Α.
Καθώς βυζαίνω τη σιωπή απ’ το πλατύ
του ορίζοντα το ατάραχο βυζί να μεγαλώσω
αποκοιμιέμαι
στην αγκαλιά σου
Που την εφτιάχνω
από παραισθήσεις παιδικές
να μοιάζει με μήτρα φάλαινας
την ώρα που γεννά και με εκτοξεύει.
Εμένα και το αίμα της στη θάλασσα.
Β.
Θα ‘ρθει μια μέρα
, σκέφτομαι , που θα περπατήσω
σα να μην γίνεται αλλιώς
μες το κατάλευκο το φως
θυμάμαι
όλες μου τις ζωές
με καθαρές αναλαμπές
που όσο πάει λίγο – λίγο
σταθεροποιούνται
όπως τα αστέρια τη νύχτα.
Γ.
Μια μέρα ανδρειωμένο αγόρι γίνομαι από τη Σπάρτη.
Στον ποταμό Ευρώτα κόβοντας με το σπαθί μου καλαμιές.
Ατέλειωτες που είναι! Ατέλειωτες είναι οι καλαμιές!
Όσο το μένος, το πείσμα και οι ορμές μου.
Δ.
Ήμουνα κάποτε αστερισμός.
Ε.
Ρωτάω την ζωή που ζούμε μαζί να μου πει πώς να ‘ρθω.
Μου απαντά:
Δεν είναι οι έρωτες για να τους ζεις.
Οι έρωτες είναι για να σε ζούνε.
ΣΤ
-Δε γαμιέσαι ρε Δία…
Γιατί δε γαμιέσαι ρε Δία;
-Για να τελειώνουμε καμιά φορά με τους Ήρωες.
Ζ.
Τα παιχνιδάκια του μυαλού μου χάρισα σε ένα παιδί του
δρόμου.
Η.
Σ’ αγαπάω όπως σ’ αγάπησα.
Ε, λίγο καλύτερα τώρα.
Και μακρύτερα ναι.
Όσο ξεμπερδεύει μακραίνει.
Ι.
Όσοι δρόμοι κι αν ανοίξουν
Αν δεν ανοίξουμε το φως
δεν βλέπω τη μύτη μου
να φτάσω ούτε μέχρι την πόρτα.
Κ.
Καταραμένα ποιήματα!
Πάλι ερωτεύτηκα την χαραμάδα
του Ουρανού
που δείχνει τις στιγμές
από "το βιβλίο του κόσμου".