Τα ποιήματά σου είναι γυμνά. Εντελώς γυμνά στην ακρογιαλιά. Εγώ αγκαλιάζω τον πύργο κι ανέρχομαι, σα να διέρχομαι τοίχο, χωρίς χέρια. Αφού κρατώ την φυσαλίδα μες το νερό και το εκκρεμές απ’ την άλλη. Σε βλέπω. Δεν ανεβαίνω για να σε δω. Ανεβαίνω γιατί θέλω από όλο τον κόσμο να μας βρω το καλύτερο μέρος. Όσο ανεβαίνω αγριεύει ο αέρας. Κι όλο ακόω το φιλί μας σα κιμονό, κάτι παπύρια. Τα τυλίγει και τα ξετυλίγει ο άνεμος. Το έη-όπ που γίνεται βά-βέλ. Το ακούω μαζί. Μέσα απ’ το φεγγίτη της μήτρας με δένουν πλεξούδες. Στήλες σκόνης-φωτός που με στήνουν και με στηρίζουν. Γυρτά δεμένον σα ξαπλωμένον μες σε χαράκωμα. Θέλω να πιστεύω πως είναι μεθυσμένος στον όχτο, να ξεμουδιάσει. Κι αυτό που ανεβαίνει είναι ο βρασμός, αχνός που ενώνεται με το ποτάμι απ’ τα αστέρια. Απ’ ότι παραμερίστηκε και προστέθηκε στο βουνό. Κι ανάγεται και μικραίνει. Και τον πατάνε μια τελεία, το σημείο στο σημείο. Θέλω να πηδήξω από δω πάνω και να σκάσω επάνω μας. Στο σύννεφο. Περνώ μέσα απ' το σύννεφο. Σα τους τρελούς συγκεντρώνομαι στα φτερά μου. Και παρακαλάω. Τα ποιήματα. Να ρίξουν κάτι επάνω τους. Είναι τόσο κοντά που αλληθωρίζει το βλέμμα μου. Ντύσ’ τα. Θέλω να τα γδύνω μόνο εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή