Είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει στο Παρίσι να βρω την φίλη μου την Φανή και ήρθε και με πήρε από το αεροδρόμιο και πήγαμε σε ένα προάστιο που ήταν σε ελαιώνα αλλά οι ελιές εκεί ήταν πιο γυαλιστερά τα ξύλα τους σαν πιο ήμερα κάπως. Στο σπίτι έμενε με την μάνα της και με υποδέχτηκε πολύ ζεστά και ένιωσα και τη Φανή σαν κι εμένα που είχε μεγάλο ελαιώνα και σκέφτηκα πως δεν ήξερα από πρώτα πως ήταν τόσο "πλούσια" που είχε ελαιώνα στο Παρίσι. Το σπίτι ήταν σαν ένα διαμέρισμα ρετιρέ με θέα σε πλαγιές και είδα ένα λιμάνι με καραβέλες της εποχής του διαφωτισμού και ξημέρωνε και φωτίζονταν πυρόχρωμα στα πλάγια όπως έβγαινε ο ήλιος και ήθελα να πάω να τα φωτογραφίσω για να στα στείλω ειδικά την μεγαλύτερη που ήταν μια καταπράσινη. Κι έψαχνα γύρω και το Παρίσι που κατάλαβα από τα καφέ λιλά φώτα στα σύννεφα πως ήταν πίσω από έναν λόφο στην μεριά που ήταν ακόμη το σκοτάδι δηλαδή δυτικά. Με πήρε η Φανή και μου έδειξε ένα μικρό δωμάτιο που θα έμενα και με οδήγησε σε ένα άλλο που όπως μπήκαμε ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα σαν τραπεζαρία καθολικού μοναστηριού με τεράστιο τραπέζι όπου κάθονταν μεγάλοι άνθρωποι που με περίμεναν και με ρώταγαν πράγματα για τα στοιχεία μου και για ιστορικές γνώσεις και καλλιεργητικές πάνω στην ελιά. Κι ένιωθα κάπως σα να τα μπέρδευα κι έφαγα γρήγορα το πρωινό μου κι έψαξα να δω την Φανή και πήγα να την βρω και την βρήκα στο δωμάτιό της ευτυχώς να κοιτάει φωτογραφίες και είχε κάτι απίστευτες ασπρόμαυρες με συναντήσεις από φεμινίστριες και είπα επιτέλους κάτι από Παρίσι κι ήθελα κι αυτές να τις φωτογραφίσω να στις δείξω. Τότε είπαμε να ετοιμαστούμε να κατέβουμε στο Παρίσι αλλά έψαχνα τα ρούχα μου και δεν τα έβρισκα κι έβρισκα μόνο σκισμένα και λερωμένα. Κι εκεί άλλαξε το σκηνικό και ήμουν πρώτη μέρα στο σχολείο στο λύκειο και καθόμουν πάνω πάνω στις κερκλιδες με μια συμμαθήτριά μου που κανονικά την είχα μόνο στο δημοτικό και ήταν οι κερκίδες πολύ ψηλές και σαν καθήσματα πάνω σε βέργες από σίδερο και λύγιζαν με το παραμικρό και είχα αγωνία και υπερένταση από αυτό το πράγμα. Και πιάστηκα από κάτι σιδερένια κάγκελα μπροστά μου για να κρατηθώ αλλά αμέσως λύγισαν κι αυτά σα βούτηρο κι έκανα πολύ κόπο για να έρθω να μη πέσω. Μπροστά είχε πολλά παιδιά και ήταν σα να γινόταν αγώνας με ένα όχημα μαντ μαξ που ανέβαινε στους τοίχους του λυκείου κι έκανε κολοτούμπες και ακροβατικά και έβγαλα σε αυτή την κατάσταση ισορροπίας που ήμουν και έβγαλα μερικές απίστευτες φωτογραφίες το πλήθος με το όχημα και το σχολείο και τότε κάποιον τρόπο βρήκα και κατέβηκα από τις κερκίδες και έβγαλα κοντινές φωτογραφίες τον οδηγό του που ήταν ένας όμορφος νεαρός γυμνός με δέρμα σα το γάλα με θυμωμένα μάτια και ξυρισμένο κεφάλι. Και χτύπησε το κουδούνι και συγκεντρωθήκαμε όλοι μπροστά αλλά είχε γίνει νύχτα και κάπνιζα ένα τσιγάρο μάλμπορο και σκέφτηκα μήπως έπρεπε να το πετάξω αλλά κοίταξα δίπλα σε μια από τις πίσω ειδόδους και είδα μια αγαπημένη μου φιλόλογο να καπνίζει εκεί και πήγα και μου μίλησε αλλά σα να τα έτρωγε δεν καταλάβαινα τί μου έλεγε αλλά φαινόταν να μου μιλάει με αγάπη και καπνήσαμε μέχρι που τελειώσαν τα τσιγάρα και μπήκα ακολουθώντας τη μέσα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή