Πατέρων κοιμητήριον διέρχομ’ επισήμων
Λειψάνων βλέπω σάβανα βαμμένα εις το αίμα
Είναι το
κενοτάφιον ηρώων ανωνύμων
Ηρώων
δίχως θρίαμβον, μαρτύρων δίχως στέμμα.
Α. πως
λατρεύει μάρτυρας τοιούτους η ψυχή μου
Αυτοί
είναι η Μούσα μου, αυτοί και η ωδή μου !
Το ν’ αποθάνη τις ζητών την δάφνην του αγώνος
οπίσω του αφίνων φως και μνήμης ευωδίαν
Το ν’ αποθάνη ένθους τις επί του προμαχώνος
ελπίζων νίκην ευγενή εις μάχης τρικυμίαν
Δεν λέγω, είναι ιερόν, αλλ’ ο τοιούτος ήρως
Λαμβάνει γέρας άφθιτον την δόξαν του Σωτήρος.
Αλλ’ είναι άλλο, άλλο τι το μάχεσθαι αιωνίως
Υπό το σκότος, έρημος, νεκρός κ’ εις την ελπίδα
να ην’ η δάφνη άοσμος δι’ άγνωστον πατρίδα…
Α, εις τοιαύτην ύπαρξιν κουράζονται τα στήθη
Είναι πολύ
αχάριστος και ασεβής η λήθη!
Ολίγα άνθη δότε μοι ευώδη, Πατριώται
τον ύπνον των αγνώστων μου ηρώων να τιμήσω
Ολίγην δρόσον δι’ αυτούς τα δάκρυά σας δότε
Της ξηραμένης δάφνης των τα φύλλα να ραντίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή