Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα κτλ.

 


Μετά την Ιστορία με τη εταιρία του Έθνους σας παρουσιάζουμε την καινούρια ιστορία που μας υπογράφει με κόκκινο αποτύπωμα και σε απειλή! -Αλγόριθμε, σε θέλω με το μέρος μου, ένας φτωχός καλλιτέχνης είμαι! σας παρακαλώ .. ήθελα μόνο να δοξαστώ για το κορίτσι μου-  .. ωχ

Λένε πολλά για τους γουρλομάτιδες, άλλοι φαίνονται κι άλλοι πάλι όχι. Δεν ξέρω πώς να αρχίσω την ιστορία αυτή, μάλλον γιατί δεν είναι απ’ την αρχή κι αρχή κάπου είναι στα καυτά βάθη του κούφιου κόσμου. Πάντως η ιστορία έχει να πει πράγματα γύρω από έναν αρχηγό, μάλιστα, στρατού ολόκληρου κράτους. Είχα μπει μικρή στα σπίτια αυτά και έμαθα για ιστορίες που θα ενδιέφεραν τον Φουκώ κι άλλους. Είχα μπει τότε με το «Τσούκου» μου, πρώτη ξαδέρφη του. Μετά με τα ψυχιατρεία κάπως χαθήκαμε. Μιλήσαμε πριν δυο χρόνια. Μένει στο σπίτι όπως το άφησε η πυροσβεστική τότε που γίναν τα θανατικά πριν λίγα χρόνια, μαύρο και με σπασμένα τζάμια ακόμα. Θρίλερ. Μου διάβασε καινούριους στίχους της, πάντοτε ευαίσθητους και έξυπνους.  Και πράγματι έλεγα πως αυτό το Θαυμαστό παιδί, που είχε την ίδια κάπως ας πούμε διάνοια και ιδιοσυγκρασία με την δικιά μου και τα γούστα μας συγκλείνανε, κλείστηκε απ’ τους γονείς της στα ιδρύματα. Μακαρίτες τώρα κι αυτοί κι ο αδερφός της. Ξεκληριστήκανε από καρκίνο μέσα σε οκτώ μήνες όλοι μαζί με άλλους τρείς, σύνολο έξι πρώτου-δευτέρου βαθμού συγγένειες του το διάστημα της ορκωμοσίας. Άντε να αποφύγεις τώρα τον συνειρμό     και το σκότος που τον συνοδεύει ε.    Έλεγα για τους γουρλομάτιδες. Τέτοια η στατηγίνα. Κι αν είχα πιει κανα δυο tnt μπορεί και να την είχα κοιμίσει σπίτι μου εκείνο το βράδυ που γνωριστήκαμε, αλλά δεν πίνω τέτοια, πρέπει να πίνω μόνο σφραγισμένα και να τσεκάρω και τα τιμόνια και τα φρένα στο αμάξι μου πριν βγω στο δρόμο. Τι γέλιο έκανα, από αμηχανία βέβαια γιατί καθόλου για να γελάς δεν ήτανε αυτά που μου έλεγε, τον πόνο της η μεθυσμένη η κοπέλα. Κι όσο γέλαγα μου έλεγε. Με κάλεσε στο τραπέζι ένας φίλος μου που όμως ποτέ δεν τον έχω αγκαλιάσει γιατί δεν αγκαλιάζεται. Και λες πώς ένας άνθρωπος τόσο ευαίσθητος κι ελεύθερος, που ζει στην πέτρα πάνω και επιλέγει και αυτοδιατίθεται και αυτοπροσδιορίζεται και παραδέχεται την επιστήμη, είναι στο βάθος τόσο τρομαγμένος. Και μου λέει κάτι κουφά, πράγματα «για να μη σε φάνε οι εβραίοι». Από αυτό τον άνθρωπο έμαθα να μαζεύω μανιτάρια, να πελεκάω και να χτίζω πέτρα, να φτιάχνω μοχλούς, να κάνω υδραυλικά, να κάνω ηλεκτρολογικά, να φτιάχνω λάμπα θυέλλης, να φτιάχνω του κόσμου τα πράγματα, και βρήκα θησαυρούς εκεί στον καταψύκτη με τα πεταμένα βιβλία. Είναι κάποια πρόσωπα κλειδιά. Λοιπόν, όταν τους είδα από μακριά σα βρεγμένο ζευγάρι ήτανε … Είχα καταλάβει από παλιά πως είχε πάρει τα βουνά από έρωτα ο φίλος μου, από τότε που γνωριστήκαμε στου Ποσειδώνα, αλλά που να είχα φανταστεί, ε με τη στρατηγίνα! Κουμπάροι ε... Κι ήτανε ντίρλα από τα τσίπουρα. Είπα κάτι για τον γιατρό μου και παρήγγειλα νερό ανθρακούχο να σε θυμίζει. Μιας και κάνω άσκηση και πίνω μόνο κακάο για καλή μου τύχη. Ε, έπαιξα λίγο το παλιάτσο, τους έκανα να τσακωθούνε, τους τα βρήκα, μέσα στο τέταρτο λυθήκαμε. Πήρε σύνταξη, πενήντα χρονώ και κάνει επανάσταση, δε πάει σπίτι. Την έχει φυγαδέψει ο Ζανώ και πέρασε το καλοκαίρι με έναν τρελό σε ένα κοτέτσι. Σπίτι που μπαίνεις από το κοτέτσι στο σπίτι κι η πόρτα σου έρχεται στο κούτελο γιατί είναι για αρχαίους. Πω πω γέλια που έκανα! Της λέω κοπέλα μου να σε πάρω σπίτι μου, να με βοηθήσεις, γράφω ένα μυθιστόρημα κι έχω κολλήσει στο κεφάλαιο των αστρομυθολόγων και των μαχών. Και εκεί σηκώνομαι το μοντέλο να πάω προς νερού μου. Ξυπόλητη όπως ήμουνα στα σκοτάδια καβαλάω σε ένα χωράφι και πατάω κάτι αγκάθια, αυτά που έρπουνε, τα χειρότερα δηλητηριώδη που υπάρχουνε, τρυπάνε να φανταστείς μέχρι και του αυτοκινήτου το λάστιχο, ξαπλώθηκα κάτω. Αίματα έβγαλα. Βελονισμός και μέσα από το τζιν, αμάν. Και μη κι ο Ηρακλής εκεί κοντά να μου πετάξει τις παντόφλες του να σηκωθώ να πατήσω, ακόμα εκεί θα ήμουνα. Τινάχτηκα μαζεύτηκα και γύρισα και είπαμε είπαμε είπαμε, φτάσαν μεσάνυχτα. Αγκαλιαστήκαμε και κανονίσαμε για το μεσημέρι. Το μεσημέρι όπως σκεφτόμουνα την Παναγιά και κατέβαινα την σκάλα να πάω εκεί για αυτοψία γύρισα το πόδι μου, στο σημείο στην σκάλα που πέρσι μου είχε πιάσει το άλλο πόδι. Τώρα έχω μέσα σε ενάμιση χρόνο φάει και τους δύο τους αχίλλειους. Τι. Το ξέρω το έργο. Θέλει "φανταστικά" τα πρόσωπα το μπεστ σέλερ. Και τουλάχιστον δυο βδομάδες το πόδι στις πατερίτσες.           


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή