Εἰς τὴν ὥρα, ποὺ σκιασμένος,
καὶ παράξενα ντυμένος,
βγαίνει ὁ κλέφτης γιὰ νὰ κλέψει,
κι ὁ φονιὰς γιὰ νὰ φονέψει, -
σ᾿ ἄλλους τόπους ἐννοῶ
κλεψιές, φόνους, κι ὄχι ἐδῶ -
εἶδα ἓν ὄνειρο μουρλό,
καὶ θὰ τὸ διηγηθῶ.
Μὲς στὸ νοῦ μου ἡ ψεσινή,
ἡ περίφημη θανή,
μίαν ἐντύπωση εἶχε ἀφήσει,
ποὺ ὁ καιρὸς δὲ θὰ τὴ σβήσει.
Καὶ στὸν ὕπν᾿ ὁ λογισμός μου
τὴν ξανάφερεν ὀμπρός μου.
Στ᾿ ὄνειρό μου ἀγροίκαα πάλι
τὸν παπὰ Τσετσὲ νὰ ψάλλει,
μὲ τὴν τάξη τ᾿ς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἔκαν᾿ ἐξ αἰτίας
τοῦ ὄνειρού μου τοῦ μουρλοῦ,
τὴ φωνὴ τοῦ κουνουπιοῦ.
Πλῆθος ἔβλεπα λαμπάδες,
καὶ καπίτολα. Οἱ παπάδες,
τὰ φελόνια φορεμένα,
ποιὸς καινούργια, ποιὸς σχισμένα,
σοβαρὰ περιπατώντας,
τὴ λιρώνα μελετώντας,
ξαστοχοῦν τὸν πεθαμένο,
κι ἔχουν τὸ κερὶ σβησμένο.
Ἔκαναν φωνὲς καὶ γέλια
τὰ παιδιὰ μὲ τὰ βατσέλια.
Κι ὁ καπνὸς τοῦ μισχολίβανου
ἀπὸ τὰ λιβανιστήρια
ἔμπαινε στὰ παρεθύρια.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν,
καὶ περίλυπα ἐτηροῦσαν,
γέρνοντας τὲς κεφαλές τους,
καὶ μιλώντας γιὰ δουλειές τους.
Ἀλλὰ στὰ καμπαναρία
δὲν εἶν´ τέτοια ἀδιαφορία.
Οἱ καμπάνες πλερωμένες,
ἔκαναν σὰ βουρλισμένες.
Κι ἀφοῦ εἶδα, ἕνα πρὸς ἕνα,
οὖλα ἐκειά, ποὖχα ἰδωμένα,
τρέχει τ´ ὄνειρο καὶ μπαίνει
μέσα στὴ Φανερωμένη.
Ἤτανε στὴν ἐκκλησία
λίγο φῶς καὶ πολλὴ ἐρμία.
Καὶ κοντὰ στὸ ξυλοκρέββατο
ξάφνου ἀγροίκησα νὰ βγεῖ
ἕνα σκούξιμο μακρύ.
Ὅτι ἐλόγιασα πὼς θἆναι
ἀπὸ τόσους ἕνας κάνε,
ποὺ ἐλυπήθηκε καὶ σκούζει...
νά σου ὁ ἴσκιος τοῦ Κουτούζη!
Καθὼς πάντα ἐσυνηθοῦσε,
ὄμορφα ροῦχα φοροῦσε,
κι ἔδειχνε καμαρωτά,
τὸ καπέλλο του στραβά.
Εἰς τὸ πονηρό του χεῖλο,
πώσκιαζεν ὀχτρὸ καὶ φίλο,
ἔβλεπα μὲ θαυμασμό,
ποὖχε ἀκόμα τὸ πικρό,
τὸ συνηθισμένο γέλιο,
ξαστοχώντας τὸ Βαγγέλιο.
Ἐτριγύρισε κομμάτι
εἰς τοῦ Χάρου τὸ κρεββάτι.
Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖ
τὸ καπέλο, τὸ σπαθί,
ποῦν σημεῖα τῆς ἀρχοντιᾶς,
ἐσταμάτησ᾿ ὁ παπάς.
Καὶ καλὰ κοιτάζοντας τά,
κι ὄμορφα σηκώνοντας τά,
εἰς τὴν κάσσα τὰ χτυπάει,
καὶ τ᾿ ἀκόλουθ᾿ ἀρχινάει,
τὸ κορμὶ τοῦ συχνοσειώντας,
καὶ τὰ λόγια ἀργοπορώντας:
«Καλὰ κάμαν καὶ στὰ βάλανε
ἐδῶ πάνου, ὅταν σ᾿ ἐβγάλανε!
Μὰ τὸ ναίς, ὁποῦ σοῦ πρέπει,
εἰς τὴν ὕστερή σου σκέπη,
μπρὸς στὸν κόσμο νὰ κρατεῖς
τὰ σημάδια τῆς τιμῆς!
Μ´ αὐτὰ τὰ ἴδια ἐγὼ σὲ εἶδα
ποὺ κυρίευες τὴν πατρίδα.
Τὸ θυμοῦμαι ὠιμένανε!...
Ἐπειδὴ δὲ μ᾿ ἀπομένανε,
ἐκαθόμουνα ὁ φτωχὸς
εἰς τὴν γάτα μου ὀμπρός,
κάνοντάς της χάιδια χίλια,
καὶ σὰν ν᾿ ἄκουε τῆς ἐμίλεια:
Μωρὴ γάτα, τί σου φαίνουνται
τέτοια πράματα: Ἀπομένουνται;
Νἆν᾿ ὁ Γιάννης εἰς τὸ σπίτι,
μὲ τὸν ἄλλο ξεκληρίτη,
στὴν καθίγλα νὰ προσμένουν
οὔλους τσ᾿ ἄρχοντες, ποὺ μπαίνουν,
καὶ ξανοίγουν, ἐνῶ σκύφτουνε
μὲ τὰ ταπεινὰ κεφάλια,
πλεζονιὲς καὶ κατρογυάλια;
Νιάι μου, νὰ σὲ χαρῶ,
ἔχω πίκρα καὶ καημὸ
νὰ τοὺς βλέπω, τσοὺ καημένους,
κυριακάτικα ντυμένους,
στὲς καθίγλες νὰ καθίζουν
καὶ τὰ ροῦχα τους νὰ χρίζουν! -
Τέτοια τσὴ λεγα. Ἀλλὰ τώρα,
ὁποῦ σ᾿ εὕρηκε ἡ κακηώρα,
πές, ποιὰ στόματα σ᾿ ἐκράξαν,
καὶ ποιὰ στήθη ἀναστενάξαν;
Ἂν δὲ σ´ ἔκλαψαν, ἐγὼ
σὰν παπὰς τσοὺς συχωρῶ.
Ὤ! φωνάξετε, Καιροί,
ποὺ τὸν εἴδετε κριτή,
τί καλό ῾χει γεναμένο,
κι εὐθὺς φεύγω καὶ σωπαίνω!
Ἔτσι λέοντας μεγαλώνει
τὴ φωνή του καὶ θυμώνει.
Μὰ καλὸ ναὶ πλούσιος νἆσαι,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ θυμᾶσαι,
πὼς στοὺς δρόμους ἀϊλογᾶνε
κάποιοι μαῦροι ποὺ πεινᾶνε;
Ὅταν ἔπλασαν τὰ χέρια,
ποὺ σκορπήσανε τ´ ἀστέρια,
τοῦ θνητοῦ τὰ σωθικά,
καὶ τὰ πλάσανε καλά,
πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τ´ ἄλλα πάθια
τσοὺ ἔχουν βάλει τὴ Συμπάθεια.
Καὶ τὴν ἔδιωξες ἐσύ,
σὰν τὴν χήρα τὴ φτωχή,
ἀπ´ τὴ νιότη σου τὴν πρώτη,
γιὰ νὰ βάλεις τὴ Σκληρότη.
Αὐτὴ σὤλεε νὰ ζητᾶς
τὸ ψωμὶ τῆς φτωχουλιᾶς,
καὶ τὸ διάφορο νὰ θὲς
τρεῖς καὶ τέσσερις φορές.
Κι ὁ φτωχός, ἀπορημένος,
σ´ ἐσ´ ἐρχότουν τρομαγμένος,
γιὰ νὰ πεῖ μὲ τὸ θλιμμένο
χεῖλο: τὤχω πλερωμένο!
καὶ στὰ πόδια σου νὰ ρίξει
κλάψες μύριες, καὶ νὰ δείξει
τ᾿ ἀχαμνὰ τὰ γερατειά του,
τὴ γυναίκα, τὰ παιδιά του,
καὶ τοῦ ρούχου τὰ ξεσκλίδια.
Καὶ τοῦ ἀμόλαες κερατίδια!
Κι ἔτσι δά, μὲ τέτοιους φόνους,
γιὰ σαράντα πέντε χρόνους,
παντελῶς δὲν εἶναι θάμα,
μήτε ἀλλόκοτο τὸ πράμα,
ἂν ἐσὺ φθάσεις νὰ κρύψεις,
ἀπ´ τοὺς φόβους γιὰ νὰ λείψεις,
τὸ σωρὸ τοῦ χρυσαφιοῦ σου
καὶ στὲς τράβες τοῦ σπιτιοῦ σου.
Μὰ τῆς φτώχειας ἡ κατάρα,
δυστυχόταατη τρομάρα,
θὰ πλακώσει τὴν ψυχή σου
σὰν ἡ πλάκα τὸ κορμί σου.
Κοίτα ἂν εἶναι Δικαιοσύνη
ἐκεῖ πάνου, γιὰ νὰ κρίνει!
Δὲν ἠθέλησε ν´ ἀφήσει
τὸ κορμί σου νὰ ψοφήσει
εἰσὲ δρόμο ἢ σὲ καλύβα,
μὰ στὴν κάμαρη τοῦ Σκλίβα!
Ἐκεῖ σὤμενε νὰ φθάσεις,
καὶ τὸ λογικὸ νὰ χάσεις, -
τὸ παλιὸ τὸ σπίτι ἀφίνοντας,
εἰς τ᾿ ὁποῖο κάποιος ἐμπῆκε,
ποὺ πουλιό του δὲν ἐβγῆκε.
Σκάψε, Ρώμα, γιὰ νὰ ἰδεῖς
μὴ τὰ κόκκαλά του βρεῖς. -
Ἐκεῖ, ἐνῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι
ἐκοπίαζες μὲ τὴ μύτη,
κάνοντας σὰν τὰ παιδάκια,
ὅταν φτειάνουν φυσουνάκια,
σοὺ σηκῶναν κάποιοι τσάφοι
τὸ κλεμμένο τὸ χρυσάφι.
Ἐκεῖ ἐστέκαν, ἐνῶ σώβγαινε
τοῦ θανάτου ὁ γογγυσμός,
τὸν ἀγροίκουναν, κι ἐτρέμανε
μὴ δὲν ἤτανε ὁ στερνός.
Κάνε ἐμπόρειες ἀπ᾿ τὸ βιό σου,
ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ τὸ θάνατό σου
καὶ τῆς φτωχουλιᾶς ν᾿ ἀφήσεις,
καὶ τὰ στόματα νὰ κλείσεις.
Ἀλλὰ ὁ Διάολος ἐφάνηκε
στὸ πλευρό σου ἀδερφικάτα,
ὅταν ἔγραφες τὴ διάτα.
Καὶ τὸ χέρι σου τηρώντας,
καὶ σκληρὰ χαμογελώντας,
ἐτραγούδουνε: Ὢ φτωχοί,
ποὺ γυρεύετε ψωμί,
κάθε λύπη τώρα ἀφῆστε,
καὶ σὲ λίγο θὰ πλουτῆστε.
Γραικοὶ σκλάβοι, ἀκαρτερεῖτε.
Γιατ´ εὐθὺς θὰ λυτρωθεῖτε.
Τὲς καδίνες θὰ πετάξτε,
εἰς τὴ Ζάκυνθο ν᾿ ἀράξτε,
εἰς τὸ μνῆμα του νὰ ὁρμῆστε,
καὶ τὴν πλάκα νὰ φιλῆστε. -
Κι ἔτσι μ᾿ ὅλο σου τ᾿ ἀσήμι,
μνέσκεις ἄκλαφτο ψοφίμι.
Ὅπως ἔζησες πεθαίνεις,
κι ἐκεῖ μέσα ὁ ἴδιος μένεις,
μὲ ξεμυτερὰ τὰ νύχια,
μαθημένα στὰ προστύχια.
Θέλω νὰ σὲ ἰδῶ, σκυλί!»
Κι ἔτσι λέοντας, τὸ σπαθί,
τὸ καπέλλο, τοῦ πετάει,
καὶ στὴν κάσσα εὐθὺς χουμάει.
Ὁ παπὰς ἐκεῖ γυρμένος,
καὶ στὰ χείλη του ἀφρισμένος,
πολεμάει νὰ τὴν ἀνοίξει.
Κι ὅτι ἀρχίνησε νὰ τρίξει,
ἐγὼ πὤλεα μὴν ὁρμήσει,
καὶ τὸ λείψανο χτυπήσει,
τρέχω γλήγορα κοντά,
γιὰ νὰ πῶ: μωρὲ παπᾶ!
Εἶναι ὁ μαῦρος πεθαμένος!
Ἀλλὰ ἐξύπνησα ἱδρωμένος.
καὶ παράξενα ντυμένος,
βγαίνει ὁ κλέφτης γιὰ νὰ κλέψει,
κι ὁ φονιὰς γιὰ νὰ φονέψει, -
σ᾿ ἄλλους τόπους ἐννοῶ
κλεψιές, φόνους, κι ὄχι ἐδῶ -
εἶδα ἓν ὄνειρο μουρλό,
καὶ θὰ τὸ διηγηθῶ.
Μὲς στὸ νοῦ μου ἡ ψεσινή,
ἡ περίφημη θανή,
μίαν ἐντύπωση εἶχε ἀφήσει,
ποὺ ὁ καιρὸς δὲ θὰ τὴ σβήσει.
Καὶ στὸν ὕπν᾿ ὁ λογισμός μου
τὴν ξανάφερεν ὀμπρός μου.
Στ᾿ ὄνειρό μου ἀγροίκαα πάλι
τὸν παπὰ Τσετσὲ νὰ ψάλλει,
μὲ τὴν τάξη τ᾿ς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἔκαν᾿ ἐξ αἰτίας
τοῦ ὄνειρού μου τοῦ μουρλοῦ,
τὴ φωνὴ τοῦ κουνουπιοῦ.
Πλῆθος ἔβλεπα λαμπάδες,
καὶ καπίτολα. Οἱ παπάδες,
τὰ φελόνια φορεμένα,
ποιὸς καινούργια, ποιὸς σχισμένα,
σοβαρὰ περιπατώντας,
τὴ λιρώνα μελετώντας,
ξαστοχοῦν τὸν πεθαμένο,
κι ἔχουν τὸ κερὶ σβησμένο.
Ἔκαναν φωνὲς καὶ γέλια
τὰ παιδιὰ μὲ τὰ βατσέλια.
Κι ὁ καπνὸς τοῦ μισχολίβανου
ἀπὸ τὰ λιβανιστήρια
ἔμπαινε στὰ παρεθύρια.
Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν,
καὶ περίλυπα ἐτηροῦσαν,
γέρνοντας τὲς κεφαλές τους,
καὶ μιλώντας γιὰ δουλειές τους.
Ἀλλὰ στὰ καμπαναρία
δὲν εἶν´ τέτοια ἀδιαφορία.
Οἱ καμπάνες πλερωμένες,
ἔκαναν σὰ βουρλισμένες.
Κι ἀφοῦ εἶδα, ἕνα πρὸς ἕνα,
οὖλα ἐκειά, ποὖχα ἰδωμένα,
τρέχει τ´ ὄνειρο καὶ μπαίνει
μέσα στὴ Φανερωμένη.
Ἤτανε στὴν ἐκκλησία
λίγο φῶς καὶ πολλὴ ἐρμία.
Καὶ κοντὰ στὸ ξυλοκρέββατο
ξάφνου ἀγροίκησα νὰ βγεῖ
ἕνα σκούξιμο μακρύ.
Ὅτι ἐλόγιασα πὼς θἆναι
ἀπὸ τόσους ἕνας κάνε,
ποὺ ἐλυπήθηκε καὶ σκούζει...
νά σου ὁ ἴσκιος τοῦ Κουτούζη!
Καθὼς πάντα ἐσυνηθοῦσε,
ὄμορφα ροῦχα φοροῦσε,
κι ἔδειχνε καμαρωτά,
τὸ καπέλλο του στραβά.
Εἰς τὸ πονηρό του χεῖλο,
πώσκιαζεν ὀχτρὸ καὶ φίλο,
ἔβλεπα μὲ θαυμασμό,
ποὖχε ἀκόμα τὸ πικρό,
τὸ συνηθισμένο γέλιο,
ξαστοχώντας τὸ Βαγγέλιο.
Ἐτριγύρισε κομμάτι
εἰς τοῦ Χάρου τὸ κρεββάτι.
Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖ
τὸ καπέλο, τὸ σπαθί,
ποῦν σημεῖα τῆς ἀρχοντιᾶς,
ἐσταμάτησ᾿ ὁ παπάς.
Καὶ καλὰ κοιτάζοντας τά,
κι ὄμορφα σηκώνοντας τά,
εἰς τὴν κάσσα τὰ χτυπάει,
καὶ τ᾿ ἀκόλουθ᾿ ἀρχινάει,
τὸ κορμὶ τοῦ συχνοσειώντας,
καὶ τὰ λόγια ἀργοπορώντας:
«Καλὰ κάμαν καὶ στὰ βάλανε
ἐδῶ πάνου, ὅταν σ᾿ ἐβγάλανε!
Μὰ τὸ ναίς, ὁποῦ σοῦ πρέπει,
εἰς τὴν ὕστερή σου σκέπη,
μπρὸς στὸν κόσμο νὰ κρατεῖς
τὰ σημάδια τῆς τιμῆς!
Μ´ αὐτὰ τὰ ἴδια ἐγὼ σὲ εἶδα
ποὺ κυρίευες τὴν πατρίδα.
Τὸ θυμοῦμαι ὠιμένανε!...
Ἐπειδὴ δὲ μ᾿ ἀπομένανε,
ἐκαθόμουνα ὁ φτωχὸς
εἰς τὴν γάτα μου ὀμπρός,
κάνοντάς της χάιδια χίλια,
καὶ σὰν ν᾿ ἄκουε τῆς ἐμίλεια:
Μωρὴ γάτα, τί σου φαίνουνται
τέτοια πράματα: Ἀπομένουνται;
Νἆν᾿ ὁ Γιάννης εἰς τὸ σπίτι,
μὲ τὸν ἄλλο ξεκληρίτη,
στὴν καθίγλα νὰ προσμένουν
οὔλους τσ᾿ ἄρχοντες, ποὺ μπαίνουν,
καὶ ξανοίγουν, ἐνῶ σκύφτουνε
μὲ τὰ ταπεινὰ κεφάλια,
πλεζονιὲς καὶ κατρογυάλια;
Νιάι μου, νὰ σὲ χαρῶ,
ἔχω πίκρα καὶ καημὸ
νὰ τοὺς βλέπω, τσοὺ καημένους,
κυριακάτικα ντυμένους,
στὲς καθίγλες νὰ καθίζουν
καὶ τὰ ροῦχα τους νὰ χρίζουν! -
Τέτοια τσὴ λεγα. Ἀλλὰ τώρα,
ὁποῦ σ᾿ εὕρηκε ἡ κακηώρα,
πές, ποιὰ στόματα σ᾿ ἐκράξαν,
καὶ ποιὰ στήθη ἀναστενάξαν;
Ἂν δὲ σ´ ἔκλαψαν, ἐγὼ
σὰν παπὰς τσοὺς συχωρῶ.
Ὤ! φωνάξετε, Καιροί,
ποὺ τὸν εἴδετε κριτή,
τί καλό ῾χει γεναμένο,
κι εὐθὺς φεύγω καὶ σωπαίνω!
Ἔτσι λέοντας μεγαλώνει
τὴ φωνή του καὶ θυμώνει.
Μὰ καλὸ ναὶ πλούσιος νἆσαι,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ θυμᾶσαι,
πὼς στοὺς δρόμους ἀϊλογᾶνε
κάποιοι μαῦροι ποὺ πεινᾶνε;
Ὅταν ἔπλασαν τὰ χέρια,
ποὺ σκορπήσανε τ´ ἀστέρια,
τοῦ θνητοῦ τὰ σωθικά,
καὶ τὰ πλάσανε καλά,
πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τ´ ἄλλα πάθια
τσοὺ ἔχουν βάλει τὴ Συμπάθεια.
Καὶ τὴν ἔδιωξες ἐσύ,
σὰν τὴν χήρα τὴ φτωχή,
ἀπ´ τὴ νιότη σου τὴν πρώτη,
γιὰ νὰ βάλεις τὴ Σκληρότη.
Αὐτὴ σὤλεε νὰ ζητᾶς
τὸ ψωμὶ τῆς φτωχουλιᾶς,
καὶ τὸ διάφορο νὰ θὲς
τρεῖς καὶ τέσσερις φορές.
Κι ὁ φτωχός, ἀπορημένος,
σ´ ἐσ´ ἐρχότουν τρομαγμένος,
γιὰ νὰ πεῖ μὲ τὸ θλιμμένο
χεῖλο: τὤχω πλερωμένο!
καὶ στὰ πόδια σου νὰ ρίξει
κλάψες μύριες, καὶ νὰ δείξει
τ᾿ ἀχαμνὰ τὰ γερατειά του,
τὴ γυναίκα, τὰ παιδιά του,
καὶ τοῦ ρούχου τὰ ξεσκλίδια.
Καὶ τοῦ ἀμόλαες κερατίδια!
Κι ἔτσι δά, μὲ τέτοιους φόνους,
γιὰ σαράντα πέντε χρόνους,
παντελῶς δὲν εἶναι θάμα,
μήτε ἀλλόκοτο τὸ πράμα,
ἂν ἐσὺ φθάσεις νὰ κρύψεις,
ἀπ´ τοὺς φόβους γιὰ νὰ λείψεις,
τὸ σωρὸ τοῦ χρυσαφιοῦ σου
καὶ στὲς τράβες τοῦ σπιτιοῦ σου.
Μὰ τῆς φτώχειας ἡ κατάρα,
δυστυχόταατη τρομάρα,
θὰ πλακώσει τὴν ψυχή σου
σὰν ἡ πλάκα τὸ κορμί σου.
Κοίτα ἂν εἶναι Δικαιοσύνη
ἐκεῖ πάνου, γιὰ νὰ κρίνει!
Δὲν ἠθέλησε ν´ ἀφήσει
τὸ κορμί σου νὰ ψοφήσει
εἰσὲ δρόμο ἢ σὲ καλύβα,
μὰ στὴν κάμαρη τοῦ Σκλίβα!
Ἐκεῖ σὤμενε νὰ φθάσεις,
καὶ τὸ λογικὸ νὰ χάσεις, -
τὸ παλιὸ τὸ σπίτι ἀφίνοντας,
εἰς τ᾿ ὁποῖο κάποιος ἐμπῆκε,
ποὺ πουλιό του δὲν ἐβγῆκε.
Σκάψε, Ρώμα, γιὰ νὰ ἰδεῖς
μὴ τὰ κόκκαλά του βρεῖς. -
Ἐκεῖ, ἐνῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι
ἐκοπίαζες μὲ τὴ μύτη,
κάνοντας σὰν τὰ παιδάκια,
ὅταν φτειάνουν φυσουνάκια,
σοὺ σηκῶναν κάποιοι τσάφοι
τὸ κλεμμένο τὸ χρυσάφι.
Ἐκεῖ ἐστέκαν, ἐνῶ σώβγαινε
τοῦ θανάτου ὁ γογγυσμός,
τὸν ἀγροίκουναν, κι ἐτρέμανε
μὴ δὲν ἤτανε ὁ στερνός.
Κάνε ἐμπόρειες ἀπ᾿ τὸ βιό σου,
ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ τὸ θάνατό σου
καὶ τῆς φτωχουλιᾶς ν᾿ ἀφήσεις,
καὶ τὰ στόματα νὰ κλείσεις.
Ἀλλὰ ὁ Διάολος ἐφάνηκε
στὸ πλευρό σου ἀδερφικάτα,
ὅταν ἔγραφες τὴ διάτα.
Καὶ τὸ χέρι σου τηρώντας,
καὶ σκληρὰ χαμογελώντας,
ἐτραγούδουνε: Ὢ φτωχοί,
ποὺ γυρεύετε ψωμί,
κάθε λύπη τώρα ἀφῆστε,
καὶ σὲ λίγο θὰ πλουτῆστε.
Γραικοὶ σκλάβοι, ἀκαρτερεῖτε.
Γιατ´ εὐθὺς θὰ λυτρωθεῖτε.
Τὲς καδίνες θὰ πετάξτε,
εἰς τὴ Ζάκυνθο ν᾿ ἀράξτε,
εἰς τὸ μνῆμα του νὰ ὁρμῆστε,
καὶ τὴν πλάκα νὰ φιλῆστε. -
Κι ἔτσι μ᾿ ὅλο σου τ᾿ ἀσήμι,
μνέσκεις ἄκλαφτο ψοφίμι.
Ὅπως ἔζησες πεθαίνεις,
κι ἐκεῖ μέσα ὁ ἴδιος μένεις,
μὲ ξεμυτερὰ τὰ νύχια,
μαθημένα στὰ προστύχια.
Θέλω νὰ σὲ ἰδῶ, σκυλί!»
Κι ἔτσι λέοντας, τὸ σπαθί,
τὸ καπέλλο, τοῦ πετάει,
καὶ στὴν κάσσα εὐθὺς χουμάει.
Ὁ παπὰς ἐκεῖ γυρμένος,
καὶ στὰ χείλη του ἀφρισμένος,
πολεμάει νὰ τὴν ἀνοίξει.
Κι ὅτι ἀρχίνησε νὰ τρίξει,
ἐγὼ πὤλεα μὴν ὁρμήσει,
καὶ τὸ λείψανο χτυπήσει,
τρέχω γλήγορα κοντά,
γιὰ νὰ πῶ: μωρὲ παπᾶ!
Εἶναι ὁ μαῦρος πεθαμένος!
Ἀλλὰ ἐξύπνησα ἱδρωμένος.
''Μην περπατάς, μην περπατάς μαζί μου
ΑπάντησηΔιαγραφήνα μη σε γράψουνε
με ξέρουνε στην πιάτσα
και θα σε κάψουνε.
Περπάτα το κατόπι πάνω στα βήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα.
Γυρνάω και σε βλέπω
κι αναστατώνομαι,
αν είσαι όπως δείχνεις
εγώ σκοτώνομαι.
Δεν θέλω να μας δούνε μισώ το μάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους.
Περπάτα κι ακολούθα,
μάθε το σπίτι μου
να έρχεσαι μονάχος,
αποσπερίτη μου
Κι όταν χτυπάς την πόρτα μες στα μεσάνυχτα
τα παραθύρια μου όλα θα 'ναι ορθάνοιχτα.''
γιοργος ιωάννου