"Έχω εσένα να αγαπώ"
( photos by me/ Που παίρνεις όλη τη μορφή από το αφηρημένο μου πρώτυπο και την κάνεις δικιά σου ενώ λείπεις. Διαλύομαι που είσαι εσύ και το τίποτα. Να με σκέφτεσαι να ξεκινάνε τα αν )
"Έχω εσένα να αγαπώ"
( photos by me/ Που παίρνεις όλη τη μορφή από το αφηρημένο μου πρώτυπο και την κάνεις δικιά σου ενώ λείπεις. Διαλύομαι που είσαι εσύ και το τίποτα. Να με σκέφτεσαι να ξεκινάνε τα αν )
Ευτυχώς γεννηθήκαμε μοντέλα
-Τι είναι ανοιχτό;
-Το μπλε σκούρο
Είναι ένα φίδι και ένας βιβλιοθηκάριος και συζητάν:
-θθθθθθθ
-σσσσσσςς
-θθθθθθθ
-σσσσσσς
... ..
Πες το μου επιτέλους ! Είναι αυτό; Αυτό είναι; Φτιάχνουμε ο καθένας μια ράγα για το τρένο μας; Κοίτα. Έρχομαι στην θέση σου και είναι όλα τόσο γλυκά που σ’ αγκαλιάζω και σε φιλάω σου πιάνω τα χέρια να παίξουμε. Έρχομαι στην θέση σου και μπαίνω μέσα σου και μπαίνεις μέσα μου και συμβαίνει κάτι πολύ όμορφο. Με τις προεκτάσεις μας. Τους ανθρώπους και τις καταστάσεις τις πόλεις τα δάση το έργο την ακεραιότητα …έλα ξέρεις τι θέλω να πω… εννοώ είναι όλα τόσο γλυκά κι ήταν γλυκά ακόμα και μέσα στην πίκρα τους -του χωρισμού μας- γιατί είναι ο αγώνας για να σταθούμε όρθιοι. Δίχως να προδώσουμε και να προδοθούμε… -από- το ίδιο μας το είναι. Έλα. Πες μου. Φτιάχνω μια ράγα από δω μέχρι εκεί. Έχει κάνει τον γύρω της Γης έχει αστοχήσει αμέτρητες φορές από μια χαζή αμφιταλάντευση στο τελευταίο πάτημα κάθε φορά και μια γρατζουνιά. Κι ελατήριο το έχω κάνει. Εντάξει. Αλλά τώρα… Τίποτα δεν θέλω να πω. Είναι μερικά «πράγματα» που καλούνται να αποσαφηνιστούν κι από τους δυο μας. Να μας εκπλήξουμε! Ναι. Το ξέρεις. Μπαίνω συχνά στην θέση σου. Μπαίνω μέσα σου και μπαίνεις μέσα μου και συμβαίνει κάτι πολύ όμορφο. Και θέλω να το κάνουμε πραγματικότητα. Πες όμως. Έλα. Πες τα όλα. Έχω τρελαθεί στα αλήθεια;
Αγάπη μου
θέλω τόσο πολύ
να ρουφήξω από το στόμα
σου μια πνοή
Να κυλίσει μέσα μας
όλος ο πόθος
Παρακαλώ συμπληρώστε με τον σωστό στίχο:
Αλανιάρα μόρτισσα τσαχπίνα
Α. Και με τα πόδια έρχομαι για σένα στην Αθήνα
Β. Για να σε κλέψω έρχομαι μ' άλογο στην Αθήνα
Γ. Η μηχανή σου μάσησε όλη μου τη μπομπίνα
Είναι ένας που πέθανε η γυναίκα του κι έχει πάει στην εφημερίδα για να βάλει αγγελία την κηδεία. Του λένε εκεί για την αγγελία είναι ένα ευρώ η λέξη. Αλλά ήτανε και τσιγκούνης αυτός...
Λέει γράψε: η Μαρίκα πέθανε.
Δε γίνετε του λένε πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε λέξεις
Ε τότε λέει γράψε: η Μαρίκα πέθανε πωλείται φιατπούντο.
Είναι πάλι στη φάση το φεγγάρι που το μυαλό μου ζητάει να εξετάσω την εκδοχή του τρόμου και της απέχθιας. Αυτό δλδ που έχει καταγραφεί ως επίσημη εκδοχή. Απόρηψη. Παράνοια. Απόρηψη. Παράνοια. Φοβάμαι να το γράψω τρίτη φορά. Δεν θέλω. Φοβάμαι. Νιώθω εγκατάληψη και ντροπή. Δεν γιατρεύεται. Η επίσημη εκδοχή μιλάει για απέχθεια. Για ξερατά. Για τον χαμένο μου εαυτό. Για προσβολή. Ω σε μια θέση αμετακίνητη. Παράνοια. Απόρηψη και παράνοια. Απόρηψη και παράνοια. Απόρηψη και παράνοια. Να. Δε φοβάμαι. Το γράφω. Αμετακίνητη στάση Απόρηψη και παράνοια. Να δε φοβάμαι. Απόρηψη. Απόρηψη. Απόρηψη. Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι. Εγκατάληψη. Διαταραχή. Παράνοια. Φοβάμαι. Δε φοβάμαι. Φοβάμαι. Δε φοβάμαι. ...κι αυτή η μαργαρίτα όπως την αρχίζεις έτσι να τελειώνει... δε μ'αγαπά. Μ'αγαπά. Δε μ'αγαπά. Δε γιατρεύεται. Εγκατάληψη. Φόβος. Ντροπή. Παράνοια. Απέχθεια και φόβος. Αμετακίνητη θέση. Απόρηψη. Φόβος. Ντροπή.
Αχ Ψυχή μου
Αγάπη μου άγνωστη
Περνάν γύρω σου άνθρωποι με μοναδική σύνθεση. Με προσωπικό στιλ, δράμα και μυρωδιά. Μια στιγμή αν επικεντρωθείς και βλέπεις το αποτύπωμά της.
Μια στατική φαινομενικά κίνηση. Ένας άξονας περιδίνησης κι ενέργεια πότε τεντωμένη πότε χαλαρή, κάπου στο ενδιάμεσο. Άλλες φορές διαλυτή κι άλλες αδιάλυτη μέσα στον χώρο. Η ελαστικότητα της κίνησης της ζωής είναι θέμα άσκησης και ηλικίας, βάρους ως ένα σημείο και θέλησης.
Το ένστικτο είναι μια καθαρή κίνηση, πιο καθαρή από τη σκέψη. Ίσως γι αυτό να θέλει η σκέψη να το κατακτήσει, μάλλον ακόμα καλύτερα να συντονιστεί μαζί του και να ισορροπήσουν.
Τώρα ξεκινάει η εποχή με τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα. Η φύση συνεχώς αλλάζει γύρω μας με έναν χορευτικό ρυθμό ξεκούραστο, από ξύλο μέταλλα και πέτρα. Ρυθμό απλό μα μιας αχανούς συμφωνίας. Ας ακούσουμε τώρα την ανάσα και τα κύματα. Ας απλωθούμε κι εμείς στο άγνωστο του ορίζοντα. Η Ελλάδα δε θα αφήσει κανέναν πεινασμένο, κανέναν που θέλει να ζήσει. Ας είμαστε αγαθοί με τα αγαθά μας. Ας είμαστε ένα ωραίο μεσημέρι που είναι να ζήσουμε.
Εντάξει. Δεν έχω να πω τίποτα καινούριο. Το σχέδιό μου είναι να συμπαραστέκομαι στα παιδία, να κάνω τέχνη, να ζω στη φύση για τη φύση …και μια θέση στην λαϊκή της γειτονιάς της.
Έτσι όπως τα κάναμε μοιραία μας μένει να ζήσουμε ρετρό. Χωρίς τηλέφωνα. Ρομαντικά. Να συναντιόμαστε να δίνουμε παλαιϊκά ραντεβού .. με τις φάσεις του φεγγαριού .. να επικοινωνούμε .. με στίχους με συνθήματα και τέτοια. Κι αυτό ήθελες απ' την αρχή. Παραδέξου το ..
Η ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΜΠΩΝΤΛΕΡ
*
ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Στην ράχη του ερπετού καβάλα
Τα κέρατα τα λέπια τα κεντριά
Βαστώ σφιχτά στην αγκαλιά
Τα πόδια γύρω του κλειδώνω
“Ride the snake” oh “ride the
snake” baby
Η ψύχρα του πώς με ριγά
Συσπά τους χίλιους μύες του
Που το μουνί μου στάζει υγρά
Oh “Ride the snake” baby “ride the snake”
*
ΦΑΚ
Εκεί που πόνεσες πολύ θέλω να σε φιλήσω
Απάνω στην καρδούλα σου Αγάπη μου να σκύψω
Να τρίψω τη μουσούδα μου στο αριστερό σου στήθος
Παίρνοντας μες τα χείλη μου τη ρώγα σου να στύψω
Κι όπως το μέτρο εδώ κρατώ το ρόδο σου ανοίγω
Να τρέχει το ροδόσταμο να τρέμει σα το δάκρυ
Να γίνει το κορμάκι σου το σπίτι του ασώτου
*
ΣΦΑΛΙΑΡΑ
Όπως σε αγκαλιάζω
Ερωτευμένα
Στιβαρά
Με χέρια καμπυλωμένα
Με μάτια κόκκινα
και πυρωμένα χνότα
Ρίξε μου μια σφαλιάρα
Για τα χαμένα βράδια
Για τα χαμένα βράδια
Για τα χαμένα πρωινά
ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΩΡΑ
Θέλω να έρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα Όπως την έχω ονειρευτεί -όταν χύνω τη νύχτα- ή και αλλιώς να βγει δε με ενοχλείΘα ήθελα να πάμε σε μια παραλία να ξεπλυθούμε απ΄ τον ιδρώτα να σταματήσουμε με φιλιά και σηκωμένες τις μπλούζες πολλές φορές κατά τη διαδρομή Θέλω να οδηγώ με το ένα χέρι και με το άλλο να σε πειράζω Να βριζόμαστε και να λέμε γλυκόλογα την ίδια στιγμή Να σου λέω πόσο σε έχω ερωτευτεί Ότι θέλω να τα πω ιδιαιτέρως με το μουνί σου μούρη με μούρη γιατί έχουμε να κάνουμε μεγάλη κουβέντα και πάρα πολύ σοβαρή Να έχω μαζί μου νερό ψωμί λάδι με φέτα Φρούτα κι ίσως ταχίνι με κακάο και κανένα τσιγάρο Ένα ψαθί και μια πετσέτα Για να σταματήσουμε όταν φτάσουμε στην άκρη της Γης Θέλω να έρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα που να κρατήσει για όλη μας τη ζωή Να τα πω ιδιαιτέρως με το μουνί σου μούρη με μούρη γιατί έχουμε να κάνουμε μεγάλη κουβέντα και πάρα πολύ σοβαρή Να πάμε σε μια παραλία να ξεπλυθούμε απ΄ τον ιδρώτα Να σταματήσουμε με φιλιά και σηκωμένες τις μπλούζες πολλές φορές κατά τη διαδρομή Όπως το έχω ονειρευτεί -όταν χύνω τη νύχτα- ή και αλλιώς να βγει δε με ενοχλεί Για να σταματήσουμε όταν φτάσουμε στην άκρη της Γης Θέλω να έρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα που να κρατήσει για όλη μας τη ζωή
Εκείνη φοβόταν να σου χαϊδέψει τα απόκρυφα μέρη σου, Σίσσυ, κι εσύ φοβόσουν να τα χαϊδέψεις μπροστά της. Όμως τα στόματά σας ήταν τολμηρά – και ανόητα και επικίνδυνα – και γείρατε η μία προς την άλλη σιγά σιγά ,με τα μάγουλά σας να γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο, και φιληθήκατε. Τα στόματά σας συναντήθηκαν καθώς ακούγονταν ο βόμβος μιας μέλισσας που περνούσε εκεί κοντά, και πιέσατε τα χείλια σας μέχρι που τα ισοπεδώσατε κι οι γλώσσες σας βρέθηκαν μπερδεμένες μέσα σε φυσαλίδες και ανάσες. Μακριές, ευκίνητες γλώσσες έβαψαν η μία την άλλη με στοματικούς χυμούς, διώχνοντας σιγά σιγά τους γυναικείους φόβους έτσι που τελικά μπόρεσες να πάρεις τα δάκτυλά σου από την ασημένια ουλή της και να τα γλιστρήσεις προς τα κάτω. Όταν οι τρίχες και τα υγρά άρχισαν να ψιθυρίζουν στα δάκτυλά σου – να ψιθυρίζουν βρώμικες λέξεις όπως «μουνί», «καύλα» και «χύνω» - θυμήθηκες τη Μαρί που σου έβαζε πάντα χέρι εκεί κάτω και σχεδόν τραβήχτηκες μακριά της. Όμως η Τζέλυ βόγκηξε μέσα στο στόμα σου, πλημμυρίζοντάς το με γλύκα και σε λίγο άρχισε και το δικό της χέρι να εξερευνά τις καυτές πτυχές της θηλυκότητάς σου.
Αγκαλιασμένες, γείρατε προς τα πίσω πάνω στο γρασίδι. Το καπέλο της Τζέλυ έπεσε κάτω και κύλισε προς την Οκλαχόμα Σίτυ. Μπορεί να ήθελε να πει χαιρετίσματα στην Ταντ Λούκας. Τα μάτια σου έστειλαν μια αρχαιολογική επιστολή στο πρόσωπο της Τζέλυ και τα δικά της στο δικό σου. Και οι δυό ξεθάψατε επιγραφές και αρχίσατε να σκέφτεστε το νόημά τους. Εκείνη ψιθύρισε ότι είσαι όμορφη και γενναία. Σε είπε «ήρωα», θέλοντας να πει ηρωίδα, όμως τα δάκτυλά της δεν ξεγελάστηκαν ούτε για μια στιγμή. Εσύ προσπάθησες να της πεις πόσο σημαντική ήταν για σένα η φιλία της. Κατάφερες να της πεις αυτές τις λέξεις , ή όχι; Δόντια από αφρό, χείλια γλυκά σαν μηλόπιτα.
Μετά από μια πεινασμένη ακινησία σαν ένα διάλειμμα στον χορό των λύκων, αποκαταστάθηκαν οι παλιοί ρυθμοί. Είχατε χωθεί πια η μία μέσα στην άλλη τώρα, το πράγμα είχε αναγνωριστεί και εγκριθεί , κι έτσι τώρα αρχίσατε να τεντώνεστε και να σπρώχνεστε και να συστρέφεστε και να διπλώνεστε, απαλά αλλά και με ολοφάνερη ένταση. Η δακτυλική συνουσία είναι μια τέχνη. Οι άντρες επιδίδονται σε αυτήν, αλλά οι γυναίκες διαπρέπουν. Ω, πυροσβέστη, σώσε το παιδί μου!
Ένιωθες λες και το χέρι σου ήταν μέσα σε ένα τζουκ-μποξ, ένα τζουκ-μποξ από σάρκα που πέταγε χρωματιστές ηλεκτρικές σπίθες καθώς έπαιζε μέχρι διάλυσης έτσι όπως είχε μέσα του το δεκάρικο του Αιώνα. Η κλειτορίδα σου ήταν ένας διακόπτης χωρίς OFF. Εκείνη τον γύριζε στο ON και ΟΝκαι ΟΝ κι ακόμη παραπέρα. Στριφογύριζες τη γλώσσα σου γύρω από μια σηκωμένη ρώγα. Εκείνη χαμογέλασε με τα ρίγη που σε διαπέρασαν καθώς σου άνοιξε την πρωκτική σχισμή σου.
Όλα ανακατώθηκαν. Κουνούσατε η μία την άλλη μέσα σε κούνιες από ιδρώτα και σάλιο, μέχρι που δε βλέπατε πια τίποτα. Την φαντάστηκες σαν νύφη μες στα προικιά της, σαν τροφαντή φοράδα. Μήπως βράζατε σαν τον μούστο; Κάπως έτσι μυρίζατε. Ανεμιστήρες μυρωδιάς και πυρετού άνοιγαν κι έκλειναν, σαγόνια γυάλιζαν απ’ τα υγρά των φιλιών, κι εσείς κουνιόσαστε, κουνιόσαστε συνέχεια, ενώ ο αντίχειράς σου αναμόχλευε με ρυθμό την κοιλιά της, μεγαλώνοντας την διέγερση και των δυό σας.
Με τα μάτια κλειστά, ή μόλις μισάνοιχτα και θολωμένα, φαντάστηκες μέσα στο νου σου το σφιχτό, νεανικό της πως – το – λένε. Με τις τριχούλες του να στάζουν μία μία στεκόταν χάσκοντας μπροστά σου. Τη δική σου κλειτορίδα την ένιωθες να έχει φουσκώσει σαν ροδαλή τσιχλόφουσκα. Ω, αυτά τα πράγματα έχουν φτιαχτεί ν’ αγαπιούνται!
Ξαφνικά άρχισες να κλαις. Οι ανάσες έβγαιναν με θόρυβο από μέσα σου. Φώναξες «Τζέλυ Τζέλυ» ενώ ήθελες μόνο να μουρμουρίσεις «μμμμ». Δεν πειράζει. Η Τζέλυ δεν μπορούσε να σ’ακούσει. Ούρλιαζε. Είχε πάθει υστερία από την καυτή απαλότητα του κοριτσίστικου έρωτα.
Φοβερό το πώς χύνει αυτή η φοραδίτσα, σκέφτηκες, όταν είχαν ηρεμήσει οι δικοί σου σπασμοί. Την ίδια στιγμή, η Τζέλυ αναρωτιόταν πώς μπορεί ένα διαμέρισμα σε μια πόλη να χωρέσει τις ερωτικές σου κραυγές. Γιατί και η Τζέλυ είχε σταματήσει. Σιγά σιγά, καταλάβατε κι οι δυό ότι υπήρχε κι ένας τρίτος ήχος που είχε ανακατευτεί με τα ουρλιαχτά της Τζέλυ και τα βογκητά της Σίσσυ – ένας ήχος πιο τραχύς, πιο άγριος, αν και ήταν φανερό πως ήταν έργο του ίδιου συνθέτη.
Τα δάχτυλα, μουσκεμένα, τραβήχτηκαν απ’ τις τρύπες. Μουλιασμένες μέσα κι έξω, ανασηκωθήκατε και οι δυό. Και τότε ξανακούστηκε και πάλι αυτός ο ήχος , πιο δυνατός , πιο τρομαχτικός. Αν οι τρίχες των μαλλιών σας , κοντές και μακριές, δεν ήταν τόσο υγρές, θα είχαν σηκωθεί όρθιες. Ήταν ένα ισχυρό σάλπισμα, μια κραυγή σαν αυτή που μπορεί να έβγαλε ο Κόσμος τη μέρα που γεννήθηκε.
Και τότε ήταν, κυρίες μου, που κοιτάξατε ψηλά κι είδατε ένα σμήνος από κατάλευκα σατινές αέρινα σώματα να κάνουν κύκλους πάνω από τη λίμνη Σιγουάς, ένα κοπάδι πουλιά μεγαλόπρεπα και γιγάντια, με μια τέτοια χάρη στο πέταγμά τους, που οι καρδούλες σας ζουλήχτηκαν σαν την οδοντόκρεμα της αιωνιότητας.
(… απόσπασμα από το ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΟΥΜΠΟΪΣΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΥΝ του ΤΟΜ ΡΟΜΠΙΝΣ)
Η ΜΙΚΡΗ ΤΡΙΣΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΚΥΛΙΤΣΑ
Από την παραδοξότητα του αφρισμένου λάκκου
φτεροκόπησε ολόγυμνη η μυρωδιά σου
κι έντυσε τον σαμάνο
αγκαλιά κοσμικού ασκητή
Φωταύγεια καυτή που επεξεργάζεται
τη νύχτα ένα λουλούδι
χρόνια φυτρωμένο ανάμεσα στων βράχων τη σχισμή
Δεν είχε δει παρόμοιο φως
ως Άλος εκσπερμάτωση
απ’ το ηλεκτρικό κουδούνι της Αβύσσου
όταν το παραπατάει κάποιος λες και αποκοιμήθηκε
στο αποκορύφωμα εκστατικής προσπάθειας
κι έγειρε πάνω του κι έμεινε πατημένο
Καθώς ο άλλος που είναι από μέσα μπανιαρίζεται
ως ότου μαλαχθούν και γυαλιστούν όλες οι δυνατότητες
Τραγουδώντας «το παράθυρο κλεισμένο»
Απόψε θα ήθελα να ήμουν μαστουρωμένη και πιωμένη από τα φιλιά σου
Να αλητεύω να χορεύω να τραγουδώ το σώμα σου
Και να γράφω ακατάληπτα εκστατικά ποιήματα στην μνήμη και την καρδιά σου
Να μας έβρισκε το ξημέρωμα σε ένα άγνωστο του μυαλού μας δωμάτιο
να κλείναμε την πόρτα πίσω μας χωρις να έχουμε τα κλειδιά
Να σταματούσαμε από την εξάντληση-λευκοί σαν άγγελοι για καφέ σε κάποιο τυροπιτάδικο
Και να παίζαμε το παιχνίδι ότι μόλις έχουμε γνωριστεί...
Καλά τα πήγα και μόνη μου, δεν μπορείς να πεις. Έσκαψα και βρήκα τόσα ακατέργαστα πετράδια και στα έφερα με παιδική χαρά να τα δεις σχεδόν όλα. Αν είχαμε πάλι στιχομυθία θα ήταν ακόμα καλύτερα. Ίσως και να μου έφτανε και μόνο να ανταλλάζουμε γράμματα, να σε κοιτώ και να μιλάμε. Είχε μια ποιότητα μοναδική όλο αυτό και μπορούσε και εμένε πεντακάθαρο μίλια μακριά από τις νοθείες και τους γαμιάδες.
ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σκέψεις ακίνητες
κλειστές αντένες
Ίσως να έρθω να σε βρω σε λίγες μέρες
Να αφήσω τη ζωή μου στο συρτάρι
Και το εξώκοσμο που μου έταξες
Να αδράξω βράδυ
Όπως του κόσμου η βουή
Θα έχει σιγάσει πίσω από το τζάμι
Μες το εξώκοσμο που μου έταξες
Θα μείνω βράδυ
Σκέψεις ακίνητες
κλειστές αντένες
Ίσως να έρθω το πρωί σε λίγες μέρες
Κοντεύεις να με κάνεις σα τα μούτρα σου
Αλλά εγώ το ξέρω .. πως κι ας μην ξέρω πως
όλες οι ερωτήσεις έχουν τις απαντήσεις τους
ΧΘΕΣΙΝΟΒΡΑΔΙΝΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ
Πώς γαμάει ο κόκορας;
Με μακαρόνια.
Μπούτι ή στήθος;
Ε άμα έχει και ζαρτιέρες
Μπούτι.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΑΤΣΟΥ
Εισαγωγή: βάλε ότι θες
Θέλω να είμαι ο Παλιάτσος σου για πάντα
Εμπρός τα κέρματα σου ρίξε να κουνιέμαι
Να σου χαμογελώ να υποκλίνομαι να σκύβω
Να κάνω εδώ κι εκεί πως χάνω και ξεχνιέμαι
Μες το ασπρόμαυρό μας φόντο να παγώνω
Να τρέχουν μπάλες απ' τα χέρια μου πλανήτες
Σε ένα λουλούδι στην παλάμη μου που ανθίζει
Με μια κίνηση σαν στραβοτιμονιά σε χιόνι
Απ' την σχισμή που έχουμε φύγει
κι έχουμε γίνει Α!στερισμοί
Θέλω να είμαι ο Παλιάτσος σου για πάντα
Τη νύχτα μόνος σαν ξεβάφομαι στο τέλος
Έρχεσαι στρίβεις στη πληγή το άγριο βέλος
Μες τον καθρέφτη μου να σε κοιτάξω πίσω
Να έχεις τα χείλη σου λες κόκκινα από αίμα
Να είναι τα μάτια σου μεταλλικά και υγραμένα
Με έναν αέρα που μας ρίχνει σε μια κλίνη
Όπου το φως και το σκοτάδι έχει συγκλίνει
Απ' την σχισμή που έχουμε φύγει
κι έχουμε γίνει Α!στερισμοί
Τέλος: για κλείσιμο βάλε ότι θες
(μουσική: Αφρικάνικο Βούντου Ζεν/ με μονόχορδο, αυλό και τύμπανα από πηλό)
ΦΑΚ
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ο πλανήτης σηκώνει πυρετό
Χρειάζεται ξεκούραση
Χρειάζεται βοήθεια
κάπως να τον περιποιηθούμε. *
Κι εσύ εκεί
Να βλέπεις τη ζωή σαν μαγαζί
Να βλέπεις τη ζωή σαν μαγαζί
Με τα χέρια σου σφιγμένα
μέσα σε άδειες τσέπες.
Ποιος σου είπε
πως δε μπορούμε;
* Υπάρχει ένας τρόπος επαναδημιουργίας, αποκατάστασης και διατήρησης του οικοσυστήματος που λέγετε perma cultura. Θέλει αρχικά πολύ προσπάθεια αλλά μόλις ξεκινήσει λειτουργεί μόνο του σε θαυμαστή αρμονία αναδεικνύοντας την τελειότητα των φυσικών νόμων. Είναι ότι πιο γοητευτικό ανακάλυψα στη ζωή μου ως γνώση και ως λύση στο περιβαλλοντικό πρόβλημα.
ΛΙΛΛΥ μου,
Σε κάποιες αναλαμπές πραγματισμού σου ρίχνω δίκιο. Και ξέρω
πως αντέχεται με αγάπη αυτό που δεν αντέχεται. Μπορεί να μην βγάζω άκρη. Για
την αγάπη σου όμως θα έκοβα το κεφάλι μου. Πάλι. Το έχω ξανακόψει το κεφάλι μου
για την αγάπη σου. Και το κεφάλι μου έχω κόψει και το κορμί μου. Μόνο που δεν
καταλαβαίνεις το πόσο μεγάλη ανάγκη είχα και έχω για επικοινωνία. Τόση που
σκέφτομαι σοβαρά να ξαναγυρίσω στην σπηλιά μου. Οι νεκροί δεν υποφέρουν. Προσπαθώ
να καταλάβω γιατί με ξαναζωντάνεψες. Γιατί μου είπες για εκείνο το φιλί στην
πλατεία. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί μου μιλάς χωρίς να μου απευθύνεσαι. Αν έχω
όντως ερωτομανία. Γιατί; Τώρα είμαι ένα
κεφάλι με κορμί και σε θέλω περισσότερο από πάντα. Γιατί κάνω κάποια βήματα
μέσα μου και βλέπω καθαρότερα και μπορώ να ακούω όταν μου μιλάνε. Και έχω
ζητήσει χιλιάδες συγνώμες από τον καιρό που δεν μπορούσα να κρίνω τίποτα. Έχω
ζητήσει χιλιάδες συγνώμες για τον φόβο μου και τον ναρκισσισμό μου. Όχι, για
τον Πάνα μέσα μου δεν ζητάω καμιά συγνώμη. Ζητάω συγνώμη για τον φόβο μου και
τον ναρκισσισμό μου. Και για την ερωτομανία. Και που καθυστερεί η ζωή μου να
στρίψει πάνω μας. Και για τα νηπενθή πάθη. Για όλα τα μαρμαρωμένα οράματα, και
που νόμισα πως μπορώ να μας πουλάω στον διάβολο για αθανασία. Για τις σπασμωδικές
κινήσεις. Τα χρόνια της κλονισμένης πίστης μου και τις στιγμές που κλονίζομαι
ακόμη. Τις ώρες που σκέφτομαι πόσο σε έχω κακομάθει. Και πόσο θα ήθελα να σε
κακομάθω τελείως αν με σιγοντάριζες λίγο .. όμως δεν μπορείς να φανταστείς τι
μπορώ να κάνω αν πατήσω λίγο στέρεο έδαφος. Τι δύναμη μπορώ να βγάλω αν φάω
έναν αληθινό καρπό μας. Το ξέρω από πράγματα που έχω αγαπήσει και θελήσει πολύ
λιγότερο. Συγνώμη για τις χιλιάδες ευκαιρίες που πέρασαν χωρίς να κάνουμε
έρωτα. Για την κάθε μέρα που περνάει χωρίς να κάνουμε έρωτα. Συγνώμη που παραδίνομαι. Μωρό μου θέλω να σε φιλήσω παντού
να καυλώσεις να χύσεις για μένα.
ALiTZiM
ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ
Με κοίταζε κάπως διακεκομμένα
, παράξενα. Σιώπιζε κι έφευγε.
Φευγάτο αποτύπωμα ονείρου που γράφτηκε
λες με ένα κουβάρι σύρμα αγκαθωτό που φωσφορίζει ηλεκτροφόρο
, σε απροσπέλαστο "ιδιωτικό χώρο" .
Φώναζα πως τα χάριζα. Τίποτα δε μου ζήτησε.
Τίποτα δεν πήρε.
Ίσως δεν είχε για να πληρώσει...
ΑΠΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Όπως τρέχουμενο νερό που διαβρώνει την γκρίζα ζώνη της αδικίας του κόσμου βρίσκομαι
μπροστά στο μαχαίρι
του γκρέιντερ της καταστροφής και της ισοπέδωσης
ξεγυμνομένο τοπίο φασκιωμένο καλώδια
Να σε σκέφτομαι
να σε βλέπω μπροστά μου
στην αδικία του κόσμου
"Ουτοπία"
που μου σκιρτάει τα βλέφαρα για να συνεχίζουν να βλέπουν
Να σε βλέπουν
Το καθρέπτισμά σου στο μαχαίρι του γκρέιντερ που πλησιάζει
και γδέρνει ατίθαση Γη να την στρώσει
κουτρουβαλώντας τον σορό με τις πέτσες της
με τον ήχο που διώχνει τα ζώα
Σε ακούω
Στην αδικία του κόσμου
Σε βλέπω
στα λεντ ανερώτητα μάτια που μου ζητάν άγνωστα πράγματα
με μονοδρομιμένο ύφος: δε με νοιάζει πώς, βρες το, κόφ'τον λαιμό σου
Στην αδικία του κόσμου
Σε βλέπω
Απέναντι
(Photo by "άγνωστος")