Ξύπνησα στην πλατεία Γεωργίου πάνω σε κάτι σίδερα στιβαγμένα από αυτά που κλείνουνε τους δρόμους. Ξημερώματα από τον θόρυβο των βαρέων οχημάτων που καθάριζαν. Είχα παγώσει. Είδες, μου είπε η Κόκκινη, ο Κανένας είμαι. Ένα άδειο κλουβί με την πόρτα ανοιχτή. Εσύ την άνοιξες. Κανένα ενήλικο δεν γυρνάει. Μόνο αν πιάσεις κανένα από μωρό. Γύρισαν κάποια που είχα από μωρά και τα κυνήγησα. Κανένα ενήλικο δεν γυρνάει. Άδειο κλουβί με την πόρτα ανοιχτή. Το πέταξα. Ξημέρωμα στην Πλατεία Γεωργίου παγωμένη. Είμαι ο Κανένας. Γειά σου Ήλιε που ανατέλεις. Όπως σηκώνεσαι σηκώνομαι. Πόνος που ξεκολάει η Νύχτα από πάνω μου. Πόνος που καλήπτει τα πάντα. Ο πόνος να ξεκολλήσει η νύχτα από πάνω σου είναι ο μεγαλύτερος που ξέρω. Δεν αφήνει τίποτε άλλο. Όλα γίνονται αναμνήσεις που συνδέονται με αισθήματα. Πέντε από το ένα δυο τρεις από το άλλο. Εικόνες καμιά φορά έξω από τον φάκελο εικόνες από τα νευροδιαβηβαστικά κέντρα σου. Δείγματα. Παραδείγματα. Σελιδοδείκτες στον οδηγό επιβίωσης και στο ενχειρίδιο επίδοξης σοφίας. Αν είναι δυικός ο κόσμος οι σκήλοι ξέρουν. Οι άνθρωποι αν είναι δυο ειδών και δυο στοιχείων επί δυο τέσσερα. Ο Κανένας μέσα του πόσους έχει. Επτά; Τουλάχιστον πέντε μου είπες και σου πα παράτα μας με τα μαθηματικα, είναι λίγα. Τα λίγα είναι πιο πολλά. Εγώ θα σηκωθώ και ας μην μπορώ να μετρήσω ούτε τα πόδια μου. Ο πόνος όταν ξεκολλάει η νύχτα από πάνω σου δεν συγκρίνεται με κανέναν πόνο.
Δεν ξέρω αν έχει καμία σχέση η ψυχή με την λογική. Η δική μου ψυχή. Η ψυχή του Κανένα αν έχει λογική. Του Κανένα. Που δεν είναι ούτε καν ένας. Αλλά εγώ θα σηκωθώ. Κι όλη η νύχτα θα ξεκολλήσει από πάνω μου. Κι ύστερα δεν θα θυμάμαι κανέναν άλλο πόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή