Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

 

Είδα όνειρο πως είχανε πάει εκδρομή τα παιδιά και θα τα άφηνε το λεωφορείο στον πύργο του Άιφελ και είχα πάει στο πατρικό μου για να είμαι κοντά να τα περιμένω. Χτύπησα στη μάνα μου και μου έλεγε πως δεν προλαβαίνει ούτε να φάει και έβγαζε από το φούρνο κάτι πίτσες απίστευτα καλλιτεχνήματα με σχέδια σαν υφαντά και μύριζε πολύ ωραία και μου είπε πως ήταν παραγγελία για έναν σύλλογο και πήρε 5 κομμάτια σε ένα πιάτο και ανέβηκε την σκάλα. Πήγα από εκεί στον πατέρα μου και δεν ήταν εκεί αλλά ήταν ανοιχτά και μπήκα και έψαχνα κάτι ψηλά δίπλα στην τηλεόραση εκεί που τα βάζει για να πάρω ντομάτες και κρέας να συμπληρώσω μια μαγεριά και είδα πεταμένα συσκευασμένα τυριά στα σκουπίδια και μπήκε ο Ηρακλής και του λέω κοίτα μα πως δεν τα είδαμε πριν αυτά μα γιατί δεν τα είδαμε και χαλάσαν και άνοιξα το ψυγείο και είδα κρέατα και έβγαλα να πάρω κοτόπουλο και κιμά και όπως τα έπιασα ήταν ζεστά και μάλλον θα ήταν χαλασμένο το ψυγείο αλλά δεν ήταν απλά σε θερμοκρασία δωματίου ήταν ωμά και ζεστά είχαν τουλάχιστον πυρετό. Και φώναξα να βρω τον πατέρα μου και τον άκουσα που αποκρίθηκε από το παλιό  του συζυγικό δωμάτιο και τότε πρόσεξα πως είχε μια πόρτα εκεί που τώρα έχουνε χτίσει τον τοίχο του βερολίνου και την άνοιξα και μπήκα πάλι στο από εκεί σπίτι και είδα πως κάτι συνέχιζε σαν καλωδίωση ως το νότιο παράθυρο και ήταν καλυμμένο με μια ατόφια κυπαρισσόφλιδα κανονικό φυσικό έργο τέχνης και κατέβαινε η μάνα μου τη σκάλα κι έλαμπε και κατάλαβα πως ήταν από έρωτα και σκέφτηκα πως τα βρήκανε και το κάνανε απάνω και θα φάγανε και πίτσα. Και την ρώτησα τι αλλαγές είναι αυτές και μου είπε ε έριξα κανα δυο χιλιάρικα πάλι εγώ μόνη μου και δεν έβαλε τίποτε ο πατέρας σου που δεν μπορώ να συνεννοηθώ όπως τα ξέρεις και είχε κάτι τραγελαφικό σπόντα χιούμορ σοβαρό παράπονο το στο ύφος της. Και είδα εκείνη την ώρα τον Ηρακλή να έχει φύγει και να βγαίνει από την αυλή προς τον πύργο με τα πόδια . Και πήρα το μηχανάκι να πάω να τον πάω σπίτι και να γυρίσω για την μικρή αλλά ένιωθα ΄να μην μπορώ να το κουμαντάρω σα να είχε πολύ βάρος η κλούβα πίσω και να παλατζάριζε περιέργα. Κι έφυγα ευθεία και βγήκα στη γειτόνισσα κι όπως σταμάτησα να το δω με φώναξε και μου είπε τι έχεις πίσω τι ψάρια έχεις πίσω κι έκανα και έπιασα μια διαφάνεια με δυο ρέγγες παστές που είχε πολλά ζουμιά και αυτές είχαν γυρίσει κι έκαναν ένα ωραίο σχήμα σχεδόν κύκλο καθόλου σα παστές ήταν σαν φρέσκιες ακόμη και οι ουρές τους. Και γύρισα το μηχανάκι και είχαν χαλάσει και τα φρένα είδα να είχε βγει ντίζα στο μπροστινό. Το πήγα όπως όπως με δυσκολία στην αυλή ανάμεσα στα ξύλα της μάνας μου και στο κουμ κουατ και τράβαγα την ντίζα και είχε μπλεχτεί το συρματόσκοινο σα μπετονιά σε όλο μπροστά και ξηλωνόταν σα λάστιχο όπως το τραβούσα. Εκείνη την ώρα είχε γυρίσει και ο Ηρακλής και ήταν μαζί μου. Και μπουμπούνισε κι έβαλε αέρα και άρχισε βροχή και έπεσε μόνο του το μηχανάκι κάτω και πήρε μπρός χωρίς καν να έχει πάνω το κλειδί και πάω να το σηκώσω και βγαίνει κι η πίσω ρόδα από την θέση της και πέφτει στραβά σαν ένα στεφάνι γύρω από έναν στύλο. Κοίτα λέω του Ηρακλή αυτό αγγίζει την σφαίρα του μεταφυσικού και κοιταχτήκαμε με σχετικό φρικάρισμα και κατανόηση και σκοτείνιαζε κι άλλο και η βροχή δυνάμωνε και μπήκαμε δίπλα κάτω από το υπόστεγο του γκαράζ και του λέω ενώ είχα ανατριχιάσει κι αρκετά φρικάρει εκεί πέρα με αυτά τα κουλά του λέω δεν τρέχει τίποτα θα πάρουμε το αμάξι. Και κοιτάω το αγροτικό και είχε τα κλειδιά πάνω. Και ξύπνησα.             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή