχές. Ωραία άσκηση μου ακούστηκε αυτή. Εμείς απεριόριστα. Στο έτσι ακριβώς σε αυτή τη Γη. Φριχτά όμορφοι!  

Απεριόριστα που σ' αγαπώ.. 



Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

βόλτα με τις πεταλούδες στα μελένια δάκρυα


 

Κάτι μου λέει να συνεχίσω. Πού να φτάσω. Τι να φτιάξω. Είναι τα κύματα μεγάλα και δε βλέπω το φάρο. Το μόνο που ξέρω είναι πως θα ήθελα να άκουγα το γέλιο σου. Να έβλεπα τα μάτια σου να ατενίζουν. Να σου έκανα παρέα στις δουλειές. Να μου νευρίαζες έστω, για κάποια "ιπτάμενη" βλακεία που θα πω. 

Δε με νοιάζει να μην έχω τόπο, να μην έχω σώμα, δε με νοιάζει και δεν τα θέλω αν δε τα θες. Θα ήθελα απλά να είμαι κάτι που να σ’ αρέσει. Έστω να σ'αρέσει να μοιραζόμαστε σκέψεις. Άντε, έστω ένα κάτι ξεχασμένο, πολύτιμο καταχωνιασμένο. Ένα κάτι που όταν το σκέφτεσαι να χαμογελάς. Γι' αυτό πρέπει να συγχωρήσω τον εαυτό μου σύντομα. Να σε κάνω να γελάς. Να πω ότι παρεξηγηθήκαμε για λίγο που έπαθα μια κρίση ταυτότητας. Να πω ότι δοκίμασα κι απέτυχα απλά σε μια εκδοχή από τις άπειρες που μπορώ να είμαι για σένα. 

Δεν έχω νιώσει άλλον άνθρωπο πιο κοντά μου. Άλλον άνθρωπο να με κάνει να στέκομαι μπροστά στο απέραντο, να πλαταίνω τόσο πολύ. Να απελπίζομαι και την ίδια στιγμή να ονειρεύομαι τόσο έντονα. Να θέλω να ζω με συνείδηση. Για να έχω καθαρή την καρδιά μου, που είμαστε εμείς μέσα της.  Μπορώ να ζω με μια χούφτα χόρτα και βιολογικό ρύζι, όταν έχω μπροστά μου ορίζοντα μπορώ. Μπορώ να καίγονται οι μύες μου και να μη σταματάω να φτιάχνω. Δεν αντέχω να τσακώνομαι μαζί σου. Είναι σα να προδίδω τον εαυτό μου. Σα να πηδάω στο κενό. Παρακαλάω να δεις ότι δεν υπάρχει τίποτα ικανό να σε βγάλει από μέσα μου. Ίσως ο θάνατος.

Έχω νιώσει το νόημα για το δώρο της ύπαρξης. Μπορώ και δε σκέφτομαι τίποτα άσχημο. Το καταφέρνω γιατί ξέρω τι είσαι μια μένα. Μόνο μου λείπεις. Μου λείπει το δικαίωμά μου να με σκέφτομαι δίπλα σου. Τώρα μπορώ μόνο σε φαντάζομαι δίπλα μου. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την διαφορά σε αυτό που λέω.  Αυτό μου χαρίζει τώρα την ικανοποίηση να γράφω ένα μυθιστόρημα, που ήδη μισώ και θα το πουλήσω. Θα ήθελα να το αγαπώ και να το χαρίσω σε σένα. 

Πολλές φορές σκέφτομαι πως δεν γίνεται να μην είμαστε εμείς. Εννοώ ότι είναι το μεταξύ μας συναίσθημα. Ή ότι αν είναι δικό μου τελείως όλο αυτό θα έπρεπε και πάλι να αισθάνομαι ευτυχία που φτάνει το μέσα μου σε τέτοια ένταση και ζωντάνια.  Όμως είναι γελοίο που μπορεί να φτάνω στην έκσταση τόσο ερήμην. Τρέλα μου έρχεται! 

Παρακαλάω να γίνει κάτι και να αλλάξει η κατάσταση. Ακόμα δεν έχω βρει κάποιο τρόπο, μόνο προσανατολισμούς. Κι αυτό είναι σπουδαίο γιατί ποτέ δεν είχα κάνει προσανατολισμό στη ζωή μου, να το κάνω συνειδητά, σοβαρά δηλαδή. Σοβαρά αλλά πάντα σε στιλ βόλτας, που είναι το πιο ωραίο. Τι θα βρω εκεί που πάω για να σε βρω; Ξέρεις;  Μετά από το μηδέν, τι θα βρω. Ξέρεις;      




Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Ότι αγάπησα μισώ

 




Νεο-ρεμπέτικο  (στίχοι)

ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΙΖΟΥΝΕ



Δε θέλω να σε βρίζουνε

να με παρηγορούνε

Θέλω τον τρόπο να μου πουν

που θα 'ρθουν 'κείνα να σε βρουν

που την καρδιά αγρικούνε


Δε θέλω να μου βρίζουνε

δυο μάτια που αγαπούνε

Διαμάντια είναι που κόβουνε

χρυσό σταυρό φορούνε 


Δε θέλω να σε βρίζουνε

να με παρηγορούνε

Θέλω τον τρόπο να μου πουν

πώς θα 'ρθουν 'κείνα να σε βρουν

που στη καρδιά μιλούνε





( art Digital Blasphemy )

η γέφυρα



Πως θα γίνει να πω ότι μ’ αρέσει που δυσκολεύεις τη ζωή μου, χωρίς να κατηγορηθώ για ανοησία. Εδώ συναισθηματικά πεθαίνουμε για να σκοτώσουμε. Δε μας καίγετε καρφάκι γιατί είναι όλα τα καρφιά χωμένα μέσα μας κι εμείς σε θερμοκρασία βαθιάς ύπνωσης, σε υπνοθεραπεία.

Πώς γίνεται να χάνεσαι, να λιώνεις στο πάτωμα και ο άλλος να κοιτάει πέρα τον ουρανό, να μη σε βλέπει και να νομίζει ότι έφυγες κι αδιαφορείς. Διαβολεμένη ταινία να σου δείχνει τα πιο σκληροπυρινικά, με ασύλληπτη ταχύτητα, πράγματα που δε προλαβαίνεις να δεις ενώ βασικά βλέπεις κάποιον πχ. να τρώει το παγωτό του και να χαριεντίζεται.

Να έχει σταματήσει το τρένο μπροστά σου και εσύ να σπάζεσαι που σου χαλάει τη θέα και χωρίς ορίζοντα, να λες, εγώ δε πάω πουθενά.

Είναι που έχουμε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής στο κεφάλι του ο καθένας και κολλάμε εκεί. Στη γέφυρα που λες κι εσύ. Γι αυτό είναι το αγαπημένο μέρος των αστέγων, των αυτοχείρων και των βαριά ερωτευμένων. Εντάξει. Είπαμε, να μη χτιστούμε κι όλας μέσα στη γέφυρα. Το τι θα την κάνουμε τόση λάσπη είναι μεγάλο θέμα βέβαια. Κι όσο για το ποιος φταίει και πρέπει να πληρώσει; Υπάρχει στο πρόγραμμα ειδικό budget γι’ αυτό.

Η γέφυρα που είμαι είναι ασυνήθιστα τοξωτή και δε βλέπω που είσαι. Είναι και πίσσα σκοτάδι. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι στη μέση της, να ακουμπάς στην άκρη και ο αέρας να σου παίρνει τα μαλλιά ενώσω κοιτάς τον μαβί ουρανό που κάπου μακριά από φώτα θερμά πορτοκαλίζει. Έχει πλάκες που γλιστρούν από τα πολλά περπατήματα και σκοντάφτω συνέχεια.  Όταν φτάνω σε βλέπω να πέφτεις. Μου την έχεις σκάσει. Έχεις μεταμορφωθεί σε νυχτερίδα και κάθεσαι ανάποδα από κάτω και με κάνεις χάζι που θρηνώ με το αστείο μου ζακυνθινό ιδίωμα που είναι μάλλον για γέλια. Κάτω από τη γέφυρα πάω να ζω ανέστια για να είμαι κοντά σου. Κάνω πράγματα που κάνεις για να νιώθω κοντά σου. Μιλάω τη γλώσσα σου. Λίγο πιο απλά. Γιατί θα έπρεπε να έχω ανοιχτά δέκα λεξικά τώρα και είμαι στη γέφυρα είπαμε. Εσύ είσαι νυχτερίδα ανάποδα στη μέση στο τόξο. Κάποια στιγμή είναι να αποφασίσεις να με φας. Να μου πιείς το αίμα. Να ζήσουμε επιτέλους μαζί. Δυο υπέροχα βαμπίρ της νύχτας.

Είμαι στη γέφυρα και έρχομαι να σε βρω. Η γέφυρα είναι σαν αυτές στο Πάπιγκο στα Ζαγοροχώρια ή σαν αυτή σε εκείνο το φαράγγι στη Κρήτη και όταν βγαίνω ουρλιάζω τόσο δυνατά, από την αδρεναλίνη, που το βάζεις στα πόδια.

Είμαι στη γέφυρα. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι στη μέση της, να ακουμπάς την άκρη της σαν σε κουπαστή κι ο αέρας να σου παίρνει τα μαλλιά ενώσω κοιτάς τον μολυβί ουρανό που κάπου μακριά από φώτα πολλά κιτρινίζει. Είναι απέραντη, κρεμαστή, σαν τη χρυσή πύλη του Σαν Φραντσίσκο. Έχω κάνει χιλιόμετρα πολλά. Φαντάζομαι σιγά μην στέκεσαι για μένα εσύ σε γέφυρα. Το πολύ πολύ να σε δω να περνάς μέσα σε κανα αμάξί με κανέναν ομορφονιό. Αν δε σε βρω θα πάω να τα πιω στα μπαρ του Άλλεν να σου γράφω τίποτα  ουρλιαχτά για ποιήματα.

Η γέφυρα που είμαι είναι μισογκρεμισμένη και δε βλέπω που είσαι. Είναι ηλιοβασίλεμα. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι απέναντι στην άκρη της και να ψαρεύεις. Ο αέρας σου παίρνει τα μαλλιά κι εσύ κοιτάς τον μελανό ουρανό που κοκκινίζει. Έχω μια γλυκιά αγωνία που με ανακατεύει όπως η απογείωση.  Όταν σε φτάνω η γέφυρα γκρεμίζεται τελείως πίσω μου. Εσύ συνεχίζεις να ψαρεύεις.  

Η γέφυρα που είμαι είναι σπαστή και δε βλέπω που είσαι. Έχει σηκωθεί και περνάνε αμέτρητα πλοία από κάτω, περνάν αιώνες. Σε φαντάζομαι να με περιμένεις απέναντι και να βρίζεις που χαζεύω. Όταν φτάσω σίγουρα θα έχεις φύγει και δε θα καταδεχθείς να με  ξαναδείς.  

 Είμαστε δυο άγγελοι που καθόμαστε στην κορυφή πάνω στη γέφυρα. Έχω γείρει ελαφρά σε κρατώ μιλάμε και παίζουμε με τα χέρια μας, αρχαίους χαιρετισμούς και το παιχνίδι της εξυπνάδας με τον αντίχειρα. Χάνω και βρίσκω ευκαιρία να σε φιλήσω. Πετάμε ως μια ταράτσα σε ένα δώμα. Λέμε να βγάλουμε τα φτερά να ξεκουραστούμε. Λύνεις τα φτερά μου, λύνω τα φτερά σου. Ερχόμαστε πολύ κοντά, πούπουλα, κι έρχονται όλα λες από μόνα τους. Στο μαζί. Σου μιλώ κι ακούγονται κέρματα να πέφτουν σε ένα τάσι. Ανασαίνω στον λαιμό σου. Τα μαλλιά μου χύνονται σε όλο σου τον κορμό. Το αίμα καταχτυπά και αφρίζει. Νομίζω ότι είμαστε μια αμοιβάδα που συνεχώς διχοτομείται και πολλαπλασιάζεται, στο εγώ κι εσύ.   Θα σου δώσω όσα φιλιά φαντάστηκα ή όσα χρειάζονται για να σε κάνω να τρέμεις. Για να ξυπνήσω απ’ την ονείρωξη. Μέχρι να με ποτίσει η μυρωδιά σου. Μέχρι την εξέγερση των αισθήσεων. Να αρχίσουν να μας ορίζουν τα σώματα κι εμείς πιστά να τα ακολουθούμε.


( photo art digital blasphemy )