Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

 

Σε είδα στον ύπνο μου πως ήταν βρεγμένα τα μαλλιά σου και τα χτένιζα με τα δάκτυλα και σου έφτιαχνα μικρές μικρές αφρικανικές κοτσίδες. Είχα ταξιδέψει πολύ για να πάω σε αυτό το μέρος κι είχες έρθει επίσκεψη με τους γονείς σου κι ήταν κι οι δικοί μου γονείς και είχαμε φάει λέει και καθόμασταν σε πολυθρόνες και καναπέδες παλαιϊκούς με καλύματα ραμένα στο σχήματους και είμασταν μεγάλοι αλλά είμασταν σα μικροί σχολιαρόπαιδα και σου έφτιαχνα πολλά μικρά κοτσιδάκια αλλά αργούσαν πολύ  και μου είχανε μίνει λίγα από την μια πλευρά όταν πήγαμε  βόλτα όλοι μαζί σε κάτι πλακόστρωτους δρόμους και έπαιζα γύρω σου και σε έπιανα αγκαζέ και γυρνούσα γύρω γύρω και σε άφηνα και σου έπιανα τα χέρια και στα σήκωνα και στα άφηνα. Ήμουν πολύ χαρούμενη και χοροπηδούσα σα παιδί κι έπαιζα όπως περπατούσαμε και σε ένα στένεμα πέρασες μπροστά μου και πρώτη από κάτι πλαστικά κουτιά και βρήκες σε μια τσάντα που φορούσες και πήγα και τα έσπρωξα για να μην βρούν κι οι άλλοι και όπως τους έδωσα με δύναμη πέσανε κι ανοίξανε μερικά και ήταν μέσα χώμα με παρατημένα φυτά και σε μια γωνία είχαν στην είσοδο μιας πόρτας πλυμένα κουζινικά κι ήταν ίδια η κατσαρόλα μου η φίσλερ η πουά που της λείπει ένα χερούλι αλλά αυτή είχε και τα δύο. Και γυρίσαμε στο σπίτι με τα κλασικά έπιπλα και ήθελα να σου τελειώσω τα κοτσιδάκια αλλά ο πατέρας σου είπε πως θα φεύγατε γιατί ήταν νύχτα και είχατε μια ώρα δρόμο μπροστά. Σε έκανα αγκαλιές πολύ παιδικές όπως νιώθουμε παιδιά με κάποιον μεγάλο που τον ερωτευόμαστε όπως σα να του έχουμε αδυναμία και ξετρελαινόμαστε όταν τον βλέπουμε να μας δίνει σημασία και όλο τον πειράζουμε ντροπαλά για να μας την δώσει . Κι ήσουν κι εσύ χαρούμενη αλλά ήσουν από εμένα πιο μεγαλύστηκη και μαζεμένη στην συμπεριφορά και σοβαρή. Φύγατε κι ήμουν όπως ήμαστε παιδιά στο τέλος μιας μέρας χαράς γεμάτοι και πολύ κουρασμένοι έτοιμοι για ύπνο. Και μετά μάλλον άλλαξα  όνειρο γιατί ήμουνα βόλτα αλλά κατέβηκα το ίδιο πλακόστρωτο και βγήκα σε ένα λιμανάκι κι είδα μια φίλη μου με έναν φίλο μου που δεν τους θυμάμαι να τους ξέρω και ετοιμάζανε τη βάρκα για ψάρεμα κι ήταν σαν πρωί κι είδα κρατάγανε παγωμένα μπουκάλια πράσινες και τους είπα να με πάρουνε κι εμένα και πετάχτηκα στο καφενείο να πάρω μπύρα και τσιγάρα. Πήρα τη μπύρα από το ψυγείο και ήταν μια χαζοβιόλα που σέρβιρε και πηγαινοέρχονταν και αργούσε για να την πληρώσω και νευρίαζα γιατί δεν ήθελα να καθυστερώ τους φίλους μου και μόλις ήρθε της έκανα σκηνή και ζήτησα να μου δώσει καπνό έναν πράσινο και χαρτάκια πορτοκαλί γλυκόριζα και μου έδωσε έναν ανοιγμένο που είχε μέσα μόνο δυο τρία τσιγάρα και φώναξα παραπάνω τί είναι αύτα και βγήκε ένας παππούς από μέσα την κουζίνα και πήγε να μου δώσει άλλον και του είπα πιάσε έναν καρέλια βαρύ καλύτερα και έψαχνε κι αυτός μια ώρα και τελικά μου τον έδωσε και πλήρωσα αλλά βγαίνοντας έψαχνα κι εγώ μια ώρα να βρω τα χαρτάκια αν τα πήρα που τα έβαλα και τελικά τα βρήκα στην τσάντα μου και κίνησα για το λιμανάκι όλο άγχος κι εκεί πρέπει να βάρεσε το ξυπνητήρι και ξύπνησα απότομα μέσα στο όνειρο. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή