Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

μια ιστορία καλημέρας στην Νύχτα

 

     Την πρώτη φορά που μπήκα σε σκυλάδικο ήταν Αύγουστος, το καλοκαίρι του ’96 στα μπουζούκια, του Καυκή, του Αμερικάνου.     Είχαμε πάει στην πιτσαρία στην Μάραθο. Μας είχε βγάλει η Γιώτα για τα γεννέθλια της κόρης της. Η Γιώτα η μάνα της κολλητής μου της Σοφίας, του Γκούφυ όπως την έλεγα, και ήταν και ο Πασατέμπος (ή Μανούρα) μαζί μας, η Μαρία η άλλη μας κολλητή. Γυρνούσαμε από την πιτσαρία αργά και βλέπει η Γιώτα το αμάξι του "αχαΐρευτου" του άντρα της, που μια έκανε τον μανάβη μια τον λαχειοπώλη, και όλο έλειπε από εκείνο το σπίτι του που εγώ ξημεροβραδιαζόμουνα εκεί κοιμόμουνα κι όλας και δεν τον είχα δει πάνω από πέντε φορές. Ένα σαμιαμίδι, κοντός, αδύνατος με μουστάκι κι όλος σαν κακόμοιρο προβατάκι που έλεγες τι καλούλης ανθρωπάκος είναι αυτός. Κι η Γιώτα μια νταρντάνα Χωραϊτισσα διαόλου κάλτσα , με την μισή οικογένεια μέσα σε βάρδιες για χασισοφυτίες, μά , μεγάλη καρδιά. Μας μάζευε, μας τάιζε, μας ορμήνευε, ήταν κι αυτή φίλη μας αληθινή.     Βλέπει η Γιώτα το σαράβαλο το αγροτικό παρκαρισμένο στην αλάνα, πως το είδε ,και μας λέει, κορίτσια σταματάμε να τον φτιάξουμε τον πούστη;        Έτσι μιλάγαμε, χύμα μεταξύ μας. Και εννοείται πως, θα πηγαίναμε να στηρίξουμε την φίλη μας, τι τρομερή ευκαιρία να μπούμε εκεί μέσα!      Και μπήκαμε ΜΩΡΟ ΜΟΥ πλατεία μπροστά, στα τραπέζια πάνω με τα ουίσκια και την Γιώτα σε φάση να δίνει παλμό. Και τονε χαιρετήσαμε και τον μαναβολαχειοπώλη, φεύγοντας, από μακριά.        Τα θυμάμαι και γελάω.      

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή