Πώς δεθήκαμε έτσι. Γίναμε χάντρες απ' το μπεγλέρι στα χέρια του. Το ένα μας κρατά και μας παίζει. Το κοιτώ που χαμογελά όπως ενθυμήται μια μιά της σκηνές που σε βλέπω μπροστά μου και δε με αφήνουν να ξεχάσω τι θα πει ευτυχία και νιώσιμο. Είσαι το πιο ευαίσθητο μέσα μου ον. Ακόμα κι όταν θυμώνεις και μου κάνεις κακό αισθάνομαι πως νιώθεις ένα μεγαλύτερο και τρελαίνομαι περισσότερο. Τα ανείπωτα είναι όλα ένα φιλί. Μα πώς να φιληθούμε μέσα στην κατάσταση και την συνθήκη που μιλάει για άλλους και για σεξουαλική παρενόχληση! Σου έχω πει πάρα πολλές παπαριές από αντίδραση και για ψάρεμα. Έστω, τελειωμένη υπόθεση και τελείως. Μα πιο πολύ φοβάμαι πως άμα αρχίσω να σε φιλάω μη τρομάζεις μήπως σε κόψω κομμάτια και μπλέξουμε. Δε ζω ούτε στιγμή έξω από αυτό το δράμα. Ανοίγω την πόρτα και χαζεύω την καταιγίδα. Νιώθω τόσο έντονα που τραβάω τον κεραυνό και όταν αναστενάζω ξεκινάν να ουρλιάζουν τα αγρίμια. Τα βράδια είναι απόκοσμα και σου παραδίνομαι σε χυσίματα μαραθώνια. Αν έρθεις σα μοναξιά μην έρθεις. Ούτε κι από αγάπη μόνο να έρθεις δε θέλω. Κι ούτε να φύγεις από αγάπη. Σου έχω πει πάρα πολλές παπαριές από αντίδραση και για ψάρεμα. Μπροστά σου ήμουν ο κουταλιανός στην κυρά του μπρος. Φαντάζομαι πως είναι αλήθεια ότι μπορώ να ζώ μαζί σου με χιλιάδες τρόπους που βασικά είναι ένας. Τα χιλιάδες κομματάκια που καταπίνω στο φιλί και γίνονται ένα. Γιατί όλα μου τα κομμάτια είναι για σένα. Κι ότι κι αν γράψω κι ότι κι αν διαβάσω κι ότι κι αν κάνω ...ξέρεις πως είναι, χειρότερα. Τελειωμένη υπόθεση δηλαδή. Που ακούω τη φωνή σου και πεθαίνω να τυλιχτώ μες τα σπλάχνα σου. Και φτάνω να γίνομαι το κοράκι που τρώει τον Προμηθέα.
Καβάλα στη μάντρα του σινεμά σε έχω σφιχτά και σε γλωσσοφιλάω. Η γλώσσα μου είναι της Αργούς τα κουπιά στις Συμπληγάδες. Κι έχω γίνει η λίμνη με τα παπιά που βρωμά νιτρογλυκερίνη.
Άρωμα εαρινής νυκτώς.
Βγαίνει ο σαυροδυνόσαυρος με στιλέτα στη ράχη και τακούνια και στο κερατο κεραίες. Κι αποδομείται. Είναι
Γυμνός και μπαίνει ο φασίστας από το παρασκήνιο.
Τον βουτάει από τα μαλλιά και μένει άγαλμα
Βασανιστής με βασανισμένο. Έρχονται με πλακάτ οι Θεοί από το μουσείο. Του το κολλάνε στη μούρη. Στάζει το αίμα απ' το δάκτηλο. Φιλιούνται δυό στο πεύκο.
Αρχίζουν να μιλάνε τα δέντρα. Λένε τα λαογραφικά. Αγορεύει μια συντρόφισα μερικά λεπτά που όλοι ασχολούνται με τα δικά τους.
ΦΙΛΙΟΥΝΤΑΙ ΔΥΟ ΣΤΟ ΠΕΥΚΟ.
Όλοι έχουμε απορίες για τους συμβολισμούς.
Ξεκινάν τα όργανα και κλείνουν τον δρόμο. Έρχεται το φορτηγό με το λιόφυλλο ανατροπή πάνω στα μπάζα της κερκίδας. Περνάει η πεταλουδίτσα και τσανακώνεται και πέφτει κάτω ένα πεντοδόλαρο. Φεύγει η μπολντόζα. Κάθονται τα όργανα στη ξιλωμένη κερκίδα και παίζουν καψουροτράγουδα. "Φίλησέ με κι ας καούμε" και
δε βγαίνει ζωή με τραγούδια, "
επαναστατώ κι από αγανάκτηση πεθαίνω".
Τόσο γλυκά.
"Βάλε με φως μου βάλεμε"
...να σε φιλάω πάνω στη μάντρα.