Έλεγα δε μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Μου κάνουν πλάκα. Μα δε γέλαγε κανείς.
Γκρίνιες για πράγματα δευτερευούσης σημασίας. Και για τα βασικά, να απετούνται από άλλους.
Τότε διακρίνω την ασθένεια. Μα που η παράκληση. Απαίτηση κακότροπη σα διαταγή σε υποχρεωμένο κι υπόδουλο.
Ντροπή ανέσχιντη που σιγανά σκάβει το λάκο και δικαίωμα του τον ονομάζει.
Ούτε τα γυναικόπαιδα δεν υπολόγισε. Παρά μονάχα την στιγμή την αδύναμη σαν Εφιάλτης καιροφυλαχτούσε.
Μα δεν μπορεί. Δεν μπορεί λέω κάποιος μου κάνει πλάκα. Κι είν' όλα αυτά ένα κακό σενάριο που δοκιμάζει την σωματική την νοητική την ψυχική και την πνευματική μου ρώμη.
Μήπως ανύμπορος από αυτούς που η αγάπη τους είναι η προικισμένη η πιο γλυκιά όπως τα άνθη τα πιο άχρηστα είναι κι αυτά που μοσχοβολούν και πιο ωραία.
Μήπως ανύμπορος και άχρηστος μα ωραίος περίσσια και μυρωδάτος που τρελαίνεσαι και αυτό σου περισεύει για να κοπιάσεις.
Που ήταν το ζεστό χαμόγελο και που τα χολερικά τα δόντια. Που παρολίγο να αποκαλυφθεί το μυστήριο της Σταχτομπούτας της Σταχτομάτας της Σταχτοστόμας της Σταχτοκέφαλης.
Μα πρόλαβε η ζαβή και τονε σκότωσε. Σαν παλικάρι και εκεί καθόλου ζαβή δεν εφάνει.
Και λέω κοιτάτε πλάκα που μου κάνουνε. Καθώς εξέπνεα και κανείς δεν γελούσε. Ίσως λιγάκι μοχθηρά μετά σαν έλεγε την ιστορία αυτή στο σινάφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή