Εκείνη φοβόταν να σου χαϊδέψει τα απόκρυφα μέρη σου, Σίσσυ, κι εσύ φοβόσουν να τα χαϊδέψεις μπροστά της. Όμως τα στόματά σας ήταν τολμηρά – και ανόητα και επικίνδυνα – και γείρατε η μία προς την άλλη σιγά σιγά ,με τα μάγουλά σας να γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο, και φιληθήκατε. Τα στόματά σας συναντήθηκαν καθώς ακούγονταν ο βόμβος μιας μέλισσας που περνούσε εκεί κοντά, και πιέσατε τα χείλια σας μέχρι που τα ισοπεδώσατε κι οι γλώσσες σας βρέθηκαν μπερδεμένες μέσα σε φυσαλίδες και ανάσες. Μακριές, ευκίνητες γλώσσες έβαψαν η μία την άλλη με στοματικούς χυμούς, διώχνοντας σιγά σιγά τους γυναικείους φόβους έτσι που τελικά μπόρεσες να πάρεις τα δάκτυλά σου από την ασημένια ουλή της και να τα γλιστρήσεις προς τα κάτω. Όταν οι τρίχες και τα υγρά άρχισαν να ψιθυρίζουν στα δάκτυλά σου – να ψιθυρίζουν βρώμικες λέξεις όπως «μουνί», «καύλα» και «χύνω» - θυμήθηκες τη Μαρί που σου έβαζε πάντα χέρι εκεί κάτω και σχεδόν τραβήχτηκες μακριά της. Όμως η Τζέλυ βόγκηξε μέσα στο στόμα σου, πλημμυρίζοντάς το με γλύκα και σε λίγο άρχισε και το δικό της χέρι να εξερευνά τις καυτές πτυχές της θηλυκότητάς σου.
Αγκαλιασμένες, γείρατε προς τα πίσω πάνω στο γρασίδι. Το καπέλο της Τζέλυ έπεσε κάτω και κύλισε προς την Οκλαχόμα Σίτυ. Μπορεί να ήθελε να πει χαιρετίσματα στην Ταντ Λούκας. Τα μάτια σου έστειλαν μια αρχαιολογική επιστολή στο πρόσωπο της Τζέλυ και τα δικά της στο δικό σου. Και οι δυό ξεθάψατε επιγραφές και αρχίσατε να σκέφτεστε το νόημά τους. Εκείνη ψιθύρισε ότι είσαι όμορφη και γενναία. Σε είπε «ήρωα», θέλοντας να πει ηρωίδα, όμως τα δάκτυλά της δεν ξεγελάστηκαν ούτε για μια στιγμή. Εσύ προσπάθησες να της πεις πόσο σημαντική ήταν για σένα η φιλία της. Κατάφερες να της πεις αυτές τις λέξεις , ή όχι; Δόντια από αφρό, χείλια γλυκά σαν μηλόπιτα.
Μετά από μια πεινασμένη ακινησία σαν ένα διάλειμμα στον χορό των λύκων, αποκαταστάθηκαν οι παλιοί ρυθμοί. Είχατε χωθεί πια η μία μέσα στην άλλη τώρα, το πράγμα είχε αναγνωριστεί και εγκριθεί , κι έτσι τώρα αρχίσατε να τεντώνεστε και να σπρώχνεστε και να συστρέφεστε και να διπλώνεστε, απαλά αλλά και με ολοφάνερη ένταση. Η δακτυλική συνουσία είναι μια τέχνη. Οι άντρες επιδίδονται σε αυτήν, αλλά οι γυναίκες διαπρέπουν. Ω, πυροσβέστη, σώσε το παιδί μου!
Ένιωθες λες και το χέρι σου ήταν μέσα σε ένα τζουκ-μποξ, ένα τζουκ-μποξ από σάρκα που πέταγε χρωματιστές ηλεκτρικές σπίθες καθώς έπαιζε μέχρι διάλυσης έτσι όπως είχε μέσα του το δεκάρικο του Αιώνα. Η κλειτορίδα σου ήταν ένας διακόπτης χωρίς OFF. Εκείνη τον γύριζε στο ON και ΟΝκαι ΟΝ κι ακόμη παραπέρα. Στριφογύριζες τη γλώσσα σου γύρω από μια σηκωμένη ρώγα. Εκείνη χαμογέλασε με τα ρίγη που σε διαπέρασαν καθώς σου άνοιξε την πρωκτική σχισμή σου.
Όλα ανακατώθηκαν. Κουνούσατε η μία την άλλη μέσα σε κούνιες από ιδρώτα και σάλιο, μέχρι που δε βλέπατε πια τίποτα. Την φαντάστηκες σαν νύφη μες στα προικιά της, σαν τροφαντή φοράδα. Μήπως βράζατε σαν τον μούστο; Κάπως έτσι μυρίζατε. Ανεμιστήρες μυρωδιάς και πυρετού άνοιγαν κι έκλειναν, σαγόνια γυάλιζαν απ’ τα υγρά των φιλιών, κι εσείς κουνιόσαστε, κουνιόσαστε συνέχεια, ενώ ο αντίχειράς σου αναμόχλευε με ρυθμό την κοιλιά της, μεγαλώνοντας την διέγερση και των δυό σας.
Με τα μάτια κλειστά, ή μόλις μισάνοιχτα και θολωμένα, φαντάστηκες μέσα στο νου σου το σφιχτό, νεανικό της πως – το – λένε. Με τις τριχούλες του να στάζουν μία μία στεκόταν χάσκοντας μπροστά σου. Τη δική σου κλειτορίδα την ένιωθες να έχει φουσκώσει σαν ροδαλή τσιχλόφουσκα. Ω, αυτά τα πράγματα έχουν φτιαχτεί ν’ αγαπιούνται!
Ξαφνικά άρχισες να κλαις. Οι ανάσες έβγαιναν με θόρυβο από μέσα σου. Φώναξες «Τζέλυ Τζέλυ» ενώ ήθελες μόνο να μουρμουρίσεις «μμμμ». Δεν πειράζει. Η Τζέλυ δεν μπορούσε να σ’ακούσει. Ούρλιαζε. Είχε πάθει υστερία από την καυτή απαλότητα του κοριτσίστικου έρωτα.
Φοβερό το πώς χύνει αυτή η φοραδίτσα, σκέφτηκες, όταν είχαν ηρεμήσει οι δικοί σου σπασμοί. Την ίδια στιγμή, η Τζέλυ αναρωτιόταν πώς μπορεί ένα διαμέρισμα σε μια πόλη να χωρέσει τις ερωτικές σου κραυγές. Γιατί και η Τζέλυ είχε σταματήσει. Σιγά σιγά, καταλάβατε κι οι δυό ότι υπήρχε κι ένας τρίτος ήχος που είχε ανακατευτεί με τα ουρλιαχτά της Τζέλυ και τα βογκητά της Σίσσυ – ένας ήχος πιο τραχύς, πιο άγριος, αν και ήταν φανερό πως ήταν έργο του ίδιου συνθέτη.
Τα δάχτυλα, μουσκεμένα, τραβήχτηκαν απ’ τις τρύπες. Μουλιασμένες μέσα κι έξω, ανασηκωθήκατε και οι δυό. Και τότε ξανακούστηκε και πάλι αυτός ο ήχος , πιο δυνατός , πιο τρομαχτικός. Αν οι τρίχες των μαλλιών σας , κοντές και μακριές, δεν ήταν τόσο υγρές, θα είχαν σηκωθεί όρθιες. Ήταν ένα ισχυρό σάλπισμα, μια κραυγή σαν αυτή που μπορεί να έβγαλε ο Κόσμος τη μέρα που γεννήθηκε.
Και τότε ήταν, κυρίες μου, που κοιτάξατε ψηλά κι είδατε ένα σμήνος από κατάλευκα σατινές αέρινα σώματα να κάνουν κύκλους πάνω από τη λίμνη Σιγουάς, ένα κοπάδι πουλιά μεγαλόπρεπα και γιγάντια, με μια τέτοια χάρη στο πέταγμά τους, που οι καρδούλες σας ζουλήχτηκαν σαν την οδοντόκρεμα της αιωνιότητας.
(… απόσπασμα από το ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΟΥΜΠΟΪΣΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΥΝ του ΤΟΜ ΡΟΜΠΙΝΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή