Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

"la vie est belle"

 Ένα από τα όνειρα της ζωής μου είναι να ζω μέσα σε μια οικογένεια. Να ξυπνάμε να λέμε καλημέρα να τρώμε όλοι μαζί, να πηγαίνουμε πικνίκ κι εκδρομές, να στολίζουμε το σπίτι στις γιορτές, να ακούγονται παιδικές φωνές χαρούμενες, να βγαίνουμε στις συναυλίες της πλατείας και του πάρκου, σε οικογενειακές ταβέρνες, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις και στην Ανάσταση. Αυτά τα ζήλευα από πολύ μικρή που τα έβλεπα σε άλλους γιατί μεγάλωσα σε οικογένεια πιο διαλυμένη από τις διαλυμένες. Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι γεμάτες μοναξιά, σχεδόν δεν έχω οικογενειακές αναμνήσεις. Θυμάμαι έντονα τις διακοπές που έκανα με τα ξαδέρφια μου όταν με άφηνε η μάνα μου στους θείους μου, εκεί που σμίγαμε όλοι και οι οικογένειες αυτές γινόταν η μεγάλη μου οικογένεια. Στο σπίτι μου η μάνα μου δούλευε επτά με τρείς και πατέρας το περισσότερο διάστημα δεν υπήρχε. Με ξύπναγε ο αδερφός μου το πρωί και η παρουσία της μάνας μας ήταν ότι μας περίμεναν τρία ποτήρια γάλα στον πάγκο της κουζίνας. Ετοιμαζόμασταν μόνα μας και πηγαίναμε σχολείο. Έπειτα γυρνούσαμε από το σχολείο και μας περίμενε ένα κρύο φαγητό στην κατσαρόλα. Δεν τη θυμάμαι στις γιορτές του σχολείο ή στους ελέγχους. Πάντα κάποιος συγγενής, κάποια γειτόνισσα. Η μάνα μου γυρνούσε αφού είχαμε φάει και βλέπαμε κρυφά τηλεόραση γιατί ήθελε όταν ερχόταν να μας βρίσκει να διαβάζουμε. Έτσι μόλις την ακούγαμε τσακιζόμασταν για τα γραφεία μας. Συνήθως είχε πολλά νεύρα και κανείς δεν ήθελε πολλά πολλά μαζί της. Μας έκανε μια φευγαλέα επιθεώρηση και χανόταν μέχρι που νύχτωνε στον κήπο της όπου εκεί πραγματικά έκανε θαύματα τα οποία όταν τα έβλεπα με έκαναν να την συμπαθώ και να απορώ πως η μάνα μου που είναι τόσο αυταρχικός και σκληρός άνθρωπος φτιάχνει τέτοιες εύθραυστες ομορφιές. Την κοίταζα από το παράθυρο και ένιωθα πως την αγαπούσα κι ένιωθα περήφανη. Από πολύ μικρή άρχισα να αλητεύω. Δεν ήταν ακριβώς αλητεία. Έκανα κοπάνες από τα φροντιστήρια και πήγαινα και καθόμουν στα σπίτια με τις οικογένειες των φίλων μου.  Έβγαινα κι έμπαινα στο σπίτι μου ας πούμε κρυφά γιατί δεν ασχολιόταν και κανείς με το αν είμαι εκεί η όχι. Ο πατέρας μου γύρισε όταν ήμουν δεκατριών. Στο σπίτι υπήρχαν ανυπόφορες εντάσεις κι εγώ φρόντιζα να λείπω όλη μέρα ή να κοιμάμαι όταν μου επέβαλαν να μένω σπίτι, αν και συνήθως ήταν τόσο απασχολημένοι με τους καυγάδες τους που δεν μου έδιναν και πολύ σημασία. Τις μέρες που ήταν σχετικά καλά πήγαιναν μαζί στις ελιές μας και έλειπαν κι αυτοί όλη μέρα. Τις καλές μέρες ο πατέρας μου με έπαιρνε αγκαλιές και μου έλεγε ότι είμαι η πιο καλή η πιο όμορφη και η πιο έξυπνη. Αυτή η ανάμνηση πολύ με συγκινεί και του έχω τρομερή αδυναμία. Νομίζω ότι από αυτό κι εγώ όσους αγαπάω μ’ αρέσει πολύ να τους κάνω κομπλιμέντα και να τους ανεβάζω στο θεό με κάθε ευκαιρία. Και ήθελα να κάνω πράγματα που να επιβεβαιώνουν τα λόγια του. Έτσι πρόσεχα την υγιεινή μου, ήμουν καλή αθλήτρια, ήμουν στην μπάντα της πόλης περήφανη που συνέχιζα την οικογενειακή παράδοση, έλυνα πάντα τα μαθηματικά του σχολείου κι ονειρευόμουν ότι γινόμουν κοσμοϊστορικό πρόσωπο. Τα χρόνια που έλειπε ο πατέρας μου του έγραφα γράμματα από πολύ μικρή. Όταν επέστρεψε άρχισα να κρατώ σημειωματάρια, να γράφω σκέψεις και ποιήματα. Η εφηβεία μου ήταν πολύ ταραγμένη εσωτερικά πιο πολύ. Έχω προσπαθήσει να σκοτωθώ μερικές φορές και για κανα δυο χρόνια φορούσα στρατιωτικά ρούχα και ασχολιόμουν πολύ με τις πολεμικές τέχνες και τα όπλα. Ήμουν αγοροκόριτσο και με έπαιρναν πάντα τα πιο δυνατά αγόρια μαζί τους, πολλές φορές νόμιζα πως ήμουν εγώ ο αρχηγός.  Την πρώτη φορά που γλωσσοφιλήθηκα με ένα αγόρι ήμουν δεκατεσσάρων μου ερχόταν να ξεράσω για δυό τρεις ώρες μετά. Μέχρι τότε είχα ας πούμε «ερωτευτεί» ένα αγοράκι στο νηπιαγωγείο, τη δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού, τον γιό του δασκάλου μου στην Τρίτη δημοτικού και μια φίλη μου από την κατασκήνωση που αλληλογραφούσαμε κι όλας και είχαμε μια πολύ ρομαντική φιλία (μέχρι που έπεσα στα σκληρά το 2001 που με είδε και τρόμαξε και δεν ξαναμιλήσαμε από τότε). Στα δεκαπέντε μου ας πούμε ερωτεύτηκα και τα έφτιαξα με ένα αγόρι της ηλικίας μου για πρώτη φορά και έζησα έναν θυελλώδη έρωτα που έμελε να μείνει ανολοκλήρωτος γιατί το είχα πολύ ιδανικά στο κεφάλι μου, το πως και που πρέπει να γίνει, που όλο το σταμάταγα. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον  χωρισμό μας μετά από δυο χρόνια περιπετειώδους και έντονης σχέσης. Δεν ξέρω αν με κυνηγάει από τότε το ανεκπλήρωτο, πόσο ρόλο έπαιξε αυτό στην ευχαρίστησή μου σε ότι αφορά την αίσθηση του «ανεκπλήρωτου». Ναι, συγνώμη, ξεκίνησα να λέω για την οικογένεια. Για το πόση γαλήνη και ευχαρίστηση μου δίνει η οικογένεια που έχω τώρα. Το γλυκό σπίτι με το ζεστό φαγητό, τις ομαδικές δουλειές, τα παιχνίδια, τις παιδικές συζητήσεις και αγκαλιές. Η παιδική ηλικία είναι μια ηλικία που δεν έχω εξαντλήσει. Εδώ είμαστε ένα χαρούμενο «ορφανοτροφείο». Σε αυτό το σπίτι είμαστε όλοι παιδιά. Εγώ είμαι ο αρχηγός της ομάδας και τον ρόλο μου τον παίρνω πολύ σοβαρά. Μελετάω και προσπαθώ να παίζω και τον ρόλο της μητέρας αλλά δεν μου βγαίνει πιστά και δεν πιάνει σχεδόν ποτέ το αυστηρό, το απόλυτο, η τάξη στον χώρο. Προσπαθώ περισσότερο με την πειθώ, την θετική προσέγγιση, το φιλότιμο, τον αμοιβαίο αλληλοσεβασμό. Καλά είναι. Θέλω να είμαι συνέχεια δίπλα στα παιδιά να τους δείχνω τρόπους σκέψης και επιβίωσης μέχρι να περάσουνε τα επτά. Μετά θέλω να ξεκινήσω πάλι να «αλητεύω», να κάνουμε όλοι όλη μέρα τις δραστηριότητες που μας ωφελούν και μας ευχαριστούν. Όμως έχω και κάτι που ζητά κάτι από τη ζωή μου, ώρες ώρες πολύ επιτακτικά. Ζητά ολόκληρη τη ζωή μου και θέλω να την δώσω εκεί και την δίνω. Αυτή είναι η ζωή μου. Την δίνω γραπτά και νοητά, την δίνω προσπαθώντας κάποια επικοινωνία. Σε σκέφτομαι κάθε μέρα σου έχω πει, δεν φάνηκε να με πίστεψες. Σε σκέφτομαι πάντα όταν πλένω τα δόντια μου, όταν ρίχνω μπαχάρια στο φαγητό, όταν ρεμβάζω, όταν γράφω. Προσπαθώ να μη σε σκέφτομαι όταν κάνω έρωτα. Αυτό το ανεκπλήρωτο που περιέγραφες τον Ιούνιο, δεν ξέρω για ποιόν το έλεγες αλλά, εγώ το έχω ζήσει όλο μαζί σου. Και είναι πανέμορφο. Είναι τέτοια η δυναμική που βγαίνει από εκεί που αν συναντιόντουσαν ποτέ ελεύθερα δυο τέτοια αισθήματα θα μετακινούσαν βουνά. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι κακό, έχω βάλει κόφτη και δεν κοιτώ τα σκοτάδια, έρχονται φάσεις που βγαίνουν μόνα τους στο φως και αυτοκαταστρέφονται και μπορεί να παίρνουν τα σκάγια και τίποτα άλλα για φτιάξιμο. Μπορεί και να μη με αγαπάς, να μη με θες στη ζωή σου ή να μη θες εσένα στη ζωή μου και να είναι όλο δικό μου αυτό που βρήκε έναν ήρωα κάποιου άλλου να εκφραστεί. Και αυτός ο κάποιος άλλος να είσαι εσύ και έστω κι έτσι να σε θαυμάζω απεριόριστα, να σ’ αγαπώ για αυτό που είσαι και το χάρισμά σου, να θέλω να είμαι με όποιον τρόπο γίνεται κοντά σου γιατί ξεχωρίζεις τόσο που σου έχω δώσει την κεντρική θέση, την δική μου θέση, να την έχουμε μαζί. Και ο μόνος λόγος που θα άφηνα αυτή τη θέση είναι για να έρθω να κάτσω στην κεντρική θέση της δικής σου ζωής ή σε μια άλλη θέση που θα μπορούσε να κινεί και τα δυο αυτά κέντρα. Αμάν , άρχισα πάλι τις θετικές επιστήμες! Σκέψου θετικά. Σκέψου θετικά. Θέλω να φτιάξω κάτι στην Αθήνα. Βάλε τα δυνατά σου.  Είμαι σίγουρη πως αν το θέλουμε πραγματικά θα γίνει. Σε όποιο επίπεδο , σε όποιο πεδίο και σε όποιο ύφος κι αν είναι, είναι εντάξει για αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή