Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

 

Είδα σε όνειρο πως ζούσες στο κέντρο και οι μεγάλοι δρόμοι ήταν πεζόδρομοι και για ποδήλατα. Κι έκανα δουλειές στο κέντρο κι ήρθα  στο σπίτι σου με το ποδήλατο. Και μ' αγκάλιασες και φιληθήκαμε στα χείλη αλλά όχι απλά  πιο ρουφηχτά και με δύναμη. Είχαμε χαρεί που βρισκόμασταν αλλά ήμασταν και κάπως όχι άνετα και σου ξεγλύστρησα στα δωμάτια ρωτόντας σε να δω το σπίτι και ερχόσουν όπως έμπαινα στους χώρους μαζί μου και  ήταν ένα δωμάτιο με πολλά κρεβάτια κι ένα με ένα που συνέχιζε με έναν καναπέ σε γαλάζιο γκρί και άσπρο και σε ρώτησα σν αυτό είναι το δικό σου και μου είπες ναι και αν το έχεις μόνη σου και με κοίταξες ερωτικά και παιχνιδιάρικα μου είπες με το αγόρι μου και ήταν σα να μην μπορούσα να καταλάβω τί γίνεται και αναρωτήθηκα αν λες για μένα ή πως μπορείς και μου το λες αυτό έτσι. Και άρχισαν να με παίρνουν τηλέφωνα η μάνα μου με τον αδερφό μου και μου έλεγε να πάω από εκεί να μου πει για μια ευκαιρία που κατάλαβα πως ήταν για δάνειο και είπα α καλά ότι δε θέλω και θα έρθω στις 5, κι ένας μεσίτης αν πουλάω το σπίτι μου και του είπα στις 4. Κι ύστερα μάλλον άλλαξα όνειρο και ήμουν στην Πάτρα με το φρικ και την Ελενίτσα και τον αφερφό της και ήτανε να μπω συνετερικά σε ένα κουτούκι που είχαμε σε έναν πεζόδρομο. Και κάτι μου έλεγε πως δεν θα μοιράζουνε σωστά και τους έλεγα αν θέλουνε καλύτερα εγώ αν δουλεύω με μεροκάματο. Και ήταν κι ένας παιδοβούβαλος στην παρέα που όταν τα είπιαμε πολύ την πέσαμε σε ένα κοινόχρηστο καμαράκι μέσα κι όπως έπεσα στην αγκαλιά του μου έκλεισε το ελεύθερό το από πάνω μου χέρι στη μασχάλη του και με ανάσαινε και με κοίταγε ερωτικά και καθόμασταν έτσι καυλωμένοι μέχρι που τράβηξα το χέρι  μου και του τον έπιασα και δεν έκλεινε στην παλάμη μου ήταν υπερβολικά μεγάλος και γύρισα και τον έβαλα ανάμεσα στα πόδια μου και ηλεκτρίστηκα με τη μία στο δευτερόλεπτο τελείωσα κι έχυσα σαν άντρας. Και βρέθηκα με τη μία έξω και περπάταγα σε μια σιγανή βροχή με μια ρόμπα και πιτζάμες και δυνάμωνε κι όπως πέρναγα κάτι πεζοδρόμια με σκαλωσιές γλύστρησα από ένα παράθυρο μέσα σε ένα σπίτι και ήταν οικογένεια από κάτι γνωστούς μου και τους είπα ότι έχουν ξεχάσει κάτι παπούτσια έξω από το παράθυρο και βρέχονται κι αν θα μπορούσα τώρα να βγω από την πόρτα και βγήκα από την πόρτα και συνέχισα να περπατάω στη βροχή. Και δε θυμάμαι κάτι άλλο. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σιωπή