Νιώθω αυτό το μισό που όταν το πιάνω ανταγωνίζεται την απόλυτη δυστυχία. Το ατενίζω να χαόνεται μέχρι το πιο λεπτό σημείο του ορίζοντα. Σπαθί γίνεται που τον κόβει και κόβει τον κόσμο στα δυο. Μένει μια κούπα με λάβα για να την πιώ «με δύο καλαμάκια». Και το άλλο ημισφαίριο το βλέπω βυζί. Ζαλίζομαι. Με κάνει πάρα πολύ μεγάλο γίγαντα παιδί και τα βλέπω έτσι. Όμως δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι το ολόκληρο. Κοκκινίζουν όλα όταν φαντάζομαι πως ακουμπάω τα χείλη σου και κολλάω στο κορμί σου. Γίνονται όλα ρευστά κι ασύλληπτα.
Είναι κάτι πολύ ζωντανό κι όταν είναι τόσο ζωντανό δεν μπορώ να το βάλω σε λέξεις-σκέψεις. Οι λέξεις που του έχω βάλει κατά καιρούς είναι οι καύτρες του που στριφογυρνάν στον αέρα και που πέφτουν πάνω μου σα βροχή κι εγώ τότε νάνος.
Σ’ αυτά διαπιστώνω προβλήματα σύνταξης, χρόνων, ροής του θέματος και γενικώς μια σύγχυση από τις αδέσποτες καύτρες που βιώνονται σαν συντέλεια κι επιθυμία στερνή. Αλλά θέλω πάλι να τα δω, να φτιάξω κάτι τελειωμένο, για επίσημο δώρο. Αρχικά σ’ αγάπησα μέσα από αυτά μα ύστερα κατάλαβα πως είναι μόνο οι καύτρες του στον αέρα που τις κοιτώ ταμπουρωμένη.
Έφτασα σε μια διαπίστωση που λέει πως δεν χρειάζεται τίποτα να σου λέω γιατί σου μιλώ για ένα συναίσθημα που σου είναι γνωστό, όσο γνωστό μπορεί γενικά να είναι. Άρχισα τελευταία να προσπαθώ με επίγεια μέσα να σε συναντήσω. Και είναι λες και χρειάζεται πρώτα να μηδενίσω κάποιο αόρατο κοντέρ που δεν ξέρω αν γράφει χίλια ή χίλια δισεκατομμύρια τίνων προς άπειρο. Κι ούτε που πάει το μυαλό μου πώς μπορεί να μηδενίσει.
Χάνονται άνθρωποι, συμβαίνουν δύσκολες καταστάσεις και βλέπω πόσο ακριβή είναι η πληρωμή του να υπάρχεις στην ύλη. Έρχεται η ύλη και με μπουγελώνει να ξυπνήσω. Ξυπνώ και τρελαίνομαι, νιώθω το κάθε δευτερόλεπτο μακριά σου σαν ύβρη προς την ζωή. Παραλύω μέσα στον εφιάλτη της ακινησίας. Τρελαίνομαι, πραγματικά δεν βρίσκω άκρη. Τρέμω και σκεπάζομαι με μεγατόνους ποίησης. Νιώθω άρρωστη, καταραμένη και ταυτόχρονα ευλογημένη και απεσταλμένη από έναν άλλο κόσμο τελείως άγνωστο.
Συγκεκριμένα, όσο μπορώ απλά να το πω, νιώθω ότι ζω τον ιδανικό Πλατωνικό έρωτα που εφόσον τον κατακτά το πνεύμα μπορεί να το περάσει στην ύλη. Νιώθω πως ή συμβαίνει αυτό ή έχω διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό που να πιστεύω κάτι τέτοιο για να δώσω νόημα και μεγαλείο στη ζωή μου.
Θέλω με επίγεια μέσα να σε συναντήσω. Σκέφτηκα να αρχίσω να δίνω σταδιακά αξία στην ύλη για να τα καταφέρω. Να αρχίσω να την συνδέω με το πνεύμα μου σταδιακά στα πράγματα γύρω μου και να τα διαχωρίζω, να κρατώ ότι είναι έτσι και τα άλλα να τα αφήσω. Έχω χαοθεί πάλι. Αυτό το σκεπτικό με βγάζει σε μια σπηλιά στα βουνά.
Είπα να το ξεκινήσω με τα ποιήματα. Να τελειώσω έστω κάποια έργα. Αλλά με βασανίζει απερίγραπτα η ιδέα του να σε δω. Και νιώθω γαμώτο πάλι πως όταν εγώ πήγαινα εσύ ερχόσουνα. Γι’ αυτό θέλω να πάω από άλλο δρόμο. Τόσον καιρό αυτό προσπαθώ να βρω και χάνω χρόνο, τον χρόνο τον πολύτιμο τον κοντά σου, τον πολύ κοντά σου, στην αγκαλιά σου. Βάλε με στην αγκαλιά σου αγάπη μου. «Βάλε με φως μου βάλε με κι από την μάντρα βγάλε με»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή