(Ο κατηγορούμενος βρίσκεται βιαίως καθισμένος και αλυσοδεμένος στη ψηλοτάβανη αίθουσα του δικαστηρίου μα το φως που διαχέεται από τα πρισματικά παράθυρα μοιάζει να είναι το απαύγασμα κάποιας συνεχόμενης έκρηξης χημικής βόμβας. Μιλάν οι δικαστές όλοι μαζί σαν χορωδία αλλά με απόκοσμη χροιά, βροντερά και αυστηρά)
Κατηγορούμενε.
Κατηγορείσαι για υπεξαίρεση συστημικών στοιχείων,
για βεβήλωση της μνήμης της ανθρωπότητας, για αντίσταση κατά της αρχής, για... για... για... ,
κατηγορείσαι για Τρομοκρατία!
Τι έχεις να πεις γι' αυτά;
( Ξεκινά η απολογία. Ο κατηγορούμενος σχεδόν λιπόθυμος με σπαρακτική φωνή καθώς σηκώνεται και ακούγεται ο θόρυβος απ' τις αλυσίδες)
Ω, απόστημα της λογικής, σύγχρονοι άνθρωποι, που σας έμελλε να δείτε στου αχρήστου τα συντρίμμια τα τεχνιτά αγρίμια να σας κατασπαράζουν. Μουνουχισμένοι στα της φύσης σας μα με ήρεμο διάβα, ρομποτικό διασχίζετε γραμμές διακεκομμένες στις γκρίζες μέρες.
Εσείς που ισοσκελίζεται την ατομική οικονομία σας στα τέσσερα, ζώα υβριδικά, πουλιέστε αεροστεγώς μέσα σε συσκευασία που σας πνίγει.
(Ο κατηγορούμενος τώρα όρθιος με καθαρή και βαθιά φωνή)
Ακούστε με, σας παρακαλώ και δώστε μου λιγάκι σημασία.
Μια φορά, μια φορά κι έναν καιρό..., -Α, όχι, δεν είναι παραμύθι- , υπήρχε κάποια Γη που είχε κλαρί να φας, να πιεις, να σκεπαστείς, να στηριχτείς , να χτίσεις.
Μάλιστα κύριοι, ορκίζομαι, στο ποτήρι μου, στο κώνειο τούτο, έτσι ήταν μια φορά η αλήθεια κι ας μην κατόρθωσα έναν μάρτυρα να βρω να φέρω εμπρός σας.
Εσείς που με λέτε εχθρό σας, συνάδελφοι, εσπούδασα το δίκαιο στα δάση. Περνώντας από το λαγούμι του θεριού φιλοξενήθηκα. Περίμενα στην πηγή τις μέλισσες και όλα τα μπαμπούρια να χορτάσουν νερό, να κοιμηθούν κι έπειτα πήρα σειρά να πιω. Στη φωλιά του φιδιού , στη φωλιά της αρκούδας έκανα τον κύκλο κι εκεί στο δέντρο που ησύχασα την πείνα μου έκοψα τα ξερά κλαδιά του. Στον ποταμό κάθισα κι άκουσα τις αντάρες, τα συννεφιάσματά του, κι όταν μου τραγούδησε την αγάπη μέσα του μπήκα και βγήκα στην άλλη όχθη. Μια νύχτα που είχα κουραστεί πολύ σε ύπνο βαθύ έπεσα κι απ' τη βολή μου σκούντηξα την πέτρα του σκορπιού κι επόνεσα και κατάλαβα.
Κι άλλους δασκάλους πολλούς συνάντησα στο δάσος που για το δίκαιο πολύ σοφά μιλούσαν.
Στην πολιτεία σας, λοιπόν, όταν κατέβηκα είδα με έκπληξη πως οι άνθρωποι δεν ξέραν πως υπάρχει δάσος κι άρχισα να ανησυχώ μήπως στο μεσοδιάστημα συνέβει κάτι κι εχάθει. Έτσι άρχισα παντού να ρωτώ γι' αυτό. Πήρα το δρόμο πάλι εκεί να βγω κι αυτοί εδώ οι "φύλακες" που ήταν στην έξοδο της πόλης μ'έφεραν μπροστά σας...
Κατηγορούμενε.
Κατηγορείσαι για υπεξαίρεση συστημικών στοιχείων,
για βεβήλωση της μνήμης της ανθρωπότητας, για αντίσταση κατά της αρχής, για... για... για... ,
κατηγορείσαι για Τρομοκρατία!
Τι έχεις να πεις γι' αυτά;
( Ξεκινά η απολογία. Ο κατηγορούμενος σχεδόν λιπόθυμος με σπαρακτική φωνή καθώς σηκώνεται και ακούγεται ο θόρυβος απ' τις αλυσίδες)
Ω, απόστημα της λογικής, σύγχρονοι άνθρωποι, που σας έμελλε να δείτε στου αχρήστου τα συντρίμμια τα τεχνιτά αγρίμια να σας κατασπαράζουν. Μουνουχισμένοι στα της φύσης σας μα με ήρεμο διάβα, ρομποτικό διασχίζετε γραμμές διακεκομμένες στις γκρίζες μέρες.
Εσείς που ισοσκελίζεται την ατομική οικονομία σας στα τέσσερα, ζώα υβριδικά, πουλιέστε αεροστεγώς μέσα σε συσκευασία που σας πνίγει.
(Ο κατηγορούμενος τώρα όρθιος με καθαρή και βαθιά φωνή)
Ακούστε με, σας παρακαλώ και δώστε μου λιγάκι σημασία.
Μια φορά, μια φορά κι έναν καιρό..., -Α, όχι, δεν είναι παραμύθι- , υπήρχε κάποια Γη που είχε κλαρί να φας, να πιεις, να σκεπαστείς, να στηριχτείς , να χτίσεις.
Μάλιστα κύριοι, ορκίζομαι, στο ποτήρι μου, στο κώνειο τούτο, έτσι ήταν μια φορά η αλήθεια κι ας μην κατόρθωσα έναν μάρτυρα να βρω να φέρω εμπρός σας.
Εσείς που με λέτε εχθρό σας, συνάδελφοι, εσπούδασα το δίκαιο στα δάση. Περνώντας από το λαγούμι του θεριού φιλοξενήθηκα. Περίμενα στην πηγή τις μέλισσες και όλα τα μπαμπούρια να χορτάσουν νερό, να κοιμηθούν κι έπειτα πήρα σειρά να πιω. Στη φωλιά του φιδιού , στη φωλιά της αρκούδας έκανα τον κύκλο κι εκεί στο δέντρο που ησύχασα την πείνα μου έκοψα τα ξερά κλαδιά του. Στον ποταμό κάθισα κι άκουσα τις αντάρες, τα συννεφιάσματά του, κι όταν μου τραγούδησε την αγάπη μέσα του μπήκα και βγήκα στην άλλη όχθη. Μια νύχτα που είχα κουραστεί πολύ σε ύπνο βαθύ έπεσα κι απ' τη βολή μου σκούντηξα την πέτρα του σκορπιού κι επόνεσα και κατάλαβα.
Κι άλλους δασκάλους πολλούς συνάντησα στο δάσος που για το δίκαιο πολύ σοφά μιλούσαν.
Στην πολιτεία σας, λοιπόν, όταν κατέβηκα είδα με έκπληξη πως οι άνθρωποι δεν ξέραν πως υπάρχει δάσος κι άρχισα να ανησυχώ μήπως στο μεσοδιάστημα συνέβει κάτι κι εχάθει. Έτσι άρχισα παντού να ρωτώ γι' αυτό. Πήρα το δρόμο πάλι εκεί να βγω κι αυτοί εδώ οι "φύλακες" που ήταν στην έξοδο της πόλης μ'έφεραν μπροστά σας...
Η σκέψη να κλειστώ στο δωμάτιο δεν είναι λειτουργική. Το ξέρω ότι ο παραλήπτης μου ακόμα κι αν ενδιαφέρεται για μένα δε θα μπει σε έναν κλειστό χώρο γιατί θα σκέφτεται ότι πάω να παγιδέψω τα ίχνη του και δε ξέρω 'γω τι άλλο. Και τελικά πέφτω μόνη μου πάλι στη παγίδα της ελλειματικής επικοινωνίας. Φακ και χίλια φακ. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠως θα καταφέρω να μιλήσω. Μόνο λογοτεχνικά μπορώ να μιλάω δηλαδή. ενώ θέλω να μιλήσω απλά ανθρώπινα τώρα. Και ιδιωτικά. Πως θα το κάνω αυτό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μπω εκεί και να γράφω τα πραγματικά ανεπίδοτα. Εντάξει. Ας γίνει έτσι τώρα.
Σβήνω από κει όλους τους αναγνώστες και ξεκινάω να τα βγάλω όλα από μέσα μου. Ωραία!!!