Σήμερα θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία. Τα καλοκαίρια δεν θυμάμαι πολύ τους γονείς μου εκτός από ένα καλοκαίρι, το 87 ή το 88 νομίζω που ήταν η χρονιά που είχε πρωτοπάρει ο πατέρας μου αυτοκίνητο και θυμάμαι που πηγαίναμε για μπάνιο σε έναν βράχο γύρω στα 100 μέτρα από την παραλία στο Στόμιο. Στο Στόμιο θυμάμαι πήγαινα συνήθως και με την γειτόνισσα και τα παιδιά της όταν ήμουν στα Φιλιατρά. Με τους γονείς μου θυμάμαι πως δεν βγαίναμε σαν οικογένεια να πάμε στην πλατεία, στο θέατρο, στο πανηγύρι ή τέλος πάντων σε εκδηλώσεις. Σπάνια βγαίνανε και πάντα από την παρακίνηση κάποιων φίλων ή συγγενών που επισκέπτονταν τα Φιλιατρά στις διακοπές τους ή πηγαίνανε έτσι κάποια επίσκεψη σε γιορτές. Δε θυμάμαι την μάνα μου να πηγαίνει ποτέ την μάνα μου να είχε προσωπική ζωή όπως την εννοούμε σήμερα να βγεις να κάνεις κάτι με φίλους κτλ. Αλλά δεν θυμάμαι ούτε και με εμάς τα παιδιά της να βγήκε να κάνει ποτέ κάτι. Η προσωπική της ασχολία ήταν, όπως κι ακόμα είναι, ο κήπος της. Ο πατέρας μου έβγαινε μόνος του κάποιες φορές τα πρωινά, όπως κι ακόμα στην πλατεία κι είναι αγαπητός στα Φιλιατρά και καθόταν με παρέες, πάντα ντυμένος στην εντέλεια και πολύ προσεγμένος. Όμως ούτε με τον πατέρα μου θυμάμαι να είχα σαν παιδί μαζί του εγώ κάποια κοινωνική δραστηριότητα όπως νοείται σήμερα να ξεκινήσουμε να πάμε σε κάποια συναυλία, παράσταση, εκδήλωση κτλ. Θυμάμαι που με έπαιρνε από πολύ μικρή, με το γιογιό μου δηλαδή, μια θεία μου μαζί τους στην Αθήνα κι εκεί θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα βόλτα σε λούνα παρκ στην παραλιακή και θυμάμαι μια κούκλα μάγισσα που ανεβοκατέβαζε μια σκούπα και την είχα φάει στο κεφάλι καταλάθος. Εκεί θυμάμαι στου ζωγράφου πως έβλεπα από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου κάτω τον δρόμο με μεγάλη τρομάρα και δεν πλησίαζα τα κάγκελα καθόλου.
Θυμάμαι στα Φιλιατρά πως η αδερφή μου με είχε σαν τις κούκλες της και με έντυνε και με χτένιζε και υπέφερα τα χτενίσματά της και πως υπήρχε μεταξύ μας ανταγωνισμός και δεν την έκανα πολύ παρέα. Έπαιζα πολύ με τον αδερφό μου που κι αυτός με είχε για παιχνίδι, συγκεκριμένα παίχτη για τα παιχνίδια που έφτιαχνε γιατί ήταν πολύ ευρηματικός με τις χειροτεχνίες και έφτιαχνε με χαρτόκουτα και φιγούρες ψεύτικα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Θυμάμαι στην Δευτέρα δημοτικού που με βοήθησε να μάθω να γράφω το όνομά μου με κάτι κάρτες που έφτιαξε τα γράμματα και τα ανακάτωνε και τα έβαζα στην σειρά γιατί είχα φτάσει Δευτέρα δημοτικού και δεν το ήξερα ακόμα. Δεν θυμάμαι να με διαβάσαν οι γονείς μου. Θυμάμαι μόνο κάποιες φορές που με εξέταζε ο πατέρας μου όταν είχα κάνει κάποια ζημιά και πως αυτό ήταν σαν ένα τρομακτικό είδος τιμωρίας. Θυμάμαι πεντακάθαρα όλους τους δασκάλους μου από το νηπιαγωγείο ακόμα που τους αγαπώ όλους και τις πρώτες δυο κυρίες μου σε βαθμό λατρείας και έρωτα. Στο δημοτικό έκανα κυρίως παρέα με τα αγόρια και ήμουν και το μοναδικό παιδί που έκανα παρέα με τους τσιγγάνους που ερχόντουσαν και έχω κρατήσει ακόμα φιλιές με τσιγγάνους που μου έμαθαν να περπατώ με τα χέρια και να φυσάω την κουκουβάγια. Πήγαινα κι εγώ με τα αγόρια συνωμοτικά να χουφτώσουμε κάποια κορίτσια και θυμάμαι πως το έπαιζα κι αρχηγός στον πόλεμο που παίζαμε με ξύλα και με έβαζαν και τερματοφύλακα στην μπάλα. Αλλά καθόμουν σούζα στον διευθυντή που ήταν ο άντρας της αγαπημένης μου δασκάλας και δάσκαλός μου στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού και έπλενα τα φλιτζάνια των δασκάλων με τιμή που με είχε διαλέξει ο διευθυντής για αυτή τη δουλειά μόνο εμένα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα στο δημοτικό που έψαχνα απεγνωσμένα παρέα και μίλησα και συστήθηκα σε όλα τα παιδιά ένα ένα. Θυμάμαι τότε που πήγαινα με την αδερφή μου ρυθμική και έδειχνα αρτσούμπαλη σε αυτό το σπορ και η δασκάλα δεν ήξερε τι να με κάνει. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα φροντιστήριο αγγλικά, στην Τρίτη δημοτικού, που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης και με πήγε ο αδερφός μου. Θυμάμαι στην Τετάρτη δημοτικού που πήγα μόνη μου στο πάρκο στην Φιλαρμονική κι ήμουν ήδη γνωστή κι είχα ήδη εκεί παρέες και γύριζα όλα τα Φιλιατρά με το ποδήλατο κι ήμουν πολύ αγαπητό και δημοφιλές παιδί. Θυμάμαι που πήγα μπάσκετ στην Πέμπτη δημοτικού και πήγαινα κι έπαιζα στις μπασκέτες του γυμνασίου κάθε απόγευμα με τις ώρες κι ότι είχα πολύ δύναμη και ύψος ακόμα και από τα αγόρια για την ηλικία μου. Σε αυτή την ηλικία είχα ξεκινήσει να τρέχω στον στίβο δίπλα σε μεγάλους που γυμνάζονταν και να κάθομαι με ηλικιωμένους, συγγενείς μακρινούς συγγενείς συμπεθέρους, στα καφενεία της πλατείας που πάντα με φωνάζανε να κάτσω όπως ακόμα με φωνάζουνε όπως το συνηθίζουνε εδώ στην πλατεία να κάνουν χάζι για να περνάει η ώρα, αν και φθίνει τα τελευταία χρόνια αυτό το ωραίο συνήθειο να θέλουν να σε πειράζουν ή ακόμα και να σε μεθύσουν για να σπάσουν πλάκα στην πλατεία. Εμένα μου άρεσε πολύ γιατί ήξερα πάντα πώς και πότε να φεύγω.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα καλοκαίρια στα ντιβαρόσπιτα που με έδινε η μάνα μου να ξεκαλοκαιριάσω με τους συγγενείς στο Ναβαρίνο στη θάλασσα. Εκεί κατεβαίνανε ολόκληρα χωριά της ορεινής Πυλίας και φτιάχναμε καλύβες για όλο το καλοκαίρι με καδρόνια και καλάμια, φτιάχναμε κουζίνα και σκάβαμε κι έναν λάκκο με ένα τρύπιο βαρέλι κι ένα παραβάν για καμπινέ και ήμασταν δυο μήνες στην παραλία μέχρι που καιγόμασταν και κάναμε μπάνιο καμένα με τα μακό γιατί δεν πήγαινε άλλο το κάψιμο. Ψαρεύαμε, παίζαμε, τραβούσαμε κουπί με τις βάρκες, λέγαμε τρομακτικές ιστορίες τα βράδια. Θυμάμαι που ήμουν γύρω δέκα χρονών όταν άρχισε να έρχεται το λιμενικό και να μας διώχνει από το μέρος που ήταν για μας σαν ο τόπος που γεννηθήκαμε γιατί τότε ξεκίνησε η επένδυση για το κόστα ναυαρίνο και στέλνανε και περιπολίες με πουλημένους οικολόγους να μας διώχνουν τάχαμου για τους χαμελέοντες που εμείς τους ξέραμε και τους προσέχαμε και τους θαυμάζαμε από αρχής του κόσμου. Θυμάμαι τη πρώτη φορά που ήρθανε να μας διώξουνε πως κατάφερε και τους πήρε παράμερα ο θείος μου για να μην μας ανησυχήσει και πως γύρισε συνοφρυωμένος και θυμωμένος γιατί τον ήξερε προσωπικά τον λιμενάρχη και ήταν όντως κουφό να φύγουμε από εκεί που ήταν ο τόπος των καλοκαιριών μας. Να μην ξαναβάλουμε καδρόνια και καλύβες και να καθόμαστε μόνο με ομπρέλες, ήταν τρελό. Θυμάμαι που το συζητούσανε οι μεγάλοι μετά και πως αυτό ήταν το τελευταίο καλοκαίρι στα ντιβαρόσπιτα και πως αυτό με έκανε να αγαπήσω ακόμα περισσότερο τους τσιγγάνους και τους ινδιάνους και τους ιθαγενείς και να μισήσω τον δήθεν πολιτισμό και το χρήμα που όλα τα μπορεί, ακόμα και να τερματίζει την ιστορία και τον αληθινό ταπεινό πολιτισμό τόσων γενεών.
Θυμάμαι την ζωή στο χωριό, την γιαγιά μου που από το πάσχα δε φορούσε ποτέ παπούτσια, αν και ήταν μορφωμένη και από πλούσια οικογένεια με σπουδαγμένα αδέρφια και μάλιστα ο ένας αδερφός της είχε την πρώτη οφθαλμολογική κλινική στην Καλαμάτα ξακουστός και με ιστορία εξορίας στη Γυάρο κι έπαιζε και ωραίο μαντολίνο ο παππούς μια πολύ γλυκιά φυσιογνωμία. Η γιαγιά δεν είχε καν πλυντήριο, μαγείρευε με ξύλα και η κουζίνα είχε χώμα κάτω και την λάντζα της την έκανε σε μια βρύση πιο πέρα στο ύπαιθρο. Το χωριό είχε τότε όλο κι όλο ένα τηλέφωνο στο καφενείο κι όποτε μας έπαιρνε η μάνα μου ερχόταν κάποιο παιδί από το χωριό και μας φώναζε και πηγαίναμε με την αδερφή μου και περιμέναμε να ξαναπάρει σε πέντε λεπτά να μιλήσουμε. Το παιδομάνι στο χωριό, τα δυο του πανηγύρια, τις φωτιές του Αγιαννιού και μετά που μαζεύαμε ρίγανη. Τα μεσημέρια που περνούσαν οι γύφτοι με τα καλάθια, τον ψαρά και τον ψωμά που περνούσε με το αυτοκίνητο και πουλούσαν τα πράγματα, τις μυρωδιές από τα λουλούδια και τα γκάβαλα, τα αυτοσχέδια οχήματα που τσουλούσαμε στην κατηφόρα, το κρεβάτι που είχαμε για κούνια στην μουριά και την συκιά και περνούσαμε τα μεσημέρια, τα ποτίσματα στους κήπους που παίζαμε με τις λάσπες, τον αντίλαλο που κάνανε τα δυο βουνά και έπαιζα πολύ με αυτό. Τις σφεντόνες, τα τόξα, τα αγκίστρια που πηγαίναμε νυχτιάτικά για πουλιά, το κιούπι το πήλινο που τα πάστωνε και τα έβαζε η γιαγιά μου κι έχωνα μέσα το χέρι μου κι έπαιρνα κι έτρωγα με ψωμί μέχρι και τα κόκαλα που τα έκανα μια τσίχλα στο στόμα μου και τα έφτυνα όσα δε μασιόντουσαν μέχρι το τέλος. Το κατώι με τον ντενεκέ το τυρί και τα βαρέλια το κρασί που έπινα από την κάνουλα και μέθυσα κρυφά πρώτη φορά πολύ μικρό παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή