Η μάνα μου δεν μου σηκώνει το τηλέφωνο. Την παίρνω πάντα στις γιορτές, αλλά από το 2013, την χρονιά που έγινα μάνα, δεν μου σηκώνει ποτέ το τηλέφωνο. Όταν περνάω από εκεί μιλάμε τυπικά κι αν κάτι πούμε παραπάνω πάντα η συζήτηση ξεφεύγει στο πόσο έχει πληγωθεί και μισεί τον πατέρα μου και πόσο εγώ του κάνω πλάτες για την γκόμενα και πως αφού του μιλάω σημαίνει πως παίρνω το μέρος του και δεν την αγαπάω. Τσακωθήκαμε από τότε άλλες κανα δυο φορές, μετά παράτησα τελείως τις περεταίρω ομιλίες, για το τι λένε οι γιατροί και πως όντως την θαυμάζω και την αγαπώ αλλά δεν καταφέραμε να έχουμε μια σχέση αγάπης. Η μάνα μου είναι πολύ κλειστή και θέλει να κάνει μόνη της τις δουλειές της κι έχει ψυχαναγκασμούς και αποστειρώσεις και φοβίες που πολεμώ πολύ να ξεπεράσω. Τις αφήνω αραιά και που τα παιδιά, αλλά είναι περίεργο, δεν νιώθω καλά όταν τα αφήνω. Ξέρω ότι προτιμά να τους βάζει παιδικά και να τα κλείνει στο δωμάτιο για να μην χτυπήσουν έξω ή τα φάει τίποτα. Κι ότι δεν μπορεί να τα κάνει καλά όταν την καβαλάνε με τις επιθυμίες τους μέχρι που φτάνει στο αμήν και ποιος είδε τον κύριο και δεν τον εφοβήθει. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, έχω αναμνήσεις από τότε που φορούσα πάνα, θυμάμαι που μάθαινα να βγάλω την πάνα κι είναι περίεργο γιατί μου έχει πει ότι την έκοψα γύρω στα δυο μου χρόνια. Θυμάμαι στην Καλαμάτα να είμαι μόνη κλειδωμένα πολλές ώρες στο διαμέρισμα με τα αδέρφια μου, θυμάμαι να κάνω ποδήλατο με ένα τρίκυκλο μπλε ποδήλατο μες το σπίτι γύρω γύρω το σπίτι από τις δύο μπαλκονόπορτες με τρελή χαρά γιατί έλειπε η μάνα μου κι απαγορευόταν όταν ήταν εκεί το ποδήλατο μες το σπίτι, αυτή η μνήμη είναι κάτω από τεσσάρων. Η μάνα μου δούλευε το πρωί εννιά με μία όταν ήμασταν πολύ μικρά και κάποιες φορές μέναμε μόνα μας κελιδωμένα στο σπίτι αυτές τις ώρες. Θυμάμαι τον σεισμό στην Καλαμάτα το 86 πολύ καθαρά. Ημουν τεσσάρων, η μάνα μου έλειπε για να δει τον πατέρα μου στην Σιγκαπούρη για ένα μήνα όταν έγινε ο σεισμός και μας πρόσεχε η νονά μου που έμενε στην απέναντι πολυκατοικία. Όταν έγινε ο σεισμός ήμασταν μόνα μας στο διαμέρισμα, ένα παιδί 9 χρόνων, ένα 7 κι εγώ 4. Όταν ήρθε η νονά μου η πόρτα δεν άνοιγε από τον σεισμό και ήταν ένα θρίλερ μέχρι να ανοίξει κι ύστερα θυμάμαι πως είχε γκρεμιστεί η σκάλα και ήταν άλλο ένα θρίλερ να κατεβούμε από τον πρώτο όροφο κάτω. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τις ώρες που ακολούθησαν. Θυμάμαι και μετά τις σκηνές που μας βάλανε κι έζησα έτσι για περίπου ενάμισι μήνα στον καταυλισμόν αυτό. Θυμάμαι στον σεισμό την στιγμή που αντίκρισα τους αγαπημένους μου θείους, γιατί και η νονά μου ήταν κλειστός άνθρωπος που δεν μπορεί να επικοινωνήσει με παιδιά και δεν μπορέσαμε ποτέ να αναπτύξουμε μια σχέση. Θυμάμαι που αγκάλιασα τον θείο μου. Οι γονείς μου άκουσαν για τον σεισμό από το ράδιο και η μητέρα μου κατάφερε να επιστρέψει μετά από μια εβδομάδα περίπου. Δεν θυμάμαι την επιστροφή της καθόλου. Δεν θυμάμαι πολλές στιγμές με την μητέρα μου. Θυμάμαι τις γιαγιάδες μου, τον παππού μου, τους θείους μου, μνήμες από το χωριό και τις καλύβες στην θάλασσα που μας άφηνε η μάνα μου μικρά και ξεκαλοκαιριάζαμε με τους συγγενείς όσο δούλευε και έμενε στην Καλαμάτα. Δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα οι δικοί μου. Θυμάμαι τα δώρα για το σχολείο που με περιμένανε στο γραφείο μου όταν γύριζα από τα καλοκαίρια, ωραία καλοκαίρια, παιδομάνι, όλα είχαν τις μανάδες τους κι εγώ είχα θείους και θείες που τους αγαπώ και μ’ αγαπούν πολύ. Έχω μνήμες από το σχολείο, από την πρώτη φορά στο νήπιο που είπα το ποίημα μου. Θυμάμαι πολλά πράγματα αλλά από την μάνα μου πολύ λίγα. Θυμάμαι πρέπει να ήμουν γύρω στα πέντε και περπατούσαμε μαζί στο πεζοδρόμιο και όπως την έβλεπα να σκύβει περνώντας κάτω από κάποιο δέντρο του δρόμου που εμένα μου φαινόταν τεράστιο, θυμάμαι που αναρωτήθηκα κοίτα πόσο ψηλή είναι που σκύβει για να περάσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή