Είμαστε αρκετά κοντά, τόσο που φοβήθηκα μη κι ακουστεί η καρδιά μου. Τα στήθη μαρτυρούσαν ένα αλλόκοτο άναμα που μου φάνηκε περίεργο και το έβλεπα με ταχυδακτυλουργικό βλέμμα καθώς πίεζα τα φρύδια μου προς τα πάνω και κοιτούσα μέσα στα μάτια μήπως και προδοθώ. Γιατί λέγαμε κάτι άσχετα με ερωτηματικό ύφος από τα οποία φυσικά και δε συγκράτησα τίποτα.
Ανάμεσά μας υπήρχε η αμηχανία της στιγμής. Του αποκαλυπτικού. Αυτή που σε κάνει να λες τα πιο μυστήρια πράγματα. Στεκόμασταν όρθιοι δίπλα από τον πάγκο της κουζίνας όταν κατέβασε τα μάτια κοιτάζοντας τα χείλη μου που κάπου είχε κολλήσει ένα ψίχουλο από τυρί. Κάτι έχεις μου εδώ είπε, κάνε έτσι, δείχνοντάς μου με τα χείλη και τη γλώσσα. Τότε σκέφτηκα κάτι που μάλλον ακούστηκε χυδαίο, δεν πρέπει να είπα τίποτα, έκανα απλά μια κίνηση με το σώμα μπρος πίσω σα να παραπάτησα;
Ήθελα να έριχνα μία στον στόχο που παίζαμε τόση ώρα και να τον γκρέμιζα. Να αναπηδούσε και να έφευγε από το καρφί που τον κράταγε. Να σκόρπιζαν τα βελάκια, το τάσι του, να γινόταν όλος μαντάρα. Να έκανα τις τεχνικές των μαυροζωνάδων ή το σάλτο που κάνουν οι νίτζα όταν πέφτουν. Γραπώθηκα όπως όταν γκαζώνει η μηχανή. Μα πώς έλιωσα!
Έλιωσα, έκλεισα τα μάτια λίγο να βυθιστώ σαν όταν αλλάζει το πλάνο, από μια έντονη σκηνή και γυρίζει σε άλλο μακρινό σκηνικό. Έγλυψα το τυράκι. Είπε κάτι για το πε χα. Είπα πάω να φέρω το τάδε άσχετο. Καθώς πήγαινα χτύπησα πάνω στα αντικείμενα που βρίσκονταν στην διαδρομή δαγκώνοντας μερικές βρισιές εννοείται προς εμένα. Εννοείται και ξέχασα για το που είχα κινήσει, γύρισα μάλλον με κάτι άλλο. Μου ερχόταν να σωριαστώ, να κάνω ήθελα τον Ταρζάν που γρονθοκοπιέται.
Πάλι εκεί στα ατέλειωτα τελευταία τριάντα εκατοστά. Τα αδιαπέραστα πάλι. Τα λες και υπάρχει ηλεκτροφόρος φράχτης. Κι εγώ σαν εκπαιδευμένος σκύλος, μπροστά από το πιάτο με το ξένο φαγητό.
Βρήκα και είπα κάτι ενδιαφέρον. Ένα ανέκδοτο με δυο τύπους σε μπαρ στον παράδεισο, κάτι τέτοιο. Έμειναν όλα χωρίς τελειωμό. Ένα ζώο δεμένο που του έχουν πετάξει τη λιχουδιά του τριάντα εκατοστά πιο κει από το εκεί που τελειώνει η αλυσίδα. Τριάντα εκατοστά.
Κι αυτό ο ανθρώπινος νους να το λέει κανόνες συμπεριφοράς, πολιτισμένη στάση. Στάση Κολιάτσου και τέρμα κατεβείτε. Μέσα σε τριάντα εκατοστά εγώ έχω συναντήσει την αιωνιότητα. Όποιος δε με πιστεύει είναι μαλάκας.
Ένα βράδυ που είχε μεθύσει σκέφτηκα πολύ να τη διαφθείρω. Βέβαια είχα χωρίσει ήδη τον εαυτό μου στα δύο, για αυτήν, στον εσωτερικό και τον εξωτερικό. Γιατί είχα περάσει ήδη μερικά εξαντλητικά χρόνια μέσα στο βασανιστήριο της αιωνιότητας των τριάντα εκατοστών. Τα τριάντα εκατοστά είχαν γίνει πια φετίχ για μένα. Οι αισθήσεις μου έκαναν αστρικά ταξίδια, διάνυαν ολόκληρα έτη φωτός μέσα στα τριάντα αυτά εκατοστά. Ο αισθησιασμός έτρεφε το χρώμα της αύρας, την ομορφιά μας, που κάτι φορές γινόταν σαν το χταπόδι που τρώει τα ίδια του τα πλοκάμια. Ζούσα σε ένα φετιχιστικό παιχνίδι. Με είχε ποτίσει αυτό όπως ο τζόγος.
Το κέρδιζα όταν οι αισθήσεις μου ξεκίναγαν ερωτευμένο ροζ συμπιέζονταν στο κόκκινο της σάρκας και κατέληγαν στο σκούρο λουλάκι της νύχτας και της θάλασσας, στον πνευματισμό και την ποίηση. Έπαιρνα ισοπαλίες όταν ξεκίναγα ερωτευμένο ροζ, συμπιέζονταν στο σεξουαλικό κόκκινο, ύστερα βουτιά στο κίτρινο της λογικής και έβγαινε τελικά έξω ένα πορτοκαλί της παιδικής αθωότητας. Όταν έχανα, κοκκίνιζε και πρασίνιζε τόσο πολύ το ροζ του έβγαινε καφέ λάσπη ως το μαύρο του μπλακάουτ και δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα.
Ένα ηλιοβασίλεμα τα τριάντα εκατοστά μου, η ζωή μου, η χώρα μου, όλη μου εκείνη η μαζοχιστική ευχαρίστηση, του παιχνιδιού που μου είχε χαρίσει, άξαφνα έγινε θρύψαλα, σε μια στιγμή σκοτώθηκα είπα. Δε ξέρω πόσο κράτησε η βόμβα, για χιλιοστά του δευτερολέπτου και βρίσκομαι μπροστά στον κισσέ ύστερα από αιώνες αναμονής να με ρωτάνε το όνομά μου, τι θέλω, τι χαρτιά έχω, ποιος με έστειλε. Να μη ξέρω. Η πόρτα του πλοίου να κλείνει, τα πράγματά μου αλλού, ο ορίζοντας Γκουέρνικα, ο χρόνος Γκέμμα. Ορκίστηκα να μην ξαναθελήσω γυναίκα. Ο εσωτερικός μου εαυτός δεν ξέρω από τότε που ζει. Μου στέλνει κάτι τέτοια γράμματα που τα υπογράφει τελευταία ως Αλιτζίμ.
Είναι πολύ αστείο που τον παίρνω στα σοβαρά. Με παραλύει, με κάνει κάτι φορές αρκούδα στο τσίρκο. Με πλησίαζαν γυναίκες. Αν είναι κάποια ψυχοθεραπεύτρια θέλω. Της έλεγα, αναλόγως τον οίστρο μου κάθε φορά , την ίδια ιστορία. Έπειτα ζητώ να με βοηθήσει να το ξεπεράσω κάνοντας μου τη σκηνή του τραυματικού μου ηλιοβασιλέματος. Ζητώ αναπαράσταση της σκηνής που με τραυμάτισε για να γίνει μια κι έξω η συστημική ψυχοθεραπεία. Για να συμπεριφερθώ μέσα από αυτό στο τώρα με έναν τόπο που δεν θα τραυματιζόμουν.
Έχει γίνει βλέπεις το καινούριο μου μαζοχιστικό φετίχ. Ανάβουν το βλέπω. Και το πώς παγώνουν βλέπω, στο τέλος γίνονται κάρβουνα κανονικά. Μια θεραπεύτρια με βοήθησε πρόσφατα. Κλέψαμε λίγο στην αναπαράσταση γιατί μου έδωσε κάποια δευτερόλεπτα παραπάνω από το τότε και δεν έγινα άγαλμα, τα κατάφερα! Ήταν πολύ ωραία, υπέρ αισθησιακά, λυτρώθηκα κάπως μου φαίνεται κράτησε αυτό λίγο.
Δε θα την ξαναπώ αυτή την ιστορία. Όταν κάνεις τη συστημική αναπαράσταση και παιχτούν οι ρόλοι δεν πρέπει να ξαναμιλήσεις πάνω σε αυτό, γιατί είναι σα να αυτομαχαιρώνεσαι κάθε φορά. Πρέπει να παίζονται οι ρόλοι και να τελειώνει.
Ξαφνικά είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι, νομίζω ότι ο θεός μου κάνει κάποια χοντρή πλάκα. Νομίζω ότι με πειράζεις τελικά και σε ρωτάω χαμογελώντας: τι θες τώρα και με πειράζεις; Αφού ξέρεις ότι σε θέλω. Εη! θα σε κουτουλίσω άμα το ξανακάνεις.
Ξαφνικά είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι, μάλλον νομίζω ότι μόλις ξύπνησα από έναν εφιάλτη και σε αγκαλιάζω με ανακούφιση, βάζω τα χέρια μου μες τα μαλλιά σου. Σφίγγω την παρεγκεφαλίδα σου. Σε κοιτάω με τρελή αγωνία, ζαλίζομαι, τα στόματά μας ενώνονται, μασάω τα χείλη σου, τα ρουφάω, δεν ξέρω τι να σου πρωτοπιάσω, βιδώνομαι μέχρι που στεγανοποιείται ο κόσμος και όλα απλά ρέουν. Προλαβαίνω τις παύσεις, τις άρσεις και σου μιλώ για να ανταλλάζουμε τη μουσική, να αλλάζουμε κι εμείς σα τα τραγούδια. Όπως όταν βλέπουμε ταινίες, πάμε θέατρο, διαβάζουμε, απαγγέλουμε, μαγειρεύουμε, πάμε εκδρομές, παίζουμε, κάνουμε τα δικά μας. Θέλω ολόκληρο μεροκάματο να κάνουμε πάνω μας, μπορεί να χρειαστούν και υπερωρίες. Είναι γιατί κάποιες σκηνές πρέπει να τις βλέπουμε και σε slow motion. Γιατί το βασικό στοιχείο είναι πολύ κριμένο, σε λεπτομέρειες, που μόνο έτσι ,καθαρά, μπορούμε να δούμε.
Ξαφνικά είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι. Νομίζω ότι θα σωριαστώ. Σε κοιτώ, εσύ είσαι; Πιάνω τα χέρια σου, σου δαγκώνω τον ένα δείχτη. Εσύ είσαι! Σε κοιτάω με μανία, με μίσος, σε σφίγγω και δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις χιλιοστό. Δεν θα σε πονέσω το ορκίζομαι, αλλά αύριο και για καμιά εβδομάδα θα έχεις τόσα σημάδια μου που δεν θα μπορείς να πας πουθενά. Μέχρι να περάσουμε από τον πιο επώδυνο αισθησιασμό στην βασανιστική απαλότητα. Και την εξωχρονική λύτρωση. Δεν ξέρω κι εγώ με ποιόν έχεις μπλέξει.
Ανοίγω την πόρτα, είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι, ένα ακριβό ρίγος με διαπερνά. Αγκαλιάζω το λαιμό σου και σου ανταποδίδω ένα απαλό αλλά πολύ επίμονο φιλί. Λέω τι έγινε τώρα! Κινέζικη πρωτοχρονιά! Σκάνε πυροτεχνήματα με επιφωνήματα. Βγαίνει ένας δράκος και μας παίρνει στη ράχη του. Από το στόμα του βγαίνουν φωτιές. Σπάμε τις κρούστες μας και βγαίνουν ποιηματά με ευχές. Θέλω να έχουμε όλο το χρόνο δώρα. Για αυτό λένε οι κινέζοι δε κάνουν πολλά τη πρωτοχρονιά, για να έχουν τον πλούτο όλο το χρόνο. Και “ χτύπα τα πόδια σου κινέζα για να μη κόψει η μαγιονέζα” … μωρέ και δε πα να κόψει η μαγιονέζα.
Ανοίγω την πόρτα, είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι. Δεν μπορεί λέω, ξεκόλλα χαζή, ένα απλό φιλάκι είναι. Φιλικό και τίποτε άλλο. Αρχαίος αισθησιασμός, ένδειξη αδερφικής φιλίας.
Ανοίγω την πόρτα, είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι. Ξυπνάω μετά από αιώνες. Προσπαθώ να ανταποδώσω. Μου λες γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν συνέβει ποτέ ούτε πρόκειται κάτι τέτοιο. Σου ζητάω κάτι που δεν έχεις ενώ ξέρω πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να ζητάς από κάποιον που σ’αγαπάει κάτι που δεν έχει. Έλα σου λέω, φέρε και το τάδε πράγμα, ενώ δε το έχεις. Είναι πολύ άσχημο αυτό, σε κάνει χάλια αυτό, το ξέρω. Και να θες δηλαδή να δεις τον άλλον σπάζεσαι με τη φάση και δε πας καθόλου και τον μισείς γι’ αυτό το φέρσιμο. Το παθαίνω κι εγώ. Γι’ αυτό αποφεύγω να ζητάω. Κι αν είναι ανάγκη κάτι τέτοιο προτιμώ να μου το λένε απέξω απέξω, καθόλου δεσμευτικά. Να λέμε ας πούμε μακάρι να ήταν έτσι ή τι ωραία θα ήταν αν ήταν έτσι και τέτοια.
Ανοίγω την πόρτα, είσαι ακριβώς μπροστά μου. Ακουμπάς τα χείλη σου στα χείλη μου, νομίζω ότι ονειρεύομαι. - Πολύτιμο όνειρό μου! Που να σε ρίξω στη γη. Είναι η ιστορία που παίζεται από την αρχή του κόσμου. Είναι τόσο το μεγαλείο του έρωτα που το happy end είναι μόνο στα παραμύθια. Όσο να σε ψάχνω να κρύβεσαι, να έρχεσαι όταν φεύγω. Κι όπως τραβάμε αντίθετα μη σταματάς μπας και καταφέρουμε να συναντηθούμε κάνοντας τον κύκλο της γης.- Ονειρεύομαι σίγουρα. Πρωταγωνιστώ σε ένα έπος και μ’ αρέσει, είναι το όνειρό μου, εντάξει.
( photo / το πλακάκι της κουζίνας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή