Είδα στον ύπνο μου
Είδα στον ύπνο μου έναν άντρα να φωνάζει και να χτυπάει ένα παιδί και μπήκα στη μέση και σταμάτησε και με κοιτούσε αγριεμένα και του έλεγα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν γίνεται τίποτα έτσι δεν καταλαβαίνεις ότι μόνο μαλάκας γίνεσαι έτσι και ένιωθα πως ήμουν και οι τρις. Μετά είδα πως ήμουν μεγάλη στο παιδικό μου δωμάτιο με μια φίλη και φόραγα κάτι φαρδιά καφέ λινά ρούχα και στο αμάνικο ήταν ζωγραφισμένη μια γραβάτα και μου είπε η φίλη πω πως είσαι έτσι είσαι τρομακτική και προβληματίστικα πολύ γιατί ένιωθα ήρεμη και μια χαρά και της είπα αλήθεια μου λες έτσι είχα πάει στη Γαύδο. Μετά είδα ότι ήμουν σε ένα τέρμιναλ αεροδρομίου με τη μάνα μου και μου έλεγε πάμε και έψαχνα μολύβι και χαρτί και βρήκα ένα μολύβι μέσα σε μια μεγάλη άδεια κούτα και σκέφτηκα πως θα έβρισκα χαρτί στο δρόμο και φύγαμε και βγήκαμε κάπου ψηλά στην Πλάκα και περπατούσε δίπλα μου αλλά ψυχρή και αμίλητη και ανέκφραστη και πολύ σκοτεινή κάπως σαν σκιά και σαν φάντασμα αλλά ένιωθα πως νιώθαμε κι οι δύο εντάξει και ήμασταν όμορφες και περποιημένες. Και τραβούσα μια βαλίτσα με ροδάκια που ήταν σαν κλειστό καρότσι για μωρά. Και σα να πέρασα μέσα από ένα φουαγιέ νυχτερινού κέντρου που κάτω από μια λάμπα ήσουν παρέα εσύ η Κάτια η αδερφή της Εύας και η Μίνα ντυμένες ωραία βραδινά σκούρα και όμορφες και κοιταχτήκαμε μα μόλις προσπέρασα με γνώρισε μόνο η Κάτια και είπε ρε μαλάκα η Νάνσυ! Και τότε είδα σαν αέρας την εικόνα μου κι εγώ να περνάω που περπατούσα αγέρωχα και έσπροχνα με το ένα χέρι από πίσω μου τη βαλίτσα και το άλλο το είχα στην τσέπη και φορούσα μαύρο γυναικείο κουστούμι με άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα πολύ χαλαρωμένη και μαύρη πέτσινη καπαρτίνα και μπότες δερμάτινες μηχανής με αλυσίδες και είχα τα μαλλιά μου πιασμένα και κολλημένα μισά μισά σαμουράι και πέταγε πάνω ένα μεγάλο τσουλούφι σα σπαθιά γύρω από το κεφάλι μου και ήμουν πολύ βαμένη ασπρόμαυρα ωραία γκοθιά. Και θαύμασα την εικόνα και την αύρα μου. Και προχώρισα μες στο σκοτάδι και ένιωσα πως κάποιοι με παρακολουθούν και έγινε μέρα και ήμουν έξω από το πατρικό μου και με κυνηγούσε πολύ αστυνομία και κρυβόμουν και κατάφερα και μπήκα μέσα και μέσα ήταν πράκτορες που μου μίλησαν φιλικά ότι με ψάχνει η αστυνομία και η μάνα μου έχει πάει στη γειτόνισα για να αποφύγει τη φασαρία και αυτοί σα να ήταν ουδέτεροι ή και βοηθητικοί προς εμένα και κοίταξα από το παράθυρο τα περιπολικά και τους αστυνομικούς που κόβανε την κίνηση και απομακρύναν τους περαστικούς και σα να ένιωσα ότι τέλειωσαν όλα και λύθηκαν τα γόνατά μου και κάθησα κάτω και για να μην είμαι όρθια και φάω τους πυροβολισμούς και πέσαν και οι άλλοι κάτω και πήραν τέτοιες θέσεις πως σε λίγο θα γινόταν το ντου. Και ξύπνησα γιατί δεν θυμάμαι κάτι άλλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή