Όπως στροβιλιζόμαστε στους δρόμους της ανάβασης και της κατάβασης
δίπλα μου νιώθω πως σε έχω και το χέρι σου κρατώ, κρατώ όμως δεν τρέμω,
Μόνο απαλά, πολύ, τα δάκτυλά μας ψιθυρίζουν ιστορίες, για καστροπολιτείες,
αρχαίες μαγείες, ευωδιές, άχρονες νοσταλγίες, αν θέλεις, θέλω κι άλλα, πες.
Που θες να πάμε σε ρωτώ μα όμως ξέρω,
έχω το χέρι μου στο χέρι σου και νιώθω τον σφυγμό,
πως ήδη φτάσαμε, ψυχή μου, στα "άλλα" μέρη
εκεί που η άβυσσος φαντάζει για μικρή ρωγμή
Κάπου παρκάρουμε, στο πουθενά λες, μα όμως εδώ έχουμε ένα δικό μας σπίτι.
Στον κήπο μπαίνουμε, γελάμε, λέμε πω πω πως έχουμε του κόσμου τη δουλειά
Κι ενώ διασχίζουμε μια βλάστηση πυκνή, παράφορα ανθισμένη, ξάφνου
σε κλείνω σ' αγκαλιά σαν μεθυσμένη, άκου σου λέω το τραγούδι απ’ τα πουλιά.
Κι όπως οι αισθήσεις σου γυρίζουνε να ακούσουν στον αέρα,
τότε με πάθος σε χωρώ σε ένα φιλί γλυκό που παραλύει,
όχι τα σώματα μα μόνο το μυαλό, που δε καταλαβαίνει πώς
στο χορό είμαστε εντελώς ευτυχισμένοι, λούπα το ίδιο τραγούδι.
Έπειτα ξυπνάμε Νέο κόσμο, Πειραιά, Μπανταχόθ, δε ξέρω τώρα, όπου θες.
Μόνο πες μου πού, να αφήσω τη φωτιά που έχω, για την εστία σου Θεά
,να ξέρεις, από μένα θα σε βρούνε του μέλλοντος οι αρχαιολόγοι, ιστορικοί κτλ
Γι'αυτό στάσου να σ'αγαπήσω μωρό μου, και μη γκρινιάζεις πια στα μουλωχτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή