Έβλεπα πάλι απόψε όνειρα, πολλά όνειρα νομίζω ή ένα μεγάλο. Είχαν ένταση αλλά δεν ήταν κακά. Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο που που εκεί ξύπνησα, ήμουν με τον ξάδερφό μου τον ραλίστα τον μηχανικό και τρέχαμε με το αμάξι σε κάτι δάση στα βουνά και σε μια στροφή βγήκε το αμάξι αλλά άλλαξε τότε το σκηνικό και σερνόταν έξω από την στροφή σε έναν κάμπο με χρυσά χορτάρια και πήγαινε πήγαινε πολύ ώρα κι όταν σταμάτησε άνοιξα την πόρτα και σα να πάτησα νερά και του λέω πέσαμε στο νερό και μου λέει όχι και κοίταξα κάτω και δεν είχε νερό και κοίταξα δίπλα και ήταν η θάλασσα στα δυο μέτρα είχαμε σταματήσει και κολλήσει στην αμμουδιά το αμάξι δεν είχε πάθει γρατζουνιά κι είχαμε σταματήσει δυο μέτρα από μια θάλασσα ήρεμη και πανέμορφη κι ήταν εκεί ένα χωριό που μας περίμεναν κι ήταν η αδερφή μου εκεί ξαδέρφες μου κάτι ΄τέτοιο γινόταν και μπήκαμε σε μια αυλή και χαιρετούσα θερμά χειραψίες με τα δυο μου χέρια και κάποιος με έπιασε και με κοιτούσε κολλημένος και δεν με άφηνε, είχαμε πολύ θερμή υποδοχή είχε πολύ κόσμο και είδα πως έφτιαχναν τραπέζι και ρώτησα τί να κάνω να βοηθήσω στο τραπέζι και ξύπνησα πέντε και κάτι τα ξημερώματα εκεί έτσι. Ήταν μεγάλο όνειρο και αυτό μάλλον να ήταν το τελείωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή