Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

η γέφυρα



Πως θα γίνει να πω ότι μ’ αρέσει που δυσκολεύεις τη ζωή μου, χωρίς να κατηγορηθώ για ανοησία. Εδώ συναισθηματικά πεθαίνουμε για να σκοτώσουμε. Δε μας καίγετε καρφάκι γιατί είναι όλα τα καρφιά χωμένα μέσα μας κι εμείς σε θερμοκρασία βαθιάς ύπνωσης, σε υπνοθεραπεία.

Πώς γίνεται να χάνεσαι, να λιώνεις στο πάτωμα και ο άλλος να κοιτάει πέρα τον ουρανό, να μη σε βλέπει και να νομίζει ότι έφυγες κι αδιαφορείς. Διαβολεμένη ταινία να σου δείχνει τα πιο σκληροπυρινικά, με ασύλληπτη ταχύτητα, πράγματα που δε προλαβαίνεις να δεις ενώ βασικά βλέπεις κάποιον πχ. να τρώει το παγωτό του και να χαριεντίζεται.

Να έχει σταματήσει το τρένο μπροστά σου και εσύ να σπάζεσαι που σου χαλάει τη θέα και χωρίς ορίζοντα, να λες, εγώ δε πάω πουθενά.

Είναι που έχουμε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής στο κεφάλι του ο καθένας και κολλάμε εκεί. Στη γέφυρα που λες κι εσύ. Γι αυτό είναι το αγαπημένο μέρος των αστέγων, των αυτοχείρων και των βαριά ερωτευμένων. Εντάξει. Είπαμε, να μη χτιστούμε κι όλας μέσα στη γέφυρα. Το τι θα την κάνουμε τόση λάσπη είναι μεγάλο θέμα βέβαια. Κι όσο για το ποιος φταίει και πρέπει να πληρώσει; Υπάρχει στο πρόγραμμα ειδικό budget γι’ αυτό.

Η γέφυρα που είμαι είναι ασυνήθιστα τοξωτή και δε βλέπω που είσαι. Είναι και πίσσα σκοτάδι. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι στη μέση της, να ακουμπάς στην άκρη και ο αέρας να σου παίρνει τα μαλλιά ενώσω κοιτάς τον μαβί ουρανό που κάπου μακριά από φώτα θερμά πορτοκαλίζει. Έχει πλάκες που γλιστρούν από τα πολλά περπατήματα και σκοντάφτω συνέχεια.  Όταν φτάνω σε βλέπω να πέφτεις. Μου την έχεις σκάσει. Έχεις μεταμορφωθεί σε νυχτερίδα και κάθεσαι ανάποδα από κάτω και με κάνεις χάζι που θρηνώ με το αστείο μου ζακυνθινό ιδίωμα που είναι μάλλον για γέλια. Κάτω από τη γέφυρα πάω να ζω ανέστια για να είμαι κοντά σου. Κάνω πράγματα που κάνεις για να νιώθω κοντά σου. Μιλάω τη γλώσσα σου. Λίγο πιο απλά. Γιατί θα έπρεπε να έχω ανοιχτά δέκα λεξικά τώρα και είμαι στη γέφυρα είπαμε. Εσύ είσαι νυχτερίδα ανάποδα στη μέση στο τόξο. Κάποια στιγμή είναι να αποφασίσεις να με φας. Να μου πιείς το αίμα. Να ζήσουμε επιτέλους μαζί. Δυο υπέροχα βαμπίρ της νύχτας.

Είμαι στη γέφυρα και έρχομαι να σε βρω. Η γέφυρα είναι σαν αυτές στο Πάπιγκο στα Ζαγοροχώρια ή σαν αυτή σε εκείνο το φαράγγι στη Κρήτη και όταν βγαίνω ουρλιάζω τόσο δυνατά, από την αδρεναλίνη, που το βάζεις στα πόδια.

Είμαι στη γέφυρα. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι στη μέση της, να ακουμπάς την άκρη της σαν σε κουπαστή κι ο αέρας να σου παίρνει τα μαλλιά ενώσω κοιτάς τον μολυβί ουρανό που κάπου μακριά από φώτα πολλά κιτρινίζει. Είναι απέραντη, κρεμαστή, σαν τη χρυσή πύλη του Σαν Φραντσίσκο. Έχω κάνει χιλιόμετρα πολλά. Φαντάζομαι σιγά μην στέκεσαι για μένα εσύ σε γέφυρα. Το πολύ πολύ να σε δω να περνάς μέσα σε κανα αμάξί με κανέναν ομορφονιό. Αν δε σε βρω θα πάω να τα πιω στα μπαρ του Άλλεν να σου γράφω τίποτα  ουρλιαχτά για ποιήματα.

Η γέφυρα που είμαι είναι μισογκρεμισμένη και δε βλέπω που είσαι. Είναι ηλιοβασίλεμα. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι απέναντι στην άκρη της και να ψαρεύεις. Ο αέρας σου παίρνει τα μαλλιά κι εσύ κοιτάς τον μελανό ουρανό που κοκκινίζει. Έχω μια γλυκιά αγωνία που με ανακατεύει όπως η απογείωση.  Όταν σε φτάνω η γέφυρα γκρεμίζεται τελείως πίσω μου. Εσύ συνεχίζεις να ψαρεύεις.  

Η γέφυρα που είμαι είναι σπαστή και δε βλέπω που είσαι. Έχει σηκωθεί και περνάνε αμέτρητα πλοία από κάτω, περνάν αιώνες. Σε φαντάζομαι να με περιμένεις απέναντι και να βρίζεις που χαζεύω. Όταν φτάσω σίγουρα θα έχεις φύγει και δε θα καταδεχθείς να με  ξαναδείς.  

 Είμαστε δυο άγγελοι που καθόμαστε στην κορυφή πάνω στη γέφυρα. Έχω γείρει ελαφρά σε κρατώ μιλάμε και παίζουμε με τα χέρια μας, αρχαίους χαιρετισμούς και το παιχνίδι της εξυπνάδας με τον αντίχειρα. Χάνω και βρίσκω ευκαιρία να σε φιλήσω. Πετάμε ως μια ταράτσα σε ένα δώμα. Λέμε να βγάλουμε τα φτερά να ξεκουραστούμε. Λύνεις τα φτερά μου, λύνω τα φτερά σου. Ερχόμαστε πολύ κοντά, πούπουλα, κι έρχονται όλα λες από μόνα τους. Στο μαζί. Σου μιλώ κι ακούγονται κέρματα να πέφτουν σε ένα τάσι. Ανασαίνω στον λαιμό σου. Τα μαλλιά μου χύνονται σε όλο σου τον κορμό. Το αίμα καταχτυπά και αφρίζει. Νομίζω ότι είμαστε μια αμοιβάδα που συνεχώς διχοτομείται και πολλαπλασιάζεται, στο εγώ κι εσύ.   Θα σου δώσω όσα φιλιά φαντάστηκα ή όσα χρειάζονται για να σε κάνω να τρέμεις. Για να ξυπνήσω απ’ την ονείρωξη. Μέχρι να με ποτίσει η μυρωδιά σου. Μέχρι την εξέγερση των αισθήσεων. Να αρχίσουν να μας ορίζουν τα σώματα κι εμείς πιστά να τα ακολουθούμε.


( photo art digital blasphemy )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή