Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

 

Ξανακοιμήθηκα και σε ξαναείδα στον ύπνο μου. Ήμουν στον Βόλο με όλα μου τα σόγια για κάποιο γάμο σε μια πλατεία αλλά ήταν η πλατεία σαν το κτήμα μου πολύ αλλιώτικο όμως. Εκεί είχα πάει και για κάποιο πολύ ενδιαφέρον σεμινάριο με κάποιον μεγάλο ποιητή και άλλους σπουδαίους αλλά είχα τα παιδιά κοντά και με έκανε η μικρή με τη φίλη της η Αγγελική και τον Ηρακλή να μη πολυπαρακολουθήσω γιατί καθόσο γινόταν εμείς κάναμε στόρυ και γυρνάγαμε κάτι φοβερά βίντεο πολύ πετυχημένα με συνθέσεις και ακροβατικά. Και έψαχνα να σταθώ και σε μια μεριά για να τα ανεβάσω να τα δεις. Ακριβώς δίπλα στήνανε για για τον γάμο και άφησα τα παιδιά να παίζουν εκεί και πήγα στον Ντιτζέι να τον γνωρίσω και του είπα να βάζει Καζαντζίδη και κάναμε λίγο πλάκα αν πηγαίνει στον γάμο φεύγοντας από εκεί για πιο πάνω να πάω μια βόλτα σε έναν δρόμο που ήξερα ότι μένεις. Στην στροφή είδα την ανιψιά μου και με πήρε αγκαλιά και της είπα που πάω και ήθελε να έρθει μαζί μου. Περπατούσαμε κι ήμουν σε εσωτερική υπερένταση προαίσθηση και όπως στρίψαμε στον δρόμο είδαμε την Σάντρα και ενώ περάσαμε δίπλα στο ένα μέτρο και την κοίταξα στα μάτια σα να χαμογελάσαμε  πολύ χαρούμενα και συνομοτικά κάπως μαζί κι ενώ προσπεράσαμε άκουσα που μίλαγε φωναχτά στο καλώδιο από το τηλέφωνο με έσενα και σα να ξέρατε πως είμαι ώρα εκεί σου είπε, μαμά μόλις είδα τη Νάνσυ έρχεται από εκεί. Και τότε γύρισα επιτόπου στροφή και είχε σταθεί κι ήταν τόσο όμορφη και θετική και ζεστή, όπως την θυμάμαι πάντα, που την αγκάλιασα και  με αγκάλιασε και ήταν σα να πετούσαμε για λίγο στα σύννεφα σαν αγγελούδια. Πήγα να της συστήσω την Ευαγγελία αλλά γνωρίζονταν μου είπαν από τα Χριστούγεννα και τι μικρός που είναι ο κόσμος σκέφτηκα περίεργα. Μας είπε να μας δίξει ένα σημαντικό αξιοθέατο εκεί δίπλα που ήταν ένα στρογγυλό μεγάλο πέτρινο κτήριο και είχε εικαστική έκθεση μέσα. Πήγαινε γρήγορα και την ακολουθούσα χωρίς να προλαβαίνω να σταθώ να δω έργα μάλιστα κάπου που στάθηκα βρέθηκα μόνη αλλά ευτυχώς την βρήκα στην επόμενη αίθουσα και ανεβήκαμε κάτι σκάλες τότε και μπήκαμε σε ένα δωμάτιο που ήσουν ξαπλωμένη εσύ και με είδες και μου χαμογέλασες και φάνηκαν όλα σου τα δοντάκια όπως την πρώτη φορά που σε είχα δει αλλά δεν ήξερα αν ήσουν αληθινή μάλλον μου φάνηκες για κούκλα και έπεσα πάνω σου πάνω από τα σκεπάσματα κι ήσουν ζεστή και σ' αγκάλιασα με όλο μου το σώμα κι ήσουν πολύ ζεστή και έριξα πολύ τους παλμούς μου για ηρεμία κι έκλεισα τα μάτια αλλά έβλεπα πάλι εσένα και τα  ξαναάνοιγα και σε άγγιζα στο πρόσωπο. Τότε μου έπιασες τον κόλο και κοιτώντας μες τα μάτια μου είπες ήρεμα γλυκά και με σταθερότητα, μην ανησυχείς θα σε πάρω στα τέσσερα, πολύ ερωρικά αλλά σα να μου έλεγες σ' αγαπώ. Κι εκεί έχασα την άσκηση με τους παλμούς και αφέθηκα να ανεβαίνουν και σου χάϊδευα το πρόσωπο σα να το ζωγράφιζα με τα δάκτηλά μου. Έκλεινα τα μάτια και σε έβλεπα και τα ξανάνοιγα και με κοιτούσες τόσο ωραία που άρχισε να με κηριεύει μια έκσταση και ξύπνησα. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή