Είδα στον ύπνο μου πως ήμουν Καλαμάτα στο σπίτι της Λου και έπλενα έναν μεγάλο νταβά που είχα μαγειρέψει ψητό για να πάρω φαγητό στην παραλία για τα παιδιά και έπρεπε μετά πρώτα να περάσουμε από δυο σπίτια να δούμε κάτι ανθρώπους και μετά να πάμε αλλά βρεθήκαμε εγώ η Λου κι ο Γιώργης σε ένα πάρτυ σε ένα μεγάλο κτήριο στην πλατεία σαν το πανεπιστήμιο κι εκεί χαθήκαμε μες τον κόσμο και ήμουν με μια κοπέλα που με φλέρταρε και πήγε να μου ανοίξει μια πόρτα να βγούμε σε ένα αίθριο αλλά έφυγε η πόρτα από την βάση της και έπεσε και έσπασε η τζαμαρία και την κοίταξα ενθουσιασμένη και είπα γουάο και έβγαζα κάτι γυαλάκια καρφωμένα στην χούφτα μου. Εκεί στο αίθρθιο ήταν πιο αραιός ο κόσμος και ήταν λέει διάσημοι ποιητές και ο πιο γνωστός ήταν ένας γκριζομάλλης με ίσιο φουντωτό μαλλί και μουστάκι σαν τον Ζάππα αλλά πιο σοφιστικιέ και με κοίταξε και μου μίλησε αλλά εγώ δεν είχα τί να του πω κι έφυγε και είχα χάσει και την κοπέλα και την παρέα μου και την τσάντα μου και πήγα να κανω μια τράκα από έναν που κάπνιζε και δεν μου έδωσε και έφυγα από εκεί και περιπλανιώμουν έξω στο πάρτυ ώσπου βρήκα την τσάντα μου και είχε δυο πακέτα τσιγάρα στα τσεπάκια και άναψα ένα και έβγαλα το κινητό και πήρα τη Λου και μου είπε ότι ήταν Αθήνα και της είπα κατάλαβα και το κλείσαμε και σκέφτηκα ότι θα είχανε πάει με κάποιον να ψωνίσει γιατί αλλιώς αν δεν έπαιζε κάποια τέτοια μαλακία δεν θα με άφηνε μόνη μου η παρέα μου εκεί. Και βγήκά στον δρόμο να πάρω ταξί κι όπως έφευγα είδα ένα μαγαζί που είχε μες την μέση ένα κρεβάτι και το είχε ένας γνωστός μου αφρικανός αλλά δεν μπήκα και κοίταξα το ρολόι μου κι έδειχνε δωδεκάμισι κι είχα αργήσει για τα παιδιά να τα πάω παραλία και σκεφτόμουν αν θα πήγαινα στο ΚΤΕΛ να πάρω το λεωφορείο για Πάτρα να φτάσω έστω κάπως καλά μέχρι το Καλόνερο ή να βγω κάπως στα διόδια για οτοστόπ κι εκεί συνειδητοποίησα πως ήταν νύχτα κι όχι μεσημέρι και αυτά ήταν για αύριο ή για χθες δεν ήξερα και είπα να πάω στην Βασιλέως Γεωργίου στο σπίτι της Λου να κοιμηθώ αν δεν έβρισκα κανέναν ξύπνιο να κοιμόμουν στον καναπέ που είναι στην πιλωτή στην αυλή και περνάγαν ταξί και δεν σταμάταγαν και ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή