κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτικε στην καρδιά μου
κι ομορφιά του μυστικά τρέμισε στην ματιά μου
Άνίδεη μιαν ηψηλή φιλοξενία πως δίνω,
σ’ ότι μικρό, σ’ ότι γλυκό σ’ ότι άσκοπο θα μείνω,
να παίζω με τα πλούσια δώρα και τα στολίδια
που στη γιορτή του μούφερε, με την γιορτή την ίδια.
Πόσους και πόσους μηνυτές γλυκούς δε μούχε στείλει!
Και γω η φτωχούλα αρκέστηκα μόνο στα ωραία τους χείλη
και πέρασα σα σε όνειρο το μήνυμα στ’ αυτία μου.
( Όνειρο, ξένη υπόσχεση κι η φλωγερή ματιά μου!)
Τι μηνυτής το αστρόφεγγο, η αγρύπνια μου! Το δάκρι
Διαμάντη στου χλωμόθωρου προσώπου μου την άκρη.
Ο στεναγμός ανάσα ανθών και τ’ άνθη φιλημάτων
σχήματα. Η αύρα ψίθυρος ερωτικών στομάτων.
Και των κλαδιών η ανάταση, χέρια που θ’ αγκαλιάσουν.
Οι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν.
Έπειτα στην απόχρωση της βραδινής γαλήνης,
Εσύ σκιά που την ψυχή γλυκά θα μου απαλύνης
και θα μου πάρεις τρυφερά να την αποκοιμήσης
την έγνια μου μεσ’ τους λωτούς εκεί θα την αφήσης.
Το γέλιο που δεν φαίνεται, ο πόθος το λικνίζει,
Σα μια πνοή, φύλλα, νερά και γέννηση οιωνίζει.
Μαρία Πολυδούρη.
(foto by me/Lousios jump)
(foto by me/Lousios jump)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή