τα μαλλιά της να χτενίζουνε σα θάλασσα
φουσκωμένη και ξανθιά, άδειο κρεβάτι
και η σκέψη μου θα τρέξει να ’ρθει γρήγορα
μανιασμένο απ ’τη φλόγα άγριο άτι
έχε δύναμη καρδιά μου και θεού ευχή,
να αντέχεις να χτυπάς τόσο μακριά της
μα θα ήτανε ο κάθε χτύπος άχρηστος
αν δεν είχες λαβωθεί απ’τη ματιά της
αυτά φώναζε στο κύμα που χτυπιότανε
για να πνίξει κάθε ήχο στα σκοτάδια
και το άτιμο νερό το εσυγκίνησε
κι αυτό κίνησε να βρει τ’αυτιά τα άγια
κάθως βρέξανε τα λόγια του τα πόδια της
κι η ανάσα του αέρας στα μαλλιά της
χαμογέλασε και πέταξε στη θάλασσα
πέτρα που χοροπηδάει, τη μοναξιά της
και το γάργαρο νερό ξεκουραζόταν
και ταράχτηκε από κύκλους που ανοίγουν
μονομιάς τη μοναξιά της την αγκάλιασε
και χιλιάδες τώρα στάλες να την πνίγουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή