(ή στιγμών μαγικών)
Κρατώ ένα καλάθι μικρό,
δίχως πάτο, και περπατώ
μες το δάσος(με τις κερασιές)
έχω το βήμα γοργό, προχωρώ,
ψάχνω προορισμό καθώς
ώρες μετρώ με ανάσες_
Δε γυρεύω σπίτια με σοκολάτα,
ούτε λύκους και νάνους με
μυτερά αυτιά και γουρλωτά μάτια,
μα ίσως κάποιες στιγμές
που φαντάστηκα,
κι αιχμάλωτη πιάστηκα,
μέσα τους, να τις κυνηγώ.
[κάπου ακούω το ποτάμι
ή ίσως κάποιο ρυάκι
κι εκεί στο νερό
το είδωλό μου αν δώ
μπορεί αυτό μοναχά
- ..και εσύ.. -
μπορεί να μου φτάνει]
(foto by me)
Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009
απο..σπάσματα
Θυμάμαι να μην μπορώ να ελέγξω πλήρως το σώμα μου. Ξύπνησα και το κεφάλι μου με κόπο στεκόταν. Περικλεινόμουν από κάγκελα αν και βρισκόμουν πάνω σε κάτι πολύ μαλακό. Η όραση μου ήταν θολή μα μπορούσα να διακρίνω κάποιες φιγούρες που πηγαινοέρχονταν στον χώρο. Κάτι με ενοχλούσε, που δεν κατάλαβα, αλλά έβγαλα μια πνιχτή κραυγή. Τότε δύο θεόρατα μαλλιαρά χέρια με βούιξαν από τις μασχάλες και σα να εκτοξεύτηκα βρέθηκα μπροστά από μια φωτιά που όσο προσπαθούσα να εστιάσω τόσο μεγάλωνε στο πεδίο μου. Γύρω τεράστιοι όγκοι κινούνταν, και ξάφνου η φωτιά έσβησε και δυνατοί κρότοι γέμισαν τον χώρο. Σκληρά πρόσωπα και χέρια βρέθηκαν να πιέζουν και να υγραίνουν το σώμα μου, προκαλώντας ασυγκράτητο γαργαλητό.
«χρόνια πολλά Ηλέκτρα, έγινες ενός χρονού»
Το λούτρινο αρκουδάκι, ο Τζο, ήταν ζωντανό και όταν του μιλούσα μου απαντούσε.
Μου έλεγε να μην ψάχνω τα ξένα πράγματα και ό,τι σκεφτώ θα μου το φέρει, αν το θέλω πραγματικά. Ήξερε όλα μου τα μυστικά, ακόμη κι ότι ήμουν πριγκίπισσα αλλά δεν το ήξερε κανείς άλλος, και όταν μεγάλωνα θα ερχόταν ένας ιππότης και θα με πήγαινε στο Βασίλειο μου και τότε θα έλυνα όλους τους νόμους και θα άφηνα τους ανθρώπους ελεύθερους χωρίς να με υπηρετούν, γιατί αυτή ήταν η δοκιμασία, και έτσι θα είχα συνηθίσει. Αλλά μου έλεγε ο Τζο πως για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να είναι όλοι ευτυχισμένοι και τόσο ολόκληροι που να μην τους λείπει τίποτα. Και αυτό θα συνέβαινε με ένα κλειδί που θα μου έδινε ο ιππότης όπου θα έβγαζε σε μια σκάλα που θα έμπαινε μέσα στη Γη αλλά γύρω θα είχε ουρανό και τα σκαλιά θα ήταν από θάλασσα. Θα τα ανεβοκατέβαινα για χρόνο πολύ χωρίς να βλέπω τέλος και αρχή. Αλλά, ήταν τόσο σημαντικό που από ένστικτο δε με άφηνε να σταματήσω και δεν ξέρω πότε βρέθηκα σε μια τεράστια σπηλιά γεμάτη μικρά μικρά μπουκαλάκια σκαλισμένα με πρόσωπα κωδικούς στοιχισμένα αντικριστά και με σχήματα που να κουμπώνουν το ένα με το άλλο.
(Τζο, τι είναι αυτό?)
Είναι φορές που ως επισκέπτης σε ένα μέρος πρώτη φορά, περιέργως αισθάνεσαι οικία. Λες και μια μνήμη διάφανη στον ίδιο τόπο σε φέρνει.
Να, εκεί μέσα στην σπηλιά κάποτε ο Ηρακλής είχε κρύψει τα ιερά χρυσά βόδια του Δία. Εκεί είναι θαμμένη η συσκευή. η ουσία.
- Ε, πάμε αν ξέρεις που είναι
- Μου είπαν θα το αισθανθώ, έχει μείνει ανασταλμένο στην εντολή.
Η θάλασσα άνοιγε το τοπίο ως το τέλος του ορίζοντα, ένα τρέμουλο ζάρωνε την επιφάνια της σε μια προσπάθεια να την ξεκολλήσει για να ενωθεί με το γλυκό αεράκι που την χάιδευε. Κυλούσε και η απαλή ένταση της άφριζε γλύφοντας τα ποριά πέρα από το λιγοστό μάκρος του λόφου, κάτω από το μονοπάτι. Η κλήση του μεγάλωνε καθώς ανεβαίνανε και ανατολικά η θέα της λιμνοθάλασσας ολοκληρωνόταν μέτρο το μέτρο μέσα από τα σκίνα σαν παζλ. Πέρα από τον λόφο φάνταζε ο σχεδόν κατακόρυφος βράχος με την σπηλιά. Οι γρήγορες και δυνατές τους ανάσες έσπαγαν τον παφλασμό των κυμάτων σε τέταρτα. Την τραβούσε από το χέρι και ανέβαινε με σταθερά πατήματα, ώσπου βρέθηκαν στο πλάτωμα με το απόκοσμο σκοτεινό βάθος, και την θέα από τα παράλια με τους κολπίσκους και τους αμμόλοφους μέχρι τα κοκκινο-πράσινα βουνά με τους σκεπαστούς λίθινους εξώστες.
- Θα έχει νυχτερίδες μέσα, πρέπει να προχωρήσουμε χωρίς φως.
- είναι εντυπωσιακό πόσο φυσικά στρογγυλό είναι το λιμάνι αυτό, και εξηγώ τώρα την εικόνα γιατί ήταν αυτό το σημείο της εκτόξευσης.
Ο θόλος είχε δεθεί γερά στον πυθμένα με αλυσίδες και μια συμφωνία αντλιών άδειαζε το νερό και τον γέμιζε με αέρα. Ώσπου η δύναμη της άνωσης θα εκινούσε το ταξίδι προς την τροχιά. Στην επιφάνεια ο μαγνητισμός θα αναστρεφόταν από το πινίο που φορτιζόταν με πίεση και θα οδηγούσε την αποικία έξω από την ατμόσφαιρα. Το μετέπειτα ταξίδι ήταν προγραμματισμένο να καθοριστεί από συνισταμένες μακρινών πιέσεων που θα δέχονταν οι συσσωρευτές από το κύκλωμα που στήριζε τα εξωτερικά τοιχώματα του θόλου. Σχεδόν μαγικό όσο και φυσικό, τόσο από τη μια έδειχνε θαύμα και από την άλλη δραματική καταδίκη στην φυλακή της αθανασίας. Μετέωρο φως περίμενε αιώνες την εποχή των συνθηκών για το εύρος του ηλεκτρισμού, την εισχώρηση δεδομένων στον παγκόσμιο ιστό, τα οποία θα διάβαζε και θα μετέφραζε, από την κόρη του ματιού, σε DNA, η συσκευή. Έτσι, η ανακάλυψη της είχε εμπνεύσει την ανάγκη του πειράματος της αποικίας.
(η ιδέα των πρώτων γενεθλίων ανήκει στον KOJA)
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009
Σώμα Ψυχή (κι αντίστροφα)
Σώμα που βλέπουν οι άλλοι
Χιλιοχαϊδεμένο
σε αγνώστους δοσμένο
(νερό και χώμα) μια λάσπη
σπιλωμένη, ψυχής σπηλιά βαθιά
που αποζητά αγκαλιά παντοτινή
για να την λάβει από το χώμα
και ξανά νερό
και ξανά έρωτας και βροχή
και ξανά προδοσία και αρπαγή
μια το σώμα, μια η ψυχή
και η σκέψη σαν της Αριάδνης σχοινί
κινεί νοήματα νήματα
μεταφράζει τη σιωπή, (τα γιατί),
τους παλμούς σε τύμπανα για χορό
(όσο μπορώ θα το πω)
έχω ένα σώμα (τρωκτικό)
και μια ψυχή (αποστειρωμένη)
και κάθε που ο ήλιος γέρνει
να τα σμίξω προσπαθώ
όσο το σώμα μου σ’ αρνήθηκε
τόσο σε λάτρεψε η ψυχή μου
μα δεν τα φίλιωσες και χάθηκες
απ’ το πεδίο της αέναης σφαγής μου
Ναι, φαίνεται, δεν ήσουν
το λευκό που θα σημάνει ανακωχή
Ούτε το μαύρο του θανάτου της Αβύσσου
Ήσουν κάτι σε γκρι της μετριότητας
Κι έτσι προτιμώ μονάχα να κοιτώ
Τοπία νεκρής φύσης
Ώσπου να αφήσεις
Το νου μου ελεύθερο
Για αλλού να πορευτώ
Σαν σε ανταμωθώ
Κι αντίστροφα
Τα στάχυα των εστιών
Διάφορες γεύσεις
από τα στάχυα των εστιών
Χαζεύω την καλογυαλισμένη μηχανή..
διακοσμητική είναι, δεν δουλεύει,
Ταξίδεψε για να σταθεί δίπλα από το κλουβί
Με το πουλί
Που βρήκε σε έναν όχτο καθώς σταμάτησε
Για την ανάγκη, η μηχανή
Διάλειμμα από την πλάνη στην άκρη
Ουρούσε και ατένιζε τα μάκρη
Δίπλα από τα στάχυα που θρόιζε
Το μικρό ή πληγωμένο πουλί
Κι όταν γιατρευόταν πήγαινε ταξίδι
Για να βρει των σταχυών τις εστίες στη Γη
Περαστικό με ντόπιους
Κι αν έβρισκε κάποιον άλλο ταξιδευτή
Έκρωζε, τρίλιζε, ερωτο-απαντήσεις
Για έναν προορισμό μυθικό ως τις πόρτες
Κι έπειτα εντελώς φανταστικό
Τόσο που θα έπρεπε
Να δημιουργηθεί
Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009
Γκασέλα της φυγής
(Gracela de la huida)
Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γιομάτο νιόκοπα λουλούδια
με τη γλώσσα γιομάτη έρωτα κι αγωνία
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
έτσι όπως χάνομαι μες στην καρδιά κάποιων παιδιών.
Καθόλου νύχτα δεν υπάρχει που χαρίζοντας ένα φιλί,
το γέλιο να μη νιώθεις των απρόσωπων ανθρώπων
μήτε κανένας που, χαιδεύοντας ένα νεογέννητο,
να λησμονάει τ'ασάλευτα κρανία των πεθαμένων αλόγων.
Γιατί τα ρόδα αναζητούν το μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο,
γιατί δεν έχουν του ανθρώπου τα χέρια άλλο σκοπό
απ'το να μιμιθούν τις υποχθόνιες ρίζες.
Έτσι όπως χάνομαι μες την καρδιά κάποιων παιδιών
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό, κινάω γυρεύοντας
ένα ολόφωτο θάνατο που να μ'αναλώνει.
Me he perdido muchas veces por el mar
con el oido lleno de flores recien cortadas
con la lengua llena de amor y de agonia
Muchas veces me he perdido por el mar,
como me pierdo en corazon de algunos ninos
No hay noche que, al dar un beso,
no sienta la sonrisa de las gentes sin rostro,
ni hay nade que, al tocar un recien nacido
olvide las inmoviles calaveras de caballo.
Porque las rosas buscan en la frente
un duro paisaje de huesto
y las manos del hombre no tienen mas sentido
gue imitar a las raices bajo tierra.
Como me pierdo en el corazon de algunon ninos
me he perdido muchas voces por el mar.
Ignorante del agua voy buscando
una muerte de luz que me consuma.
-Federico Garcia LORCA-
(fotos by me)
Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γιομάτο νιόκοπα λουλούδια
με τη γλώσσα γιομάτη έρωτα κι αγωνία
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
έτσι όπως χάνομαι μες στην καρδιά κάποιων παιδιών.
Καθόλου νύχτα δεν υπάρχει που χαρίζοντας ένα φιλί,
το γέλιο να μη νιώθεις των απρόσωπων ανθρώπων
μήτε κανένας που, χαιδεύοντας ένα νεογέννητο,
να λησμονάει τ'ασάλευτα κρανία των πεθαμένων αλόγων.
Γιατί τα ρόδα αναζητούν το μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο,
γιατί δεν έχουν του ανθρώπου τα χέρια άλλο σκοπό
απ'το να μιμιθούν τις υποχθόνιες ρίζες.
Έτσι όπως χάνομαι μες την καρδιά κάποιων παιδιών
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό, κινάω γυρεύοντας
ένα ολόφωτο θάνατο που να μ'αναλώνει.
Me he perdido muchas veces por el mar
con el oido lleno de flores recien cortadas
con la lengua llena de amor y de agonia
Muchas veces me he perdido por el mar,
como me pierdo en corazon de algunos ninos
No hay noche que, al dar un beso,
no sienta la sonrisa de las gentes sin rostro,
ni hay nade que, al tocar un recien nacido
olvide las inmoviles calaveras de caballo.
Porque las rosas buscan en la frente
un duro paisaje de huesto
y las manos del hombre no tienen mas sentido
gue imitar a las raices bajo tierra.
Como me pierdo en el corazon de algunon ninos
me he perdido muchas voces por el mar.
Ignorante del agua voy buscando
una muerte de luz que me consuma.
-Federico Garcia LORCA-
(fotos by me)
προβληματισμός
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009
κΡΑτιΈμαι
(ή Δέν θα πάω)
Διασχίζω τα στενά μιας πόλης που έζησα μαζί σου
Ξυπνώ από εσένα μακρυά ένα σταθμό ηλεκτρικού
Πες μου πως γίνεται οι άνθρωποι να λένε σ’αγαπώ
Κι έπητα χάνονται μονόπλευρα στη λήθη της αβύσου
Κάθε μέρα γυρνώ γύρους γύρω από τη φωλιά σου
Κι ας ξέρω πως με ξέχασες κι ‘ναι γεμάτη η αγκαλιά σου
Θα θελα λίγο να περάσω μέσα από την πόρτα της σκιάς σου
Τόσος καιρός με λόγια καρφιά σταυρώθηκα για την ιδέα
Νεκρή παρέα να κάνω βόλτες με το φάντασμα σου
Φαντάσου ακόμα, δεν θέλησα ευκαιρία
ούτε καν δεν σκηνοθέτησα την συγκυρία
Μήτε ξεσκόνισα συνταγές σοφών για ανακωχή
ψάχνω να βρω πως γίνεται μια ανθρώπινη επαφή
βασανιστικά πιστεύοντας πως θα έρθει μια μέρα που
θα χει ο ήλιος φώς να ξεσκαρτάρει την αλήθεια από το ψέμα
και θα ναι η αγάπη μου φρουρός, τα μάτια μου θα γράφουνε
με πένα, ένα ‘Χ’ χοντρό και μαύρο στα περασμένα κι ο χρόνος
θα κυλάει θα κυλάει για μας στο μέσα μου βουβός
Έσκισα την ψυχή μου για να βγω από το συφερτό του τότε
Μιας μήτρας γλίτσας τρυφερής αγάπης τυφλής και κουφής
Έπεσα κάτω και ως συνήθως ένα πλήθος με πατά, με διασχίζει
Σέρνομαι στην άκρη, σηκώθηκα, κουμπώθηκα μα κάτι χάσκει.
(art KOJA)
Διασχίζω τα στενά μιας πόλης που έζησα μαζί σου
Ξυπνώ από εσένα μακρυά ένα σταθμό ηλεκτρικού
Πες μου πως γίνεται οι άνθρωποι να λένε σ’αγαπώ
Κι έπητα χάνονται μονόπλευρα στη λήθη της αβύσου
Κάθε μέρα γυρνώ γύρους γύρω από τη φωλιά σου
Κι ας ξέρω πως με ξέχασες κι ‘ναι γεμάτη η αγκαλιά σου
Θα θελα λίγο να περάσω μέσα από την πόρτα της σκιάς σου
Τόσος καιρός με λόγια καρφιά σταυρώθηκα για την ιδέα
Νεκρή παρέα να κάνω βόλτες με το φάντασμα σου
Φαντάσου ακόμα, δεν θέλησα ευκαιρία
ούτε καν δεν σκηνοθέτησα την συγκυρία
Μήτε ξεσκόνισα συνταγές σοφών για ανακωχή
ψάχνω να βρω πως γίνεται μια ανθρώπινη επαφή
βασανιστικά πιστεύοντας πως θα έρθει μια μέρα που
θα χει ο ήλιος φώς να ξεσκαρτάρει την αλήθεια από το ψέμα
και θα ναι η αγάπη μου φρουρός, τα μάτια μου θα γράφουνε
με πένα, ένα ‘Χ’ χοντρό και μαύρο στα περασμένα κι ο χρόνος
θα κυλάει θα κυλάει για μας στο μέσα μου βουβός
Έσκισα την ψυχή μου για να βγω από το συφερτό του τότε
Μιας μήτρας γλίτσας τρυφερής αγάπης τυφλής και κουφής
Έπεσα κάτω και ως συνήθως ένα πλήθος με πατά, με διασχίζει
Σέρνομαι στην άκρη, σηκώθηκα, κουμπώθηκα μα κάτι χάσκει.
(art KOJA)
Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009
..στοϊκό
Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
Ε..λάβ(α)[ω]..ρ[ω](α)..Τ
Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009
στο Καφφενείο
[ακολουθεί διάλογος ανάμεσα στους pandiony και kostas_patra. όποιος βρεί ποιός είναι ποιός κερδίζει ένα τσίπουρο στο καφενείο του Περικλή στη Ζάντουνα..]
-η μόνη πίεση η ατμοσφαιρική και το πρόβλημα γήρανσης η βαρύτητα, μα νικώ έτσι απλά με ένα χαμόγελο τραβάω το δέρμα μου προς τα πάνω.
-κάθε που το ρολόι χτυπά και η μεταξύ μας απόσταση αραιώνει/μεγαλώνει, σαν το δέσιμο κοπεί, το ρολόι θα γυρνά ακόμα και ο κόσμος ποτέ δεν θα το μάθει.
-ένιωσα τον χρόνο να νικά και να νικιέται, πότε από την απόσταση στον κόσμο των ρολογιών και πότε από το δέσιμο στον κόσμο της καρδιάς, χτύποι και οι δυό και χτυπημένοι. Είναι που στην ψυχή όλα αυτά δεν υπάρχουν. Μα τι υπάρχει?
-ο χρόνος έγινε χωριό και εμείς αποξεχασμένοι. Μόνο οι φωτογραφίες και κάποια κατώγια της καρδιάς δείχνουν πως υπήρξε το εμείς.
-Αόριστος χρόνος, άναρχος κόσμος, σκάλες πουλιά, υπόγεια ανώγεια, εξώστες στην καρδιά.
-Μουσική, μωρουδιακά κλάματα θαύματα, θαύματα, θαύματα, θαύματα, θύματα μαθήματα συναισθήματα, παραπήγματα, καλύβες νομαδικές σκηνές, σκηνές σινεμά.
-ξεκίνησε το κρυφτό και σαν τέλειωσε χάθηκες. Αν είναι να ξοφλάς σωστά τα χρέη να κοιτάς τα κενά μελλούμενα που θα μας έβρουν χώρια, κι εμάς πιο άδειους απ’ το τίποτα.
-Υλη, αντιύλη, μου είπε της θαλάσσης το κοχύλι. Ενήλικες πια ξέρω καλά σαν ξεκινήσω το κρυφτό, κανείς δεν θα με βρεί μες το μυαλό και είπα να παίξουμε το βρές με πιθανότητες μικρές.
-τραβάω φύλλο από τα εικοσιένα για να σε βρώ στα χαμένα στα καμένα. Φεύγοντας πάρε και την σκιά σου απ’τις ανάγκες μου. Από τούδε και στο εξής σου αφιερώνω όλα τα άγραφα τραγούδια.
-κάπου διάβασα για το χνάρι της σκιάς και βρήκα ελπίδα και μ’άρεσε που και πότε η σκλαβιά, τραγούδια λουλούδια, όπερα ποτπουρί, το βλέμμα μου έπεσε στο πουλί, στο κλαδί, χτύπημα σε τοίχο, εικονικά πύρινο σα γιατί, είναι το φευγιό διάλειμμα και το μάθημα η ζωή.
(art picasso)
Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009
Ρίζες
(ή του Νίτσε η αδερφή)
Έσκαβα, έσκαβα να ξεγυμνώσω τις ρίζες. Βαθιές, γερές, νεαρές ρίζες.
Τις ψαλίδιζα και τις φύτευα σε σακούλες και σκουριασμένα ντενεκέδια (θυμήθηκα την Ντενεκεδούπολη και νοστάλγησα την εποχή που τα έβλεπα όλα μεγάλα).
Έσκαβα και μεταφύτευα, πότιζα μια στάλα από το λιγοστό μου νερό, ταξινομούσα ντενεκέδια και σακούλες.
Η κομμένη μου μέση, από το τότε ‘ατύχημα’ (δεν ήταν ατύχημα, το είχα προκαλέσει), με σούβλιζε μα η έκσταση του ξεπατώματος δεν με άφηνε να σταματήσω.
Ο ήλιος είχε χαθεί πάνω από την τεράστια γούβα, κόκκινα χώματα και λαδί εναλλάσονταν.
Τα πετούσα από τις μικρές ριζούλες, που ήταν καμωμένες σαν κλωστές, με τις ρόγες των δακτύλων, ηδονικά, σαν σε ιεροτελεστία. Τις πιο μεγάλες τις καθάριζα με τις παλάμες.
Το χώμα ήταν σκληρό και άνυδρο, τόσο που θρυμματιζόταν σε σκόνη, έτοιμο να χαθεί με τον πρώτο άνεμο, μέχρι όπου θα ήταν η δύναμη του.
Βδομάδες, σκάψιμο και ‘νηστεία’.
Ώσπου έφτασα στην κεντρική κάθετη ρίζα.
Κωνική απλώνονταν συμπαγής έμοιαζε να είναι πολύ μεγαλύτερη από ολόκληρο το δέντρο.
Όλον αυτό τον καιρό πεινούσα βασανιστικά. Σκεφτόμουν καθώς έβλεπα τις πιο τρυφερές ριζούλες πως ήθελα να τις φάω. Όταν, στα όρια πια, δάγκωσα την μεγάλη κάθετη ρίζα πικράθηκα, σαν από μαύρη χολή.
Έγιρα και ξάπλωσα, συλλογίστηκα πως έστω δεν ήμουν κούφια (αδύνατο σκέφτηκα να μπώ μέσα μου). Τα μάτια μου δεν έκλειναν και είδα κατα πάνω το φώς.
Έπεσε στο κεφάλι μου ένας αποκαμωμένος καρπός, τον καταβρόχθισα όπως ήταν γλυκός σαν κάτασπρο μέλι.
Ενστικτωδώς σκαρφάλωσα κι άρχιζα να θάβω. Να πατώ τα χώματα πότε περπατώντας σαν στους κύκλους του προαυλισμού των φυλακισμένων και πότε χορεύοντας λες βακχικά τύμπανα και συμφωνικές μελωδίες. (Ήθελα να είχα ένα φλάουτο, θυμήθηκα το σαξόφωνο που μου έκλεψαν στο σχολείο και πίστεψα πως το χάρισα. Καλύτερα θα μου ταίριαζε μια ξύλινη φλογέρα).
Μάζεψα τα πρόχειρα γλαστράκια, τα φορτώθηκα και έφυγα.
Κάθε τόσο στεκόμουν και φύτευα από ένα, το διάλεγα με την διάθεση, αλαφρωνόμουν και προχωρούσα, νοτιοδυτικά.
(foto by me/home Messinia)
Έσκαβα, έσκαβα να ξεγυμνώσω τις ρίζες. Βαθιές, γερές, νεαρές ρίζες.
Τις ψαλίδιζα και τις φύτευα σε σακούλες και σκουριασμένα ντενεκέδια (θυμήθηκα την Ντενεκεδούπολη και νοστάλγησα την εποχή που τα έβλεπα όλα μεγάλα).
Έσκαβα και μεταφύτευα, πότιζα μια στάλα από το λιγοστό μου νερό, ταξινομούσα ντενεκέδια και σακούλες.
Η κομμένη μου μέση, από το τότε ‘ατύχημα’ (δεν ήταν ατύχημα, το είχα προκαλέσει), με σούβλιζε μα η έκσταση του ξεπατώματος δεν με άφηνε να σταματήσω.
Ο ήλιος είχε χαθεί πάνω από την τεράστια γούβα, κόκκινα χώματα και λαδί εναλλάσονταν.
Τα πετούσα από τις μικρές ριζούλες, που ήταν καμωμένες σαν κλωστές, με τις ρόγες των δακτύλων, ηδονικά, σαν σε ιεροτελεστία. Τις πιο μεγάλες τις καθάριζα με τις παλάμες.
Το χώμα ήταν σκληρό και άνυδρο, τόσο που θρυμματιζόταν σε σκόνη, έτοιμο να χαθεί με τον πρώτο άνεμο, μέχρι όπου θα ήταν η δύναμη του.
Βδομάδες, σκάψιμο και ‘νηστεία’.
Ώσπου έφτασα στην κεντρική κάθετη ρίζα.
Κωνική απλώνονταν συμπαγής έμοιαζε να είναι πολύ μεγαλύτερη από ολόκληρο το δέντρο.
Όλον αυτό τον καιρό πεινούσα βασανιστικά. Σκεφτόμουν καθώς έβλεπα τις πιο τρυφερές ριζούλες πως ήθελα να τις φάω. Όταν, στα όρια πια, δάγκωσα την μεγάλη κάθετη ρίζα πικράθηκα, σαν από μαύρη χολή.
Έγιρα και ξάπλωσα, συλλογίστηκα πως έστω δεν ήμουν κούφια (αδύνατο σκέφτηκα να μπώ μέσα μου). Τα μάτια μου δεν έκλειναν και είδα κατα πάνω το φώς.
Έπεσε στο κεφάλι μου ένας αποκαμωμένος καρπός, τον καταβρόχθισα όπως ήταν γλυκός σαν κάτασπρο μέλι.
Ενστικτωδώς σκαρφάλωσα κι άρχιζα να θάβω. Να πατώ τα χώματα πότε περπατώντας σαν στους κύκλους του προαυλισμού των φυλακισμένων και πότε χορεύοντας λες βακχικά τύμπανα και συμφωνικές μελωδίες. (Ήθελα να είχα ένα φλάουτο, θυμήθηκα το σαξόφωνο που μου έκλεψαν στο σχολείο και πίστεψα πως το χάρισα. Καλύτερα θα μου ταίριαζε μια ξύλινη φλογέρα).
Μάζεψα τα πρόχειρα γλαστράκια, τα φορτώθηκα και έφυγα.
Κάθε τόσο στεκόμουν και φύτευα από ένα, το διάλεγα με την διάθεση, αλαφρωνόμουν και προχωρούσα, νοτιοδυτικά.
(foto by me/home Messinia)
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
Ξύπνημα Απογευματινό
Θυμήσου, ήθελα πάντοτε τον κόσμο μας να αλλάξω
Μα βρέθηκα απογεύματα πρός βράδια να ξυπνώ
απ΄του περιθωρίου τις στοές αλήθειες να ζητάω
Σα να μη θέλω ή να μπορώ τις μέρες μας να ζω
Αγαπηθήκαμε, είπαν τελιώνει, το σώμα γίνεται αγκάθι
Πέη ατροφικά στης μάνας τους τα αιδία στήνουν χορό
κι ήταν του Φαραώ οι πληγές και του Χριστού τα πάθη
Λάθη, άρτος και θέαμα πάνω απ’ της Αγάπης τη σωρό
Δεν θα σας πω πως δα με απόκαμε η προσπάθεια,
τη θέα κυνηγώ, ή μ'ένα ''ρο'' μπορώ να ξεχασθώ
Να ονειρεύομαι πως η αλήθεια είναι η παράνοια
Και σαν ξυπνήσω θα βρεθώ στον πιο γλυκό βυθό
μα στην επιστροφή απ’τα άπατα έρχεται η διαύγεια
Μελαγχολώ, κρύβομαι πίσω απ’ του δάκτυλου τη μοίρα
ταξίδια τότε σκαρώνω ως την Μπούρμα ή τη Μπατάβια
κι αναρωτιέμαι στη σιωπή σωστά τη ρότα μου αν πήρα.
(art P.Picasso)
Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009
στη φωτιά του κούκου
..καθόταν στην μπάρα, μόλις είχε ρίξει λίγα ξύλα στη φωτιά. Άναψε μερικά κεριά και έβαλε τεντούρα στο ποτήρι της . Ήθελε να γλυκάνει τις σκέψεις της που ήταν στυφές και κάπως καμένες. Την Σκεφτόταν. Η νοσταλγία είχε δόσεις μιζέριας και κούφιου συμβιβασμού. Στην γυάλα του έρωτα , πίσω από την μια μεριά εναλλάσσονταν γρήγορες φλασαριστές εικόνες τηλεόρασης. Από την άλλη, θυμόταν τη μπαλκονόπορτα με τα γκρίζα τετράγωνα χαμηλοτάβανα διαμερίσματα και τις παρατημένες ταράτσες. Όσες προτάσεις τόσες και διαφωνίες. Γιατί όμως είχε κολλήσει τόσο πολύ, τι ήταν, ο έρωτας, τι. Πάτησε το cd player, ακούστηκε η Χαρούλα Αλεξίου, δεν ήταν η ώρα της, το έβγαλε και έβαλε το ‘the wall’ των Pink Floyd άρχισε –hey you-. Έξω από το παράθυρο το φεγγάρι γυάλιζε τις χιονισμένες κορφές και ξάπλωνε στο καλντερίμι. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Έψιλον. Η Ηλέκτρα παρέμεινε κάποια δευτερόλεπτα να την κοιτά να πλησιάζει. Πήδηξε από τον πάγκο και την αγκάλισε με μια ανάσα βαθιά, την φίλησε στον λαιμό προσπαθώντας όσο πιο ανεπαίσθητα να πάρει την γεύση της χωρίς να την δαγκώσει με την τόση ένταση που την διακατείχε, ένιωσε αυτή την επικίνδυνη έλξη που μόνο ένας οργασμός θα μπορούσε να εκτονώσει, μόνο ο έρωτας. Έβαλε τα χέρια της στους γλουτούς της και την έσπρωξε πάνω καθώς η γλώσσα της γλιστρούσε από το αυτί της στο στόμα της. Την φιλούσε και την αγκάλιαζε με πάθος καθώς αυτή μειδιούσε, σχεδόν με ειρωνεία. Έχε κάτσει με ανοιχτό το στόμα της και η γλώσσα της κρεμόταν σα να την κορόιδευε, ενώ η Ηλέκτρα εκστασιασμένη της την έτρωγε , ακουμπούσε τις παλάμες τις στο δέρμα και παραληρούσε στο ταξίδι μέσα από το τζίν της και βρέθηκε σε μια λίμνη ερωτικών υγρών. Τότε την κοίταξε στα μάτια και το παθητικό βλέμμα της μεταμορφώθηκε σε ένα παιδιάστικο χαμόγελο. Άδραξε την ευκαιρία και την τράβηξε μέσα από την μπάρα. Ξεκούμπωσε το Diesel της και άρχισε να την γλύφει και να την ρουφά στο αιδοίο, να την κάνει μπουρμπουλήθρες στο στόμα της και να την φιλά τρυφερά μετά από κάθε δάγκωμα. ‘Suzi, πελάτες’ είπε κομπιαστά και άρχισε να κουμπώνεται ενώ η Ηλέκτρα έπεσε στο πάτωμα να κάνει πως ταχτοποιεί αναψυκτικά στο χαμηλό ψυγείο κάτω από τον πάγκο. Είχε ανοίξει η πόρτα και είχαν μπει τα γνωστά παιδιά για τις κρέπες μετά το ξενύχτι στο μπαρ. - Μια μολότοφ με τα συνηθισμένα, είχες κόσμο? - Ναι κάτι είχε νωρίς, από κει? Η Έψιλον είχε κάτσει στην μπάρα δίπλα από την ξύλινη πόρτα και την μεγάλη τζαμαρία με τα πολύχρωμα φωτάκια, της έβαλε ένα αμαρέτο με λεμόνι και συνέχισε να της ρίχνει κρυφές ματιές καθώς γυρνούσε τις κρέπες. Αυτή επεξεργάζονταν τον χώρο με τις τοιχογραφίες και τα ρολόγια. Θα έβγαινε όπου να ναι κι ο κούκος για το πρώτο μισάωρο. (foto by me)
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
ένα ηφαίστειο
Μια δερμάτινη επίστρωση καλύπτει την λάβα μου που, άνευ διεξόδου, βράζει τις σκέψεις μου.
Πρόσωπα-στοιχειά λιωμένα αναδεύονται, μα δεν φτάνουν για να εκτονώσουν το ηφαίστειο με μια έκρηξη.
Φαίνεται σα να κοιμάται.
Διάλεξα για να ζω τον πιο ανεξερεύνητο βυθό της θάλασσας.
Εξωτερικεύομαι με θειούχες μπουρμπουλήθρες, που διαλύονται , μετά από μακρύ ταξίδι ως την επιφάνια.
Συνθλίβονται πάνω σε φελλούς, κηλίδες, σκουπίδια.
Μαγνητικά μέταλλα, ρευστά και ά-σχήμα, είναι οι ελπίδες.
Περιμένω καρτερικά την τυχαία ένωση που θα με εξυψώσει, ως ένα νησί μοναδικό, σαν τα χιλιάδες του χάρτη.
Θα γεννήσω δέντρα, σπηλιές και απόκρημνες μεριές για τους πιο θαρραλέους.
Θα με ευλογήσουν κουρασμένοι ναυαγοί. Θα με πατήσουν κολασμένοι κουρσάροι, και θα με βρομίσουν καταπιεσμένοι τουρίστες.
Θα γεμίσω ιστορίες και όνειρα τους ταξιδευτές που θα με ταξιδέψουν στα πέρατα, πολύχρωμη άμμο σε γυάλες.
Από την στιγμή της ανάδυσης θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Μαζί με την αγωνία να προλάβω να.. , πριν βυθιστώ πάλι στην μήτρα.
(foto by me)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)