Κάθε στιγμή μαζί
ήταν γιορτή. Επιφάνια,
οι δυό μας μόνοι μές στον κόσμο.
Ήσουν πιό θαρραλέα, πιό ανάλαφρη κι απο πουλί,
κατέβηκες ορμητική δυό δυό τα σκαλιά
σαν ίλιγγος, και μέσα απ' την υγρή πασχαλιά,
με πήγες στο βασίλειό σου, με οδήγησες,
στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέπτη.
Όταν ήρθε η νύχτα έλαβα χάρη,
άνοιξαν διάπλατες οι πύλες της αγίας τράπεζας
και στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια μας
καθώς γείραμε. "Ευλογημένη νά 'σαι!"
αναφώνησα ξυπνώντας, κι ήξερα
πώς η ευλογία μου ήταν θράσος:
κοιμόσουν, η πασχαλιά απλώθηκε μ' ένα γαλάζιο σύμπαν
να αγγίξει πάνω απ' το τραπέζι τα ματοτσίνορά σου,
και 'σύ δέχτηκες το άγγιγμά της: ακίνητα τα μάτια σου
και το χέρι σου ακόμα ζεστό.
Βουερά ποτάμια μές στό κρύσταλλο,
βουνά προβάλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν,
κι εσύ κρατούσες στα χέριασου σφαίρα κρυστάλλινη,
ενώ κοιμόσουν ακόμα καθισμένη σε θρόνο
και ήσουν, Θεέ μου, δική μου.
Ξύπνησες και μεταμόρφωσες
τις καθημερινές μας τις κουβέντες,
ο λόγος ξεχείλισε δύναμη λαγαρή,
κι η λέξη "εσύ" βρήκε το νέο νόημα:
"βασιλιάς".
Τά πιό συνηθισμένα πράγματα μετουσιώθηκαν μεμιάς,
τα πάντα -το κανάτι, η λεκάνη- όταν μπήκαν ανάμεσά μας
φρουρός, γίναν νερό, στρώμα υδάτινο.
Βαδίζαμε παρασυρμένοι, άγνωστο πού~
μπροστά μας, αντικατοπτρισμοί θαρρείς,
έσβηναν πόλεις χτισμένες ώς εκ θαύματος,
άγρια μέντα ξάπλωνε κάτω απ' τα πόδια μας,
πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο,
τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα~
κι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρός στα μάτια μας.
Όταν η μοίρα μας πήρε το κατόπι,
παράφρονας με το ξυράφι στό χέρι.
Α. Ταρκόφσκι
(fotoart Vassily Kandinsky)