Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα. Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.
Απ’ το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.
Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.
Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.
Λέγε μου, που ήσουνα? Με τι κόσμο? Και τι τους έλεγες? Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?
Μου ‘φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό. Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ’ αγάλματα.
Αδιαθέτησα, γι' αυτό είχα γκρίνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή