Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ψίθυροι

 



Είναι όπως σε ένα τροχαίο, που δε θυμάσαι ακριβώς την στιγμή της σύγκρουσης. Είναι τα πρώτα λόγια που ταξιδεύουν σε ραδιοκύματα. Βυθίζονται μέσα σε μια αναιμική ζαλάδα. Γίνονται μια πετσέτα που τυλίγει ένα καυτό ψωμί. Τα πρώτα βήματα ενός νεογέννητου ζώου. Αυτοί πιάνονται όπως οι ναυαγοί που πιάνονται από κάτι που επιπλέει, που προσπαθούν να ανέβουν πάνω του. Παίρνουν ανάσες μέσα στα κύματα από το  δέρμα. Ο κόσμος αρχίζει να ξηλώνεται, και να αχνίζει, να τυλίγεται πάνω τους, να τον διατρέχουν μεγαβάτ σαν πηνίο. Τα άκρα να αποκτούν μια συνέχεια, μεθυστική μουσική. Παλμικός κυματισμός και μπορώ να λέω μέχρι να πεθάνω πολλές βλακείες γιατί δεν γίνεται να το περιγράψω. 

Τη φρίκη του να πεθαίνει το εγώ σου. Το δέος του να αντικρίζεις δυνατότητες που δεν είχες ποτέ διανοηθεί ότι υπάρχουν. Να σταματάς να βλέπεις πια τα όρια της ύπαρξης, να χάνονται στην αχάνια. Να ξεκινάς να αιωρείσαι στο κέντρο αλλά το μεγαλείο αυτής της κίνησης να φτάνει να γίνεται τόσο ανεπαίσθητο όπως οι κύκλοι της Γης. Να γίνεται η αγκαλιά και τα σώματα σύνεργα για μαγεία.

Οι ανάσες ακούγονται μεγεθυμένες. Ανάμεσα σε ήχους που γλιστράν, μπιζέλια που σκαν. Κάπου εκεί εκπνέει κι ένας γλυκός ψίθυρος. Βραχνός, κάπως λαχανιασμένος.

- Ψιθυρίζεις; Πες μου τι λες;

- Μ’ αρέσει να σου μιλάω. Να σου μιλάω; (φιλί)

- Ναι…!; Πες μου ότι θες (φιλί)

- Έτσι; (κι άλλο φιλί κι αλλού φιλί) …ΧΧΧΧΧΧΧΧ


Ελίζα, έχω καταστραφεί! Δεν μπορώ να λειτουργήσω. Είναι τρομακτικό!  Θέλω να γίνω όλα τα απαγορευμένα όστρακα, γι’ αυτό. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Με εξευτελίζει αυτή η κατάσταση. Παθαίνει το εγώ μου. Φοβάμαι. Πρέπει αμέσως να μου πεις πως θα ξεκινήσω πάλι να λειτουργώ. 


( art Μπος Ιερώνυμος / Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων )

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

οι ψίθυροι του βρασμού

 


Σε χαιρετάω στον Ήλιο, στον αέρα σου μιλώ.

Μιλάω με σιγουριά σε κάποιον από το υπερπέραν.

Κρατώ το μειδίαμα σου, το τέλειο σα "γιαπωνέζικο" είναι,

με μια μακάρια ευδαιμονία πως κάνω κι αυτό που θες.

Είμαι η ολοκληρωμένη υπόθεση που θα ανεβαίνει σκηνές

Που σε όσα κομμάτια και να τη σπάζουν, όσο κι αν

την ανακατεύουν, παραμένει η ίδια ιστορία δραματικά.

Να χωρά σε κάθε στιγμή με συναίσθημα. 

Παντοδύναμη αειπροσωπία, 

να ταιριάζει ακριβώς στο σχήμα της καρδιάς που αγαπά,

γύρω της ακόμα κι ως πλαίσιο, να γίνεται ο περίβολος της.

-Γίνεται κι η καρδιά περιβόλι που λένε.- Να οργώνεται, να

φυτεύεται, να ποτίζεται, να ζει τη ρομαντική μοναχική

ζωή του κηπουρού. Να αστράφτει όσο διαρκούν, άξαφνα σαν

οράματα, τα ξεμοναχιάσματα και τα φαινόμενα του φεγγαριού.

Ντύνομαι - γίνομαι αυτό που εννοείται από το μειδίαμά σου

Είναι μυρωδιά συναισθαντικής από μέλλοντος μνήμης. Οι ψίθυροι

από το βρασμό στη μέση μιας αλκοολικής ζύμωσης . Απαλή κι ατμώδεις

, περήφανη, σαρωτική, σχεδόν περιφρονητική, κυρίαρχη τροπή.

Αυθεντική, αυθάδης αυθεντία, έχοντας στο τσεπάκι της την αυτοκτονία

, αλλά και τη δύναμη να κρατά το κάτι που δε χρειάζεται τίποτα.

Που δε χρειάζεται τίποτα άλλο εκτός από αυτό για να ζήσει. Να είναι,

να γίνεται πως γίνεται το αίσθημα του ανεκπλήρωτου να σε εκπληρώνει.

Ασύγκριτη, ολόδική σου ακέραιη αγάπη. 


( Γιατί ότι υπάρχει δεν χρειάζεται αποδείξεις )

 

Σε απόσταση ανυπόστατη. 

Καθολικό σημείο χι, 

όπως χαρά, όπως χάραμα,

χαραγμένο όπως χάρισμα. 

Ζυγισμένο πέταγμα ταφ αλφαδιά.

   

[Έχω το ξύλο, την πέτρα, το χαλκό να μας φυλάνε.

Έχω αμέτρητα ξύλινα βέλη 

που με χαλκό έχουν τη πέτρα δεμένη

Τα έχω θρεμμένα στο σώμα μου,

το σώμα μου μέσα του τα έχει χωνέψει.

Δικά μας όλα βαθιά τα κρατώ 

κι από τα δικά μας τα χέρια σπασμένα. 

Μα κοίτα με,

κοίτα σε, 

θα σου πω κάτι να το θυμάται.

Εσύ είσαι η πέτρα. 

Η πέτρα μας είμαστε εμείς.] 



και είμαστε σαν αυτές τις πέτρες που όταν τους ρίχνεις κρύο νερό βγάζουν ατμό, λες και βράζουν !

}


 

 

( art , δε ξέρω αν μπορεί κάποιος να διαβάσει την υπογραφή ) 


the day you left

 


Ηλέκτρα: Άσε με να σου πω λίγο. Βλέπω στον ύπνο μου διάφορα. Ξυπνάω με τη σκέψη σου, με την εικόνα σου ολόκληρη. Πόσο θα ήθελα να ξυπνήσω μια μέρα και να μπορώ να σε πιάσω! Μετά μέσα στη μέρα μια απελπίζομαι μια δυναμώνω. Όταν δεν ελπίζω τίποτα όλος περιέργως νιώθω πιο κοντά σου. Είναι τρομερή μια τέτοια παραδοχή. Θανατική. Πιο θανατική κι από τον φόβο της αποτυχίας. -Ευτυχώς εκείνες τις στιγμές δεν πιστεύω ούτε στον συντονισμό.- Ισως να ζω μια αποφόρτιση κι αυτή η οπτική αφήνει μια χαραμάδα φωτός, την έξοδο από τη στοά. Αλλά από την άλλη μου ακούγετε πολύ αστείο να καταφέρω να μηδενίσω. Να απειριστώ. Απειρισμός, ναι. Δυσκολεύομαι στην αποθέωση για να λυτρωθώ. Γιατί ήταν πολύ χωμάτινο το φέρσιμο. Σίγουρα δε φέρονται έτσι όσοι κατοικούν στα σύννεφα και σίγουρα δε φέρονται έτσι όσοι μπορούν να ντύνονται την ψυχρή σοφία της αθανασίας. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την προς στιγμήν, ας πούμε φαινομενικά, κτηνώδη, πανικόβλητη συμπεριφορά. Bad timing πες να τελειώνουμε τώρα μ' αυτό . Έτσι κι αλλιώς πταίσμα, πταισματάκι μου φαίνεται μπροστά στο μέγεθος του εγκλήματος για το χώρια που ζούμε. Μετά τρελαίνομαι που δεν μπορέσαμε να στηρίξουμε σταθερά, έστω κουτσά στραβά, τη φιλία. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Έχω κολλήσει τρελά να θέλω, να πιστεύω πως το σώμα σου είναι το μόνο μέσο που θα με κάνει να καταλάβω. Να καταλάβω κι εμένα κι εσένα.

Ελένη: Παιδί μου τι λες; Εγώ κι αν δε καταλαβαίνω τίποτα από αυτά που λες. Ηλέκτρα μόλις συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Σύνελθε! Ρε, γαμώτο, μου έχει πει η Ελίζα ότι είσαι μυστήρια μα εσύ πας να με κάψεις τελείως! Τι συνθηματικά είναι αυτά τώρα;

Ηλέκτρα: Εμ, ουφ, τι ωραία! Θα τα βρούμε. Να έρθω λίγο πιο κοντά; Έλα πάμε, λέω καλύτερα να μπούμε μέσα όταν έχει ήδη ξεκινήσει η παράσταση για να αποφύγουμε τα  αδιάκριτα βλέμματα. Να τέτοια βλέμματα, όπως σε κοιτάζω εγώ τώρα να! χαχα. Τι χιούμορ... Ήθελα να πω είμαι πολύ χαρούμενη που επιτέλους σε βρίσκω και πάμε εκεί! 


( art Aenami the day you left me)

στη Γκέμμα

 


-Ναι;

-Γειά. Εμ… Δε χρειάζεται να συστηθούμε –θα μας έπαιρνε και το ξημέρωμα με κάτι τέτοιο…- άσε που έχουμε απόψε να πάμε στη Γκέμμα! Σωστά. Συγνώμη που δεν σε πήρα αμέσως, θα καταλάβεις. Πες ναι!

-Δεν το πιστέυω! Πώς τα κατάφερες!

- Άκου. Θα κρατώ ένα μεγάλο πορτοκάλι, γιατί δεν πρόκειται με τίποτα να με γνωρίσεις αλλιώς. Στις οκτώ. Αμάν! τα δευτερόλεπτ! Τουτ…

Αυτή ήταν η πρώτη ζωντανή επαφή τους. Και η πρώτη απόπειρα της Ηλέκτρας να εμφανιστεί σε δημόσιο χώρο μετά την επιστροφή της στην Αθήνα. Ήταν τελείως παρακινδυνευμένο όλο αυτό αλλά δε θα ανέβαλε πια τη συνάντηση για κανένα λόγο. Ακόμα κι αν ερχόταν το τέλος του κόσμου, κυριολεκτικά όμως. Γιατί έπρεπε πρώτον να συναντήσει την Ελένη, να της δείξει πώς θα γινόταν από δω και πέρα. Και δεύτερον στο θέατρο βρισκόταν το καινούριο της τσιπάκι, το ειδικά πειραγμένο γι’ αυτή. Θα το έπαιρνε από κάποιον μυστήριο τύπο, τον φωτιστή του θεάτρου, όπως είχε ήδη κανονιστεί.

Έμεινε για λίγο να κοιτά την οθόνη του τηλεφώνου και να θυμώνει που αυτό έκλεισε αυτόματα, ένα δευτερόλεπτο πριν ολοκληρωθεί το σκανάρισμα της κλήσης ώστε να αποφευχθεί η ταυτοποίηση και ο εντοπισμός. Ύστερα έκλεισε απαλά τα μάτια,  χαμογέλασε κάπου ανάμεσα σε μια βαθιά ανάσα κι έναν γουργουριστηκό αναστεναγμό. Γιατί ήξερε πως αν δεν ήταν έτσι η κατάσταση ίσως και να μην την συναντούσε ποτέ..

Σίγουρα αν ήταν αλλιώς τα πράγματα δεν θα τη γνώριζε σε αυτό το βαθμό. Είχαν ζήσει ήδη αρκετές ζωές μαζί, όμως αυτή έμελε να είναι η πιο σημαδευτηκή. Ήξερε πως οι δυο τους θα γύριζαν το κλειδί για να αλλάξει ράγες και να πάρει στροφή ολόκληρη η Ιστορία. Η φόρμουλα είχε εφαρμογή, αυτό δε μπορούσε κανείς μα κανείς να το αμφισβητήσει. Αρκεί να άρχιζε να τρέχει η εφαρμογή για να την δουν και να την παραδεχτούν, θέλοντας και μη, όλοι.  Το ασύλληπτο μέγεθος της εφεύρεσης που διαμόρφωσε τη φόρμουλα, καθώς και ο ίδιος ο ρόλος της στην εν δυνάμει εφαρμογή της, προκαλούσε δέος στην Ηλέκτρα.

Αυτή τη φορά όμως έμεινε απλά να σκέφτεται την Ελένη. Όχι, όχι δε σκεφτόταν ακριβώς. Ένιωθε την άχρονη προσμονή όπως είναι η χαρά στις στιγμές μετά την ικανοποίηση. Λες και βρισκόταν στο εργαστηριακό περιβάλλον του αέρα μέσα στο κενό που σφίγγουν δύο παλάμες. Μετρούσε την ατμοσφαιρική πίεση της βεντούζας. Και πραγματικά χανόταν μέσα σε αμέτρητες ατμόσφαιρες. Έφτιαχνε γύρω της τη δική τους ατμόσφαιρα και ανάσαινε με τέτοια τρομακτική ευχαρίστηση που κόλλαγαν κι έσβηναν όλα.

Αν είναι δυνατόν! Εδώ παιζόταν η έκβαση της εφαρμογής κι η ζωή της στο χιλιοστό! Κι αυτή ήταν μέσα εκεί, μες το κέντρο, αναπάντεχα χτυπημένη.

Προσπαθούσε μάταια να το εκλογικεύσει. Να δεχτεί ότι είχε, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, μαγευτεί  από τον ρόλο που έπαιζε η Ελένη στην όλη υπόθεση. Χωρίς να βγάζει κάποια άκρη. Γιατί είχε βέβαια δεθεί με δασκάλους και μέντορες πολύ πιο στιβαρούς ως προσωπικότητες, ανθρώπους πανέμορφους, γοητευτικούς, αδιαμφισβήτητα θαυμαστούς και καταξιωμένους. Όμως δεν είχε πάθει ποτέ κάτι ανάλογο. Ακόμα και τότε παλιά που νόμιζε πως ήθελε να πεθάνει λόγο κάποιου έρωτα.

Αυτό ήταν κάτι το διαφορετικό.Ο πόνος των αισθήσεων γινόταν πρωτόλεια ζωοποιός, άνοιγε τον ορίζοντα. Η συνάντηση αυτή που λαχταρούσε άπλωνε ένα ρίζωμα που την πλημύριζε με μια δίψα για την ζωή. Την ένιωθε λες μέσα στη ψυχή της. Βίωνε το γεγονός ως μια ατέρμονη αναζήτηση. Με απελπισία σκεφτόταν πως ακόμα και αν γινόταν να της δοθεί, πραγματικά, θα της έπαιρνε σίγουρα έναν αιώνα ως την κορύφωση, με τόση ένταση που έχει ώσπου να την βγάλει.

Έμεναν λίγες ώρες ακόμα για να ετοιμαστεί. Να τσεκάρει τη διαδρομή, να θυμηθεί όλες τις λεπτομέρειες για τις κινήσεις που έχει να κάνει. Η διαδικασία χρειαζόταν όλες τις αισθήσεις της σε υπερδιέγερση, το εκατό τα εκατό της. Ύστερα θα μπορούσε πάλι να χαλαρώσει και να ονειρεύεται το υπέροχο λιώσιμο.     

 

  ( photo printerest )


Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

secret tryst

 


Μεγάλη ιστορία το πώς η Ηλέκτρα είχε κατορθώσει να το σκάσει από το Βόριο Ερευνητικό. Της έφτανε μια συντονισμένη ανάμνηση και μόνο για να την ξυπνήσει και να της πυροδοτήσει όλα της τα χαρίσματα.

 Έφυγε από κει μόνη της, χωρίς να ανοίξει ούτε ένα ρουθούνι. Σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε πως είχε τηλεκινηθεί. Τουλάχιστον αυτό άφησε να εννοήσουν οι άνθρωποι που την παρακολουθούσαν. Αν έψαχναν την τοποθεσία που τους είχε δώσει στο τελευταίο της -όπως το είπε- σημείωμα, θα έβρισκαν όντως το τελευταίο στίγμα από το τσιπάκι της και κάτι σαν απανθρακωμένο σκελετό, ίδιο με τον δικό της, την σκόνη του και καλά σώματός της. Είχε εκπληρώσει, τους έλεγε, την μεγάλη της επιθυμία, να ενωθεί με τα αστέρια μέσα από μια μυσταγωγία  εξαΰλωσης, στέλνοντας την βιοενέργειά της στον πλανήτη Ρας. Δεν ήταν ακριβώς ότι θυσιάστηκε κάποια όμοιά της στη θέση της, ούτε και σύμπτωση ήταν. Αλλά πραγματικά δεν έχει τώρα αυτή η ανάλυση κάποια ιδιαίτερη σημασία.

Αυτό που έμενε ήταν να μπορέσει να κρατηθεί αόρατη από το πανταχού παρόν μάτι του Α.Π.Σ. Μιά τόσο διαχυτική προσωπικότητα με τον εκρηκτικά παρορμητικό χαρακτήρα και το σαρωτικό πέρασμα της Ηλέκτρας έπρεπε τώρα να ζήσει ως ένα επτασφράγιστο μυστικό. Είχε προπονηθεί αρκετά πάνω σε αυτό όσο καιρό ετοίμαζε τη φυγή της από το Βόρειο Ερευνητικό, τώρα όμως δεν θα χωρούσε κανένα περιθώριο λάθους. Έπρεπε να μελετάει κάθε της κίνηση και να εμπιστεύεται τυφλά την Ελένη και την Ελίζα.  


( art Garsot / secret tryst)

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Ανέκδοτο με νόημα

 Είναι ένας βιολιστής και πάει στην βασίλισσα. Της λέει ότι μπορεί με τη μουσική του να εξημερώνει τα ήθη ακόμα και τα άγρια θηρία. Ωραία του λέει θα σε βοηθήσω να το αποδείξεις. Παίρνει τα χρήματα ο βιολιστής και πάει στη σαβάνα. Βγάζει το βιολί του το ψεκάζει και ξεκινάει να παίζει. Τον βλέπει μια τίγρης τρέχει να τον φάει, στα είκοσι μέτρα τρέχουν τα σάλια της, στα δέκα μέτρα ανοίγει το στόμα στα πέντε μέτρα πηδάει, στο ένα μέτρο ααααπ κάθετε κάτω να απολαύσει τη  μουσική. Τον βλέπει το λιοντάρι, τρέχει, τρέχει, στα είκοσι μέτρα δείχνει τα δόντια του, στα δέκα μέτρα έχει σηκωθεί η τρίχα και η ουρά του, στα πέντε μέτρα φερμάρει, πλησιάζει στο μισό μέτρο ααααπ κάθετε κάτω καταγοητευμένο από τη μουσική. Τον βλέπει ο πάνθηρας τρέχει τρέχει τρέχει στα είκοσι μέτρα τρέχει στα δέκα στα πέντε στο ένα χαααααπ τον τρώει και μένει μόνο το βιολί. Κοιτάζεται η τίγρης και το λιοντάρι και λένε: ε τον μαλάκα τον κουφό, μας χάλασε τη συναυλία.

  

Ανεβαίνοντας στη σκηνή


Η Ελίζα χαμογελούσε ελαφρά και στα μάτια της καθρεφτιζόταν κάτι που θα μπορούσαμε να το πούμε συμπάθεια.  Είχε καταλάβει ότι η Ηλέκτρα αισθανόταν την ελευθερία να εκφράζει σε αυτή κάθε της συναίσθημα.  Πως ένιωθε ότι δεν θα προκαλούσε κανένα ατύχημα ότι και να της έλεγε. Είχε φτάσει στο σημείο να μπορεί να εξομολογηθεί τα πάντα, ξέροντας ότι δε θα πάθαινε κάτι κακό από τις εξομολογήσεις αυτές, ότι δε θα κρινόταν. Άνοιγε την ψυχή της και απελευθερωνόταν από ότι  βάρη κουβάλαγε μόνη της. Χαιρόταν τη δύναμη της ελεύθερης έκφρασης, μια δύναμη που δίνει αυτοεκτίμηση -πολύ πιο σημαντική και ουσιαστική ιδιότητα από την αυτοπεποίθηση και πολύ πιο δύσκολη. Έτσι άρχισαν να μειώνονται  οι άλλες εκρήξεις που φυσιολογικά υπάρχουν όταν δεν υπάρχει ελεύθερη έκφραση.  Το τραύμα που βιώνοντάς το της στερούσε τη θέαση της πραγματικότητας άρχισε να παίρνει τη μορφή του ιστορικού γεγονότος.


Ηλέκτρα, νομίζω είσαι έτοιμη να πετάξεις τα βάρη της στενοχώριας για την απώλεια που σε πλήγωσε.  Να αγνοήσεις κάθε λογικοφανή ανάλυση των καταστάσεων. Είναι τόσο πολλά τα μη φανερά που εμπλέκονται σε κάθε συμπεριφορά, ώστε τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι πολύ λίγα για σωστό αποτέλεσμα. Καλύτερα να ακούμε τη διαίσθησή μας, δηλαδή πού η καρδιά μας αναπνέει. Βλέποντας μόνο το εμφανές, και άρα αγνοώντας τα βαθύτερα αίτια της συμπεριφοράς του άλλου, καταλήγουμε εγωιστές, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αφού ουσιαστικά αγνοούμε τον άλλο και ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά του με βάση τι θα σήμαινε αν κάναμε εμείς αυτό που κάνει  -όμως εκείνος μπορεί να το κάνει από τελείως άλλα κίνητρα και να έχει άλλη ερμηνεία. Ο φόβος όταν τον κοιτάζεις κατάματα διαλύεται.  Εκείνος που εμπιστεύεται έχει τη δύναμη να αγνοήσει τον πόνο που δύναται να του προκαλεί ο άλλος, γιατί είναι από ανασφάλεια και μεγάλη επιθυμία στο βάθος, – έτσι αλλάζουμε. Νιώθοντας πλέον αυτοεκτίμηση και ασφάλεια. Τότε «λύνονται τα μάγια και σπάει η κατάρα» .




( fotos by me / Kalamata dance festival 2020 )

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

«Μη ζητάς τριαντάφυλλα από κάποιον που τα πέταξε κάτω»

 

-Δεν πιστεύω πως (μας) ταιριάζει αυτός ο τίτλος αλλά θα βοηθήσει στην ενδοσκόπηση-

Εισαγωγή: Μπαίνω στον πειρασμό και θέλω να κάνω τη μυσταγωγία για καλύτερα ποιήματα, να εφαρμόσω μεθόδους θετικού ψυχοπροσανατολισμου. Όμως προέχει η πηγαία έκφραση, η εκτόνωση και η αυθεντική επικοινωνία. Γιατί βλέπω πως στο σημείο αυτό χρειάζεται να δοθεί μια εξήγηση. Βέβαια όλες οι απαντήσεις και οι αποδείξεις είναι στα σώματα. Η εξήγηση είναι πάντα ο έρωτας, εννοείται. Όμως θα επιχειρήσω εδώ, τώρα, κάτι που χρειάζεται για χάρη της αληθινής ιστορίας. (Ώστε και τα λιοντάρια να αποκτήσουν έναν ιστορικό).  

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Έψαξα πολύ να την βρω, είχαν περάσει χρόνια. Με είχαν πάρει στο Βόρειο ερευνητικό και είχαμε χάσει κάθε επαφή. Η ανάλυση από μια βίαιη διακοπή είχε μείνει στη μέση. Στο σημείο  που το συναίσθημα του φόβου της αποκάλυψης δεν ήταν για την συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά υπήρχε ως τρόπος σκέψης για κάθε κατάσταση. Ήταν το παιδί που είχε κάνει τη ζημιά για να μας προκαλέσει το ενδιαφέρον. Κι όμως δεν έπρεπε κανείς να καταλάβει ότι ήταν αυτό. Πόσο λαχταρούσε μια αγκαλιά μα είχε καταφέρει να του φωνάζουν και να είναι θυμωμένοι μαζί του. Ήταν η αδυναμία τους να χωρέσουν στην αγκαλιά τους αυτό το παιδί που είναι ότι πολυτιμότερο έχουν. Ήταν η ανασφάλεια του παιδιού να καταλάβει ότι εκείνη την ώρα έπρεπε να ζητήσει ακριβώς αυτό που θέλει.

Ελίζα, αλήθεια πόσο μπορεί και μας τρελαίνει ακόμα και ως ιδέα η απόρριψη. Να μας φέρνει στο σημείο της απόγνωσης που να γίνεται πράξη από εμάς τους ίδιους!

Την ήθελα στη ζωή μου με κάθε τρόπο. Μπορούσα να είμαι το έπιπλο που ακουμπάει την τσάντα της. Να είμαι ένα αγαπημένο βιβλίο. Ο αέρας που ανασαίνει. Αβάσταχτο είναι να είσαι άνθρωπος όταν τρέμεις το λάθος. Να θέλεις κάτι και να στέκεσαι στον ίσκιο του. Να είσαι στην πόρτα ενός κήπου και να μη θες να πατήσεις ούτε χιλιοστό του, μην και τον χαλάσεις. Κι αυτός να χορταριάζει σιγά σιγά και να σε φράζει μέσα στην πόρτα.

Όταν ήμουν μικρή και ξυπνούσα από κάποιον εφιάλτη, άφωνα τέντωνα τα μάτια μου στον άσπρο τοίχο. Πίεζα το μυαλό μου να σκεφτεί τα μίκυ μάους που μου άρεσαν κι έτσι μετά από κάποια ώρα ξανακοιμόμουν.

Ένιωσα μαζί της, ότι μοιραστήκαμε ψυχικά μας κομμάτια. Εφιάλτες και όνειρα. Μπορούσα να της μιλάω όπως ακριβώς τρέχανε οι σκέψεις μου. Και πίστευα πως μ’ ακούει, πως καταλαβαίνει και έβλεπα πως είναι ακόμα δίπλα μου. Αυτό σήμαινε πως θα μπορούσα να πράξω και έτσι ακριβώς όπως τρέχανε οι αισθήσεις μου. Γιατί δεν έγινε αυτό; Γιατί είχα την απόρριψη δεδομένη από μια χαζή ταμπέλα που έλεγε ας πούμε «ιδιωτικός χώρος».      

Χτύπαγα το κεφάλι μου στην ταμπέλα για χρόνια ώσπου κάποια στιγμή την έσπασα. Έχεις δει σκυλιά να τρελαίνονται; Λένε ότι μεγαλώνει τόσο ο εγκέφαλός τους που αρχίζουν να τον πιέζουν τα κόκαλα του κρανίου. Κάτι τέτοιο πρέπει να έπαθα κι εγώ την ώρα που κοκκίνισε το κεφάλι μου όλο. Δεν το χώραγε ο νους μου αυτό που έβλεπα. Περνούσαν όλα με ταχύτητα από μπροστά μου, αυτά που έζησα κι αυτά που με καλούσαν, περνούσαν από μπροστά μου λες και πέθαινα. Κι είχα ένα κεφάλι κατακόκκινο που τόσα χρόνια καταχτυπημένο. Έτσι προκαταβολικά έζησα την απόρριψη. Έπειτα την διεκδίκησα στην πράξη με σθένος. Κι αυτή μου την επικύρωσε απλά. Βάζοντας μια καινούρια και μεγαλύτερη ταμπέλα «ΠΡΟΣΟΧΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΣ ΧΩΡΟΣ νόμος τάδε».

Είμαι απελπισμένη Ελίζα. Είμαι ότι πρέπει ας πούμε για να καταταγώ στον στρατό.  Όμως πρέπει να βρω στον εαυτό μου μια ιδιότητα.  Και τα θέλω όλα γαμώτο. Κι όταν λέω όλα εννοώ εκείνη.

Παίρνω βαθιές αναπνοές. Φτάνω τον αέρα μέχρι τις σάλπιγγες. Φτιάχνω φλόγες στα δάκτυλά και αυτές ξεκινάν και χορεύουν μέσα μου, γίνονται χρώματα καθώς περνάν τα όργανά μου. Έτσι καθαρίζω. Ξαπλώνω και παίρνω τη κλειστή στάση του Βιτρούβιου, ανοίγω τις παλάμες και θεριεύει η φλόγα. Μετράω και μπαίνω στο άλφα από τα αριστερά, της μιλάω. Της λέω πόσο την αγαπάω, πόσο μου λείπει κάθε τις κύτταρο, πως ότι έχω ζήσει στη ζωή τα έζησα για να μπορέσω κάποια στιγμή να την καταλάβω. Κοίτα τη δύναμή μου, η σκέψη μου ανεβαίνει στο στερέωμα. Γίνεται μια αχτίδα που φτάνει στο μυαλό σου. Κρατάω ένα διάφανο ραβδί από φως και μόλις το αφήνω ριζώνει στο στήθος μας και γίνεται αίμα που βράζει. Είμαι εκεί και την αγκαλιάζω. Κάπου που δεν υπάρχει καμία ταμπέλα. Εκεί που είναι σχεδόν όλα αυτονόητα. Στη χώρα της επίγνωσης πες.

Ελευθερία, εννιά γράμματα. Αγκαλιά, επτά γράμματα. Έρωτας, πέντε γράμματα. Ζωή, τρία γράμματα. Η , ένα γράμμα. Το όνομά της οκτώ γράμματα. Γράμματα δέματα. Πακέτα μεγατόνων.

Πόσο χάρηκα που ζεις Ελίζα! Πέρασαν τόσα χρόνια και τώρα πια δε μπορεί κανείς να σε υποψιαστεί. Οι απαντήσεις είναι όλες στο σώμα της. Ο δρόμος για να τη βρω είναι ίδιος ο δρόμος της αυτογνωσίας. Κι εσύ μπορείς να με βγάλεις εκεί.


(art Salvador Dali / γυναίκα με επικεφαλής τριαντάφυλλα)

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Ατέλειωτο τραγούδι

 Ήθελα να ' μαι κατοικίδιο 

         Λιγωτικά να τρώω 

               το μισό απ' τον κεσέ

Να πίνω και νερό

          εφτά οκτώ γλωσσιές

                          Όμως

Στα πόδια σου αγανάκτησα

                                  όλο  μανούβρες και

                  μη 

        σολ ντο γουργουρητό

 

μπαμ μπαμ

 

Έτσι, θα στο ιστορήσω , μπαμ μπαμ, όπως και έγινε

-για εισαγωγή βάλε ότι θέλεις αναγνώστη-

Κάπου βάλε το σε δράμα μαύρης κωμωδίας

και κράτα το να στάζει γέλιο από πνιγερή κραυγή. 

Όπως συμβαίνει καθώς ρεμβάζεις να πατάς 

το πόδι σου με το σιδερένιο πόδι της καρέκλας 

στο τραπεζάκι σου σαν κάθεσαι στην αμμουδιά.


Όπως σαν κλείνει Η πόρτα και σου πιάνει όλα τα δάκτυλα.

Όπως  όταν ξεχνάς την τελευταία δρασκελιά απ'Τα σκαλιά.


Ίσως να ήθελες να βάλω δράμα πιο αξιοθέατο, 

να σου πω για λαβυρίνθους πράματα πιο τρομερά

Να πω για αβύσσου έρεβος, ψυχές και κλάματα

που ξύνουν τραύματα ιερά. Να φέρω πονεμένο υλικό.

Για προδοσίες να μιλώ να σχίζω γράμματα

Να ανακατεύω στη φωτιά τον σπαραγμό


Όπως σαν κλείνει Η πόρτα και σου πιάνει όλα τα δάκτυλα.

Όπως  όταν ξεχνάς την τελευταία δρασκελιά απ'Τα σκαλιά.


Δεν είμαστε όμως χθεσινοί, όλα τα μύδια τα ανοίξαμε

Έχουμε χίλιες φορές τις μαργαρίτες μαδημένες 

κάψαμε λιβάνια, κάψαμε σόλες, περάσαμε στο τετ α τετ

τις βιβλικές μας μπόρες. Έχουμε κάνει κι ερημίτες και ναυαγοί

Έτσι γνωρίζουμε καλά πως οι απαντήσεις όλες 

κι όλες οι αποδείξεις βρίσκονται πάνω στα σώματα

Όπως εκείνη η τρύπα απ' το καρφί εκεί. Γι' αυτό

να σ'έχω εμπρός μου για να φτιάξω χάρτη,

πειρατικά να βγω απ' τα σημάδια μας στον θησαυρό.


[ Κι έχω, εντάξει έχω ακόμα μπόλικο 

για να σκοτώνω εαυτό 


να μας ταΐζω ]










Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Χίλιες και μια αναρτήσεις νύχτας

  θα ήθελα να έγραφα ένα κείμενο που να μου το ψιθύριζε απόψε ο Σαρίγια. Αλλά η ψυχολογία μου τώρα ταιριάζει με του Όσκαρ Γουάιλντ. Καμιά φορά μπορώ και φορώ του Ντόριαν τη σαγήνη, όμως είμαι ακόμα πιο βαθιά, είμαι στο κελί του de profundis. Αλήθεια θα ήθελα πολύ να εμπλουτίσω το βιογραφικό μου με δικαστήρια και φυλακές για σένα. Ας όψονται τα δυο μωρά. Γι' αυτό και λέω πως είμαι τραγικότερη φιγούρα από αυτή του Γουάιντν, γιατί δεν μου επιτρέπεται η δόξα και η τιμή της καταμέτωπον επίθεσης. 


Δεν θα έγραφα καν αυτά τα πράγματα αν δεν με είχαν κυκλώσει οι συμπτώσεις. Βρίσκομαι στο Σεργιάνι και κοιτώ το ηλιοβασίλεμα πριν λίγες μέρες. Ξεκινάω με την ανάσα σου. Κάποτε μπορούσα να σε προβάλω στα πάντα γύρω μου, να μεταφερθώ, να σε δω στα σύννεφα, στα βουνά, στα κύματα, να σε δω μπορούσα παντού. Πως τώρα μπήκες μέσα μου κι έγινες κάτι τόσο συγκεκριμένο και δε μπορώ να μεταφερθώ, να διαλυθώ στο σύμπαν. Κοιτώ το βουνάκι απέναντι προς την Ελαία κι αντί να βλέπω το βουνάκι στο το σώμα σου, βλέπω το στήθος σου στο βουνάκι. Γι' αυτό δε μπορώ να μεταφερθώ, γιατί έχουν γυρίσει τα πάνω κάτω. Γιατί θα έπρεπε να βλέπω το βουνάκι στο στήθος σου κι όχι το στήθος σου στο βουνάκι. Δεν γίνεται έτσι ποίηση, έτσι απλά καίγομαι άστοχα και άστιχα. Μετά από δυο μέρες έρχεται μια πολύ καλή φίλη ζωγράφος χωρίς να της έχω πει τίποτα και μου λέει πριν δυο μέρες έφτιαξα εδώ αυτό το έργο πάρ' το αν το θες, έχει και τίτλο, είναι το βουνάκι!!! Και έχει φτιάξει το βουνάκι απέναντι με την ψυχολογία μου όλη μέσα. 


Εξατμίστηκε το σύννεφο και έπεσα κάπου που θα έπρεπε να είναι η αγκαλιά σου. Κι έχω πέσει ούτε κι εγώ ξέρω που. Και δεν ξέρω πόση είναι η ξεφτίλα μου. Πόση είναι η ματαιότητα, πόση είναι η πιθανότητα, πόση είναι η ερωτική μου παράκρουση. Παράτησα τους υπολογισμούς και διαλέγω το όνειρο, το όνειρο ενός γελοίου ίσως αφού έχει πέσει η καλή του από το μπαλκόνι. Πες μου ότι είσαι κι εσύ σαν εμένα κι ότι απλά ήμουν εγώ τόσο ηλίθια. Πες μου ότι θες να γίνω ο ήρωάς σου. Πες μου ότι με ονειρεύτηκες στα μαλλιά σου. Πες μου ότι είμαστε εμείς στα γραπτά σου. Στα δικά μου εμείς είμαστε, αλλά νόμιζα πως δεν ήθελες και γι' αυτό έβρισκα τόσες πανικόβλητες δικαιολογίες που τα έκανα τελείως σκατά. Κι όλη μου η μάχη για να μη νιώθω αυτό που νιώθω. Κι όλη μου η μάχη για να φτάσω σήμερα να αποδεχτώ πως αυτή η μάχη με κινεί να τεντώνω ένα ελατήριο που αυτή τη στιγμή με τραβάει προς εσένα με πρωτόγνωρη δύναμη και με έχει χιλιοτσακίσει. Πες μου ότι ξέρω πως γράφονται τα αληθινά ποιήματα. Πες μου ότι είμαι ο ήρωάς σου. Ποτέ δε θα πεις κάτι τέτοιο. Εγώ όμως είμαι ο Ήρωάς σου. Θες ή θες είμαι ο ήρωάς σου. Μάλλον ακόμα κι αν δεν είμαι ο ήρωάς σου, εγώ είμαι ο ήρωάς σου. Μπορεί να μην είμαι ο Ήρωάς σου, αλλά ο ήρωάς σου μέσα μου είναι.

  

Αυτό που σκέφτομαι είναι πως πάω συχνά στο σταυροδρόμι που σε περιμένω. Στο όνειρο μου μια μέρα έρχεσαι εκεί. Σε βλέπω από μακριά να βαδίζει και σωριάζομαι στην μάντρα. Έρχεσαι μου δίνεις το χέρι σου και σηκώνομαι. Σ' αγκαλιάζω τόσο σφιχτά που χωρίς να το θέλω μου ξεφεύγουν λίγα χοντρά δάκρυα, -ξέρεις πόσο περήφανη είμαι-. Ξεκινάμε μια διαδρομή με πλεγμένα τα δάκτυλά μας μαζί. Δεν το πιστεύω ότι είσαι δίπλα μου! δεν το χωράει ο νους μου ότι αναπνέω τον αέρα σου. Οι αισθήσεις μου είναι στο σημείο του πιο ζωντανού ονείρου. Αν οδηγώ ψάχνω ένα ωραίο μέρος για να μπορέσω να σε κοιτάξω. Να σε κοιτάξω ηρωικά στο η ταν ή επι τας. Νιώθω ότι αν δεν το κάνω αυτό μια μέρα, η ψυχή μου δεν θα ησυχάσει ποτέ. Μετά η ζωή μου γίνεται εκδρομή. Χαρτί στυλό μουσική. Γίνεται ότι μ'αρέσει. Ωριμάζω σαν χαρακτήρας, αποκτώ νοητά όρια. Γεννώ ιδέες και τις πραγματώνω και ξανά και ξανά. Βρίσκω το νόημα στο να κάνω κάτι για κάτι άλλο. Την ισορροπία όχι για την ισορροπία. Την ισορροπία για κάτι. Για το εμείς μαζί. Δεν ξέρω πως να το πω, ξέρω πόσο θέλω να το κάνω. Μέχρι θανάτου το θέλω αυτό το ζωντανό όνειρο. Εσένα στην ζωή μου δίπλα μου, μέσα μου, παντού μου κέντρο κέντρο. Όχι ότι τόσα χρόνια δεν είσαι. Αλλά τώρα είναι συγκεκριμένο. Είναι ανθρώπινο, πήλινο. Γυρίσαν τα μέσα έξω. Βγήκε ο ουρανός έξω και μέσα μπήκε ο άνθρωπος. Πως να στο πω. Ένιωσα το αμοιβαίο και είναι αλήθεια. ΑΛΗΘΕΙΑ είναι. Κόβω το κεφάλι μου. Και δε με νοιάζει, ούτε εξετάσω τι και πως και γιατί. Rien ne va plus . Πιστεύω ένα τώρα, γεννήθηκα τώρα, έχω ξεκινήσει μια καινούρια ζωή μέσα σε μια διαχρονικότητα και μέσα στο τώρα. Και δεν πρέπει να παραλύω, πρέπει να βρω τον τρόπο να έρχομαι στο σταυροδρόμι και να ζω τις συναντήσεις μας. Να ζω για τις συναντήσεις μας. Να ζω και ωραία για να είμαι φρέσκια στις συναντήσεις μας. 


Ξέρω ότι μια μέρα θα βρεθούμε. Ξέρω ότι ο έρωτας μου έχει κλείσει όλους τους εύκολους (!) δρόμους. Ξέρω ότι θα με δεχτείς όταν είμαι στην γαλάζια με ροζ κέντρο περίοδο. Τώρα προσπαθώ να είμαι στην πορτοκαλί. Η κόκκινη με κατέστρεψε, δεν δύναται να διαχειριστεί εγκεφαλικά. Θέλω να προσπαθήσω να την φυλάω για να την αλείψω στην σάρκα σου. Περνάει σαν έκρηξη από το μυαλό μου, καπνός παντού, δεν βλέπω τίποτα. Έχω χάσει πάλι στο στριπ πόκερ και μασώ μια κιλότα πυρρίχια. Δε μπορεί λέω, θα λυγίσει και θα την βγάλει ας έχασα. Κοίτα να δεις που έχει πάρει τόσο προσωπικά τη νίκη που θα με αφήσει να ρουφάω βαμβάκι. Εντάξει, οι σοβαροί παίχτες δε σπάνε ποτέ τους κανόνες. Δεν πρέπει να μείνω έτσι να πεθαίνω. Τραβάω κι άλλο κι άλλο χαρτί να αρχίσω να γδύνομαι εγωισμό, φόβους, ότι υπάρχει για γδύσιμο. Στο παιχνίδι (!) ποντάρω τον εαυτό μου τον πιο γυμνό. Έτσι όπως μ'αρέσει να βουτάω στη θάλασσα και να την νιώθω ένα. 


(art Βάνα / Βουνάκι κι άλλα στο ίδιο μουντ, το πρώτο επί το έργον. Πενάκι, πολύ λεπτομέρεια δε το νέταρε η φωτογραφία και η απόδοση στο ζωντανό είναι ασύγκριτα παραπάνω )     

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

πρωινή φωτογράφιση

 Αυτές τις μέρες έχω τρελαθεί στις συμπτώσεις... και είμαι και λίγο εκτός. Θα το φέρω το υλικό όμως. 




Έλα αχτίδα μου που είσαι;


Να σαι και σε έπιασα! 


Έλα να σε ρίξω στα μάτια μου μέσα


συγκεντρώσου λίγο ...


αχ! γιατί μου φεύγεις !
 Ας πέσω να σ' ονειρευτώ πάλι...


και μετά πάω για μπάνιο!

 ( fotos by me / σήμερα πρωινό ξύπνημα. )

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Ανέκδοτο για την περίπτωσή μας

 Πάει ένας στο μπακάλη και του λέει:

-Θέλω ένα κιλό φέτα. Η φέτα είναι Π.Ο.Π. ;

-Ναι, πριν λίγο τραγουδούσε Μαντόνα.


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

γύμνασμα


Είναι η ώρα που μ'αρέσει

ο ορίζοντας το πορτοκαλί του φάσμα έχει φορέσει

Να αιωρούνται μέσα στο πούσι φαίνονται τα πέντε νησιά

και το ράδιο παίζει παλιά λαϊκά.


Η θάλασσα είναι ελαφρός ανατριχιασμένη

είν' το απέραντο δέρμα που την αύρα σου αποπνέει 

Για να φτάνει ως σε μένα η τρελή σου ευωδία 


Το φεγγάρι σα νύχι είναι το στραβό χαμόγελο της νύχτας 

έχει κλειστά τα μάτια αλλά έχει για μύτη το Δία


Όπου να ' ναι όλα τα αστέρια θα βγουν

να διαβάσω για σένα ότι έχουνε να μου πουν

λόγια δισεκατομμυρίων ετών

να με γυμνάσουν στου φωτός τις αποστάσεις 


Απόψε θα ερμηνεύσω τον ουρανό

Αν είναι τα αστέρια ακόμα στη θέση τους 

αυτό θα σημαίνει πως θα σε βρω


πως με λίγες πράξεις ακριβείας θα έχω έναν δρόμο

Να είναι μονάχα τα αστέρια στη θέση τους.


( art Paul Gustave Dore /Andromeda )



"la vie est belle"

 Ένα από τα όνειρα της ζωής μου είναι να ζω μέσα σε μια οικογένεια. Να ξυπνάμε να λέμε καλημέρα να τρώμε όλοι μαζί, να πηγαίνουμε πικνίκ κι εκδρομές, να στολίζουμε το σπίτι στις γιορτές, να ακούγονται παιδικές φωνές χαρούμενες, να βγαίνουμε στις συναυλίες της πλατείας και του πάρκου, σε οικογενειακές ταβέρνες, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις και στην Ανάσταση. Αυτά τα ζήλευα από πολύ μικρή που τα έβλεπα σε άλλους γιατί μεγάλωσα σε οικογένεια πιο διαλυμένη από τις διαλυμένες. Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι γεμάτες μοναξιά, σχεδόν δεν έχω οικογενειακές αναμνήσεις. Θυμάμαι έντονα τις διακοπές που έκανα με τα ξαδέρφια μου όταν με άφηνε η μάνα μου στους θείους μου, εκεί που σμίγαμε όλοι και οι οικογένειες αυτές γινόταν η μεγάλη μου οικογένεια. Στο σπίτι μου η μάνα μου δούλευε επτά με τρείς και πατέρας το περισσότερο διάστημα δεν υπήρχε. Με ξύπναγε ο αδερφός μου το πρωί και η παρουσία της μάνας μας ήταν ότι μας περίμεναν τρία ποτήρια γάλα στον πάγκο της κουζίνας. Ετοιμαζόμασταν μόνα μας και πηγαίναμε σχολείο. Έπειτα γυρνούσαμε από το σχολείο και μας περίμενε ένα κρύο φαγητό στην κατσαρόλα. Δεν τη θυμάμαι στις γιορτές του σχολείο ή στους ελέγχους. Πάντα κάποιος συγγενής, κάποια γειτόνισσα. Η μάνα μου γυρνούσε αφού είχαμε φάει και βλέπαμε κρυφά τηλεόραση γιατί ήθελε όταν ερχόταν να μας βρίσκει να διαβάζουμε. Έτσι μόλις την ακούγαμε τσακιζόμασταν για τα γραφεία μας. Συνήθως είχε πολλά νεύρα και κανείς δεν ήθελε πολλά πολλά μαζί της. Μας έκανε μια φευγαλέα επιθεώρηση και χανόταν μέχρι που νύχτωνε στον κήπο της όπου εκεί πραγματικά έκανε θαύματα τα οποία όταν τα έβλεπα με έκαναν να την συμπαθώ και να απορώ πως η μάνα μου που είναι τόσο αυταρχικός και σκληρός άνθρωπος φτιάχνει τέτοιες εύθραυστες ομορφιές. Την κοίταζα από το παράθυρο και ένιωθα πως την αγαπούσα κι ένιωθα περήφανη. Από πολύ μικρή άρχισα να αλητεύω. Δεν ήταν ακριβώς αλητεία. Έκανα κοπάνες από τα φροντιστήρια και πήγαινα και καθόμουν στα σπίτια με τις οικογένειες των φίλων μου.  Έβγαινα κι έμπαινα στο σπίτι μου ας πούμε κρυφά γιατί δεν ασχολιόταν και κανείς με το αν είμαι εκεί η όχι. Ο πατέρας μου γύρισε όταν ήμουν δεκατριών. Στο σπίτι υπήρχαν ανυπόφορες εντάσεις κι εγώ φρόντιζα να λείπω όλη μέρα ή να κοιμάμαι όταν μου επέβαλαν να μένω σπίτι, αν και συνήθως ήταν τόσο απασχολημένοι με τους καυγάδες τους που δεν μου έδιναν και πολύ σημασία. Τις μέρες που ήταν σχετικά καλά πήγαιναν μαζί στις ελιές μας και έλειπαν κι αυτοί όλη μέρα. Τις καλές μέρες ο πατέρας μου με έπαιρνε αγκαλιές και μου έλεγε ότι είμαι η πιο καλή η πιο όμορφη και η πιο έξυπνη. Αυτή η ανάμνηση πολύ με συγκινεί και του έχω τρομερή αδυναμία. Νομίζω ότι από αυτό κι εγώ όσους αγαπάω μ’ αρέσει πολύ να τους κάνω κομπλιμέντα και να τους ανεβάζω στο θεό με κάθε ευκαιρία. Και ήθελα να κάνω πράγματα που να επιβεβαιώνουν τα λόγια του. Έτσι πρόσεχα την υγιεινή μου, ήμουν καλή αθλήτρια, ήμουν στην μπάντα της πόλης περήφανη που συνέχιζα την οικογενειακή παράδοση, έλυνα πάντα τα μαθηματικά του σχολείου κι ονειρευόμουν ότι γινόμουν κοσμοϊστορικό πρόσωπο. Τα χρόνια που έλειπε ο πατέρας μου του έγραφα γράμματα από πολύ μικρή. Όταν επέστρεψε άρχισα να κρατώ σημειωματάρια, να γράφω σκέψεις και ποιήματα. Η εφηβεία μου ήταν πολύ ταραγμένη εσωτερικά πιο πολύ. Έχω προσπαθήσει να σκοτωθώ μερικές φορές και για κανα δυο χρόνια φορούσα στρατιωτικά ρούχα και ασχολιόμουν πολύ με τις πολεμικές τέχνες και τα όπλα. Ήμουν αγοροκόριτσο και με έπαιρναν πάντα τα πιο δυνατά αγόρια μαζί τους, πολλές φορές νόμιζα πως ήμουν εγώ ο αρχηγός.  Την πρώτη φορά που γλωσσοφιλήθηκα με ένα αγόρι ήμουν δεκατεσσάρων μου ερχόταν να ξεράσω για δυό τρεις ώρες μετά. Μέχρι τότε είχα ας πούμε «ερωτευτεί» ένα αγοράκι στο νηπιαγωγείο, τη δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού, τον γιό του δασκάλου μου στην Τρίτη δημοτικού και μια φίλη μου από την κατασκήνωση που αλληλογραφούσαμε κι όλας και είχαμε μια πολύ ρομαντική φιλία (μέχρι που έπεσα στα σκληρά το 2001 που με είδε και τρόμαξε και δεν ξαναμιλήσαμε από τότε). Στα δεκαπέντε μου ας πούμε ερωτεύτηκα και τα έφτιαξα με ένα αγόρι της ηλικίας μου για πρώτη φορά και έζησα έναν θυελλώδη έρωτα που έμελε να μείνει ανολοκλήρωτος γιατί το είχα πολύ ιδανικά στο κεφάλι μου, το πως και που πρέπει να γίνει, που όλο το σταμάταγα. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον  χωρισμό μας μετά από δυο χρόνια περιπετειώδους και έντονης σχέσης. Δεν ξέρω αν με κυνηγάει από τότε το ανεκπλήρωτο, πόσο ρόλο έπαιξε αυτό στην ευχαρίστησή μου σε ότι αφορά την αίσθηση του «ανεκπλήρωτου». Ναι, συγνώμη, ξεκίνησα να λέω για την οικογένεια. Για το πόση γαλήνη και ευχαρίστηση μου δίνει η οικογένεια που έχω τώρα. Το γλυκό σπίτι με το ζεστό φαγητό, τις ομαδικές δουλειές, τα παιχνίδια, τις παιδικές συζητήσεις και αγκαλιές. Η παιδική ηλικία είναι μια ηλικία που δεν έχω εξαντλήσει. Εδώ είμαστε ένα χαρούμενο «ορφανοτροφείο». Σε αυτό το σπίτι είμαστε όλοι παιδιά. Εγώ είμαι ο αρχηγός της ομάδας και τον ρόλο μου τον παίρνω πολύ σοβαρά. Μελετάω και προσπαθώ να παίζω και τον ρόλο της μητέρας αλλά δεν μου βγαίνει πιστά και δεν πιάνει σχεδόν ποτέ το αυστηρό, το απόλυτο, η τάξη στον χώρο. Προσπαθώ περισσότερο με την πειθώ, την θετική προσέγγιση, το φιλότιμο, τον αμοιβαίο αλληλοσεβασμό. Καλά είναι. Θέλω να είμαι συνέχεια δίπλα στα παιδιά να τους δείχνω τρόπους σκέψης και επιβίωσης μέχρι να περάσουνε τα επτά. Μετά θέλω να ξεκινήσω πάλι να «αλητεύω», να κάνουμε όλοι όλη μέρα τις δραστηριότητες που μας ωφελούν και μας ευχαριστούν. Όμως έχω και κάτι που ζητά κάτι από τη ζωή μου, ώρες ώρες πολύ επιτακτικά. Ζητά ολόκληρη τη ζωή μου και θέλω να την δώσω εκεί και την δίνω. Αυτή είναι η ζωή μου. Την δίνω γραπτά και νοητά, την δίνω προσπαθώντας κάποια επικοινωνία. Σε σκέφτομαι κάθε μέρα σου έχω πει, δεν φάνηκε να με πίστεψες. Σε σκέφτομαι πάντα όταν πλένω τα δόντια μου, όταν ρίχνω μπαχάρια στο φαγητό, όταν ρεμβάζω, όταν γράφω. Προσπαθώ να μη σε σκέφτομαι όταν κάνω έρωτα. Αυτό το ανεκπλήρωτο που περιέγραφες τον Ιούνιο, δεν ξέρω για ποιόν το έλεγες αλλά, εγώ το έχω ζήσει όλο μαζί σου. Και είναι πανέμορφο. Είναι τέτοια η δυναμική που βγαίνει από εκεί που αν συναντιόντουσαν ποτέ ελεύθερα δυο τέτοια αισθήματα θα μετακινούσαν βουνά. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι κακό, έχω βάλει κόφτη και δεν κοιτώ τα σκοτάδια, έρχονται φάσεις που βγαίνουν μόνα τους στο φως και αυτοκαταστρέφονται και μπορεί να παίρνουν τα σκάγια και τίποτα άλλα για φτιάξιμο. Μπορεί και να μη με αγαπάς, να μη με θες στη ζωή σου ή να μη θες εσένα στη ζωή μου και να είναι όλο δικό μου αυτό που βρήκε έναν ήρωα κάποιου άλλου να εκφραστεί. Και αυτός ο κάποιος άλλος να είσαι εσύ και έστω κι έτσι να σε θαυμάζω απεριόριστα, να σ’ αγαπώ για αυτό που είσαι και το χάρισμά σου, να θέλω να είμαι με όποιον τρόπο γίνεται κοντά σου γιατί ξεχωρίζεις τόσο που σου έχω δώσει την κεντρική θέση, την δική μου θέση, να την έχουμε μαζί. Και ο μόνος λόγος που θα άφηνα αυτή τη θέση είναι για να έρθω να κάτσω στην κεντρική θέση της δικής σου ζωής ή σε μια άλλη θέση που θα μπορούσε να κινεί και τα δυο αυτά κέντρα. Αμάν , άρχισα πάλι τις θετικές επιστήμες! Σκέψου θετικά. Σκέψου θετικά. Θέλω να φτιάξω κάτι στην Αθήνα. Βάλε τα δυνατά σου.  Είμαι σίγουρη πως αν το θέλουμε πραγματικά θα γίνει. Σε όποιο επίπεδο , σε όποιο πεδίο και σε όποιο ύφος κι αν είναι, είναι εντάξει για αρχή.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Περιποιούμαι τον φράχτη

Αγάπη μου ,

Θέλω να είσαι καλά, να είσαι με αυτούς που αγαπάς, να σου πηγαίνουν όλα πρίμα, να φτιάχνεις υπέροχα βιβλία, να περνάς ένα ωραίο καλοκαίρι. Να κάνεις όνειρα όμορφα, να ζεις μαγικά. 

 Είχες δει στον ύπνο σου το δρεπάνι του πατέρα μου πριν χρόνια. Το ήξερα πάντα πως μπορείς να ταξιδεύεις στον χρόνο, πως τα είχες δει όλα, πως εσύ είσαι ο δολοφόνος που θα ξεκάνει όλους τους εαυτούς μου για να αφήσει κάποια στιγμή αν αφήσει τελικά μόνο έναν. Αυτόν που εύχομαι να είναι για σένα, αυτός που αγαπάς. Να με αγαπάς. Το μυαλό μου αρχίζει με το ότι με αγαπάς. Κι εκεί η λογική αρχίζει και τελειώνει.

Όλοι μου οι εαυτοί σε αγαπάνε, όλοι. Μάλλον σε ερωτεύτηκαν τόσο πολύ που έπρεπε να σε αγαπήσουν ακαριαία αφού ο έρωτας άστοχος είπες. Κι εδώ η λογική τελείωσε πριν αρχίσει. 

Περιποιούμαι τον φράχτη που δεν έχει πόρτες κι είναι όλος ηλεκτροφόρα σύνορα κλειστά. Ένας ένας εαυτός μου πέφτει πάνω εκεί και καίγεται. Κάποιες φορές ξεκουράζομαι σε πρωτόλειο ψέμα και βρίσκω το στόχο στο όνειρο, να με εκφράζει ο ήρωάς σου, να πεθαίνω για σένα λυτρωτικά πως μ'αρέσει νομίζω ότι παίζω τον ίδιο μου τον εαυτό. 

Αυτό που συμβαίνει σε μένα είναι σε μένα όμως πλέον ανακουφιστηκά αποδεκτό. 

Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω κάτι καλύτερο να ζήσω, από αυτό που ζω. Την αποδοχή αυτή και το όνειρο. Το εμείς δεν το έζησα ποτέ με βεβαιότητα, ίσως να μην το έχει ζήσει και κανένας. Το πιο πιθανό είναι να μη το έχει ζήσει κανένας. Κι είμαι τυχερή που μπορώ έστω να το ονειρεύομαι.

Σίγουρα θα ήθελα να επικοινωνούμε κάπως. Προσπαθώ να επικοινωνώ με άλλες τεχνικές. Έπρεπε μάλλον να τα χάσω όλα για να κερδίσω ολόκληρο το όνειρο. Είμαι εντάξει με αυτό. Και είμαι ακόμα πιο εντάξει όταν σκέφτομαι πως ένας τρόπος υπάρχει να χάσω αυτό το όνειρο. Κι αυτός είναι αν γίνει το όνειρο απτό. Εδώ γελάνε! 

Να έχεις υγεία και χαρά. Την αγάπη μου αν τη θες.

    

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Το πιόνι (μισό σονέτο)


Έχω μείνει να κινώ ένα πιόνι που πάει μόνο μπροστά

Προσεύχομαι γρήγορα να φτάσει στης σκακιέρας το τέρμα

Έχω βάλει το βασιλιά με τους πύργους μου σε μια γωνιά

Οι τρελοί μου, τα άλογα, οι στρατιώτες σκοτώθηκαν όλοι


Δε παίζω συστήματα, δεν έχω ελπίδα καμιά 

Μόνο ένα όνειρο έχω. Να τερματίσω το πιόνι μπροστά

Θέλω να γίνει βασίλισσα το μικρό μου πιόνι.


( art Salvador Dali / Argos)

δύο ποιήματα για το περιβάλλον

 Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ


 Κάποτε εδώ ο Παυσανίας ανέφερε μια πηγή

Η μνήμη μου αμυδρά την φέρνει πίσω όπως την θυμόμουνα παιδί.

Κι ύστερα κάποιες συζητήσεις των μεγάλων

για μια γεώτρηση λίγο πιο πάνω που την στέρεψε.

Που τα νερά αντέστρεψε και κύλισαν σε πιο μεγάλο βάθος.

 

Ήταν και κάποιοι που υποστήριξαν πως με το νέο φράγμα

ίσως να γέμιζε ξανά ο υδροφόρος ορίζοντας

και να ζωντάνευε πάλι του Παυσανία η ιερή πηγή.

Πως γελάστηκαν όμως κι αυτοί! Με το σωτήριο τάχαμου φράγμα.

Το φράγμα είναι πολύ ψηλά και όσο πάει στερεύει και τις γεωτρήσεις.

Τώρα το δώσανε κιόλας στη μεγάλη εταιρία.

Κανείς από μας δεν πρόκειται να ωφεληθεί. Κάθε άλλο.

 

Εμάς μας κόβουν το νερό, σε μας,  τους φτωχούς ανθρώπους

για λίγες μέρες μόνο καθυστέρησης απ’ την προβλεπόμενη δόση.

Υπάρχει λένε, πιπιλίζοντας, πρόβλημα λειψυδρίας.

Κι οι άλλοι μες τις πισίνες τους, οι ξενοδοχειάρχες,

οι μεγαλοκαλλιεργητές που χρωστάνε τα εκατομμύρια οι απατεώνες

βγάζουν επαγγελματικό χαρτί απ’ την εισαγγελία να μη τους πειράζει κανείς.

 

Κάποτε εδώ θυμάμαι έτρεχε η πηγή του Παυσανία.

Εδώ εδώ ακρυβώς πλενόμουνα κι εγώ παιδί.

Ας βάλουμε τουλάχιστον μια ταμπέλα εις μνήμην.

Μέχρι να τιναχτεί η γη.

Μέχρι να αποδοθεί η φυσική δικαιοσύνη.  

 

 Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ


 Σε ένα κανάλι τοπικό είδα ένα γνωστό μεγαλοκαλλιεργητή να κλαίγεται.

Έλεγε πως από τα δυο 

εκατομμύρια που του εστοίχισε η καλλιέργεια

το ένα εκατομμύριο του πήγε στα νάιλον και τα πλαστικά εφόδια,

το άλλο μισό σε γεωπόνους φάρμακα, δηλητήρια, λιπάσματα  

έως που του έμεινε, ευτυχώς όπως είπε,

το άλλο μισό να το μοιράζεται με εργάτες μετανάστες.    

Ε τον καημένο, γύρω μου έλεγαν, που βολοδέρνει στην περιουσία του με τις τράπεζες,

με τόσο άγχος όλη μέρα, τι να τραβάει κι αυτός.

 

Μα λέω κανείς να μην κατάλαβε τι είπε τώρα!

Πως είπε πως τα τρία τέταρτα από τα λεφτά του τα έκανε βρωμιά.

Πως πρώτα πρώτα τα έδωσε στον πόλεμο του πετρελαίου και τον βιοχημικό.

Και πως μετά ότι του έμεινε, από τα λεφτά που έστειλε στον πόλεμο και τη βρωμιά,

τα έδωσε σε εκείνους που φύγανε από τη χώρα τους λόγο πολέμου.

Κι ύστερα οι μετανάστες δεν κατάλαβαν πως δούλεψαν

γι’ αυτά που σκότωσαν τους δικούς τους,

 γι’ αυτά που τους εβγάλανε από τα ίδια τους τα σπίτια!

 

Πόσο μα πόσο πιο απλά μπορεί να μας το πει κάνεις.

Μα κανείς δεν κατάλαβε!

 

Δεν λέω να την πάθετε, να αποσβολωθείτε σαν κι εμένα

που πηγαινοέρχομαι στην αγορά άδεια, άντε με ένα ρύζι βιολογικό.

Να μαζεύετε τα πεταμένα, να ανοίγεστε σε μελέτες για ένα μοντέλο διαφορετικό.

 

Μα έστω κάποιος έπρεπε να πει : Έλεος! Αυτός είναι για σκότωμα ο μαλάκας.



Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Ανέκδοτα με ιπτάμενα γαϊδούρια

 

*Είναι ένας γάιδαρος με μια γαϊδάρα και ζουν ευτυχισμένοι τον μεγάλο τους έρωτα σε ένα αγρόκτημα. Κάποια εποχή που δεν πηγαίναν καλά οι σπορές το αφεντικό πήρε την γαϊδάρα να την πουλήσει. Κλάμα κακό στον αποχωρισμό, είσαι η παντοτινή μου αγάπη, δε θα σε ξεχάσω ποτέ, όπου και να πας θα σε βρω και τέτοια. Μετά από κάτι χρόνια από τον πόνο του το σκάει από το κτήμα ο γάιδαρος και όπως μπαίνει σε ένα μπαρ να τα πιει βλέπει την γαϊδάρα του να φιλιέται με έναν γαϊδουριτσογκόμενο! Φτου σου της λέει κι εγώ τόσα χρόνια νόμιζα πως μ’ αγαπάς, πουτάνα καριόλα, τρέχει έξω από το μπαρ τρέχει τρέχει βρίσκει μια γέφυρα και πέφτει από κάτω. Τρέχει και η γαϊδάρα φωνάζει τι έκανα στον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου πέφτει κι αυτή από κάτω. Τρέχει και ο γαϊδουριτσογκόμενος σκύβει στη γέφυρα να δει τι έγινε γλιστράει, πάρτονε κι αυτόν από κάτω. Από κάτω είναι ένας που βοσκάει τα πρόβατά του και λέει: ρε παιδιά, ποιος πετάει γαϊδούρια!

 

*Είναι στην άγρια δύση κάπου στο Στρινγκ Βάλευ δυό μοσχάρια και βόσκουνε. Ξαφνικά βλέπουν ένα ροζ γαϊδούρι με φτερά να πετάει και να χάνετε πίσω από έναν λόφο. Μετά από λίγο βλέπουν κι άλλο ροζ γαϊδούρι με φτερά να πετάει και να χάνεται πίσω από τον λόφο. Μετά κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Κοίτα να δεις, λέει, που θα έχουνε φωλιά αυτά εκεί πέρα.  


πως πονώ και ντρέπομαι στο αντίο

 Μου έκανες νόημα να’ ρθώ να στα σκοτεινά να σε βρω

Κι ήμουν εκεί κάθε στιγμή   …μίλα κελί μου

Με την πνοή μου , στα ψηλά ντουβάρια, μέρες σου χάραζα

 

Τη μοναξιά μου μου τη θύμισαν οι πολλοί

ότι είμαι μικρή εκείνοι που δε ξέρω

την τρέλα μου την σιγοντάραν οι τρελοί

κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρνω

 

Και τώρα σε ποιόν να μιλήσω

                     σε ποιόν να τα πω

ποιος είδε τα χνάρια μου σ’ αυτήν την ατραπό

ποιος είδε το όνειρό μου το παλιό να με κυριεύει

ποίος ήρθε να με δει στη φυλακή

να με τραβήξει απ’ τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα

 

Μεγάλο θέμα …μεγάλο θέμα

 

Βαρυγκωμιά μου τράβα και χάσου μακριά μου

Κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε τι

Η μικρή θεωρία μου είναι νεκρή

 

Έτρεχα πάντα και στεκόσουν μπροστά μου

Η γη κι η θάλασσα γινήκαν η φωνή μου

Σημάδια στα περάσματα

Ποτέ δεν άλλαζα

Βλαστημούσα την ίδια τη στιγμή που αγαπούσα

…και γελούσα

Χιλιοκάλεστη μούσα – απ’ όλα παρόν απούσα.

 

Περίμενα σκεφτόμουν δε μιλούσα

ήμουν μικρή και μου έταζες πανάκριβα λούσα

Μα εγώ μου έταξα πως θα είμαι εδώ και θα αντέξω

 

Είπα κάλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω

Μα δε προβλέπετε αδερφέ μου να ‘μαι εγώ στην απέξω

Θα ξεδιψάσω μ’ ότι μένει τώρα στη στερνή γουλιά

 

Και μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν

Με έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δυό

Ένα κομμάτι μου πήγε για πάντα στα χαμένα

 

Κοιτούσα αλλού… ντρεπόμουν αν ακούσω το αντίο

Σε ποιόν να μιλήσω, που να πάω να τα πω

Σε ποιού ανέμου την άκρη να σκαρφαλώσω να φύγω

Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει να αγαπώ

 

Ότι αγκαλιάζω δυνατά μου φαίνεται πως το πνίγω

Κι ανοίγω …κι ανοίγω

Μια καταπίνω μια φτύνω

 

Να’  βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου

Να με τραβήξει απ’ τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα

 

Παραμύθια ξέχνα και στάσου κοντά μου

Σ’ άκουσα τη νύχτα να μετράς τα όνειρά μου

Σε ένα χαρτί τ’ ακουμπάς και ρωτάς αν είναι δικά σου

Πεθυμιά μου, ριζαριό από πνιχτό παρακάλι

 

Ήμουν εκεί κάθε στιγμή, μίλα φωνή μου

Σε μια ρωγμή μέσα εκεί βρήκα ήλιο και χάραζα

Πληγή μου σ’ άντεξα

Σε βάφτισα γη μου και ψέματα στα περάσματα ποτέ δεν άφησα

Δε σ'άφησα

 

Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα

Ξεδιψούσα με ποίημα και με το ποίημα μας ζούσα

 

Περίμενα …περίμενα σιωπούσα

Την ανάσα μου στο στέρνο στριμωγμένη κοιτούσα

Κόμπος στα χέρια

Κόμπος στη γλώσσα

 

Ίσα να μείνω εδώ στα όμορφα, στα όσα

Σ’ αυτά που με ανύψωσαν σ’ αυτά που με βαλτώσαν

 

 Όμως έγινε έτσι κι έτσι πορεύτηκα

Απ’ το κελί μου το στενό να βουτάω στο απλόχωρο

Μα την αλήθεια νιόβγαλτο μου ψέμα, άδειο κι απρόσιτο

Γουλιά μου γουλιά φαρμάκι στης μοναξιάς τη δίψα

Να ανοίγω… ανοίγω μια πληγή για στόμα…

 

Σβήσε τα χνάρια μου στο δρόμο τα περίσσια

Και κοίτα με …κοίτα με …κοίτα με πάλι στα ίσια

Όσα θέλησα είναι εδώ και γυρίζουν

σαν τις αδικοχαμένες ψυχές

 

Τα θελήσαμε ίσως κι οι δύο .


Έτσι όποιο σώμα βρουν ανοιχτό μπαίνουν μέσα

...πνευματάκια μου, ιστορίες μου όμορφες,

ιδρωμένα σεντόνια, εκδρομές στα χιόνια

για τα ατέλειωτα που βολοδέρνω 

έξω απ' το σώμα μου χρόνια 

 

το λάδι μου βγάζω, της ψυχής μου, βάζω να σε κερνώ 

άκρατο κι ασυγκράτητο κάμα

ακόμα σ' αγαπώ και μπορώ

να σε φέρνω στην αγκαλιά μου





Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Π.Ο.Π.

 


Τώρα, που έγινε η μετάβαση, ήρθε η λύτρωση κι έπεσε η αυλαία, να πω δυο λόγια για το έργο. Και θα τα πω, νιώθοντας πως πρέπει να ειπωθούνε.

Οι ερωτήσεις είναι μάταιες όταν πρόκειται για αισθήματα. 

Το έργο μας ταξίδεψε, το ταξιδέψαμε, μας έμαθε πολλά, μας άδειασε, μας γέμισε και μας ξανάδειασε. 


Όλα τα χρώματα να ανατέλλουμε από την άλλη μεριά όταν η δύση κοκκινίζει.


- Τι αν είσαι εσύ, αν είσαι η άλλη, αν είσαι εγώ. 

Το άγνωστο θεό είναι κι είμαστε μέσα.-

Από δω και πέρα όμως τα θέλουμε όλα Π.Ο.Π. 

, όπως στη φέτα. 

Από δω και πέρα όλα τα κεφάλια φέτα.


( art Escher)


Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Η απρόσμενη απάντηση


Συμβαίνει κάποιες στιγμές

που τραύματα από παλιές πληγές

γράφουν στο δέρμα εντονότερα.


Λες και το φως να παίζει τα παιχνίδια του,

το βλέμμα μας να γίνεται πιο διεισδυτικό ή

να κεντρίζεται ευκολότερα από κάτι τέτοια.


Μα πρόσεχε, όταν τα μάτια τρέχουν αφημένα, 

πρόσεχε! Τι θα σκεφτείς, που είσαι και τι πιάνεις.


Τότε που το όνομα θα πεις τι άραγε εσύ κοιτάζεις

Ένα λουλούδι, μια πληγή, τα σκέλια σου, τον ουρανό, το πιάτο; 


Πρόσεχε το αυτό πολύ. Γιατί μπορεί

η απάντηση η απρόσμενη που ψάχνεις να 'ναι.

  

 ( photo by me/ ο Ήλιος συνεχίζει να παίζει μαζί μου )

ανέκδοτα παλιάς κοπής

 *Είναι δυο ξανθές και περπατάνε μες την ερημιά. Ξάφνου βλέπουνε μια τρίτη μέσα σε μια αραγμένη βάρκα να κάνει κουπί. Ορίστε λέει η μια γιατί μας έχουν για βλαμμένες, βλέπεις κάτι τέτοιες να κάνουνε μες στα χωράφια κουπί και μας χαλάνε το όνομα. Και λέει η άλλη: μωρέ ας ήξερα κολύμπι εγώ και θα της έλεγα!

*Είναι ένας παλιά που ήρθε η ώρα του να παντρευτεί και πάει στη προξενήτρα. Τον πάει σε μιά νύφη εκεί τους λέει να της πω κάτι ιδιαιτέρως; Βεβαίως. Πάνε στο δωμάτιο κατεβάζει τα παντελόνια της λέει τι είναι τούτο δω; π...τσα του λέει. Α όχι λέει δε τη θέλω αυτή. Πάνε σε άλλη, σε άλλη, σε άλλη τα ίδια. Φτάνουνε στου μπαρμπαφώτη τη κόρη την πάει στο δωμάτιο... πουλάκι του λέει. Α λέει αυτή θα πάρω! Ψητά χορούς γλέντια, γίνεται ο γάμος, πάνε στο δωμάτιο κατεβάζει τα παντελόνια το βλέπεις της λέει από σήμερα θα το λες πούτσα. Ε όχι του λέει, αυτό είναι πουλάκι, πούτσα έχει ο Τάδε που το κάνεις έτσι ,έτσι και περισσεύει κι άλλο τόσο!

*Είναι δυό φίλοι, ζαλονώνται χιαστί τις αρματωσιές με τα φυσίγγια, παίρνουν τα τουφέκια να πάνε για κυνήγι. Κάθονται στο πέρασμα μπαμ μπουμ μπαμ πέφτει όλη κι όλη μια τσίχλα. Εγώ τη βάρεσα όχι εγώ τη βάρεσα μια ώρα άντε του λέει πάρτη. Έλα πάμε να στη κεράσω. Πάνε στη ταβέρνα ,πάει αυτός που είχε τη τσίχλα να πλύνει τα χέρια του, βγάζει ο άλλος ενα χαρτάκι από τα τσιγάρα το διπλώνει το βάζει στο στόμα της τσίχλας. Την παίρνει ο άλλος την πάει στο μάγειρα τη βλέπει ρε του λέει κάτι έχει το πουλί στο στόμα. Το βγάζουνε το χαρτί το ανοίγουνε κι έγραφε: ο δολοφόνος είναι ο Μήτσος, ο Κώστας μόνο κοίταγε!