Θα άφηνα τα πράγματά μου στον θάμνο να νιώθω ελεύθερα. Κόκκινα, για 'σενα στην βόλτα. Η βόλτα αυτή θα μας έβγαζε σε ένα δωμάτιο, καλοκαιρινή δροσιά, γυμνό ξημέρωμα, μέσα κι έξω. Κόκκινος Ήλιος. Η ζωή θα αποκτούσε κόκκινες πιτσιλιές από ένα κόκκινο σύννεφο και κόκκινους αμανέδες από κόκκινα αηδόνια. Οι βόλτες θα πλήθαιναν. Στον χάρτη κόκκινες διαδρομές και σημάδια με κόκκινα ίχνη. Τα κόκκινα ποιήματα θα φώτιζαν, σύρματα, πυρακτωμένα σινιάλα, κόκκινα. Οι κόκκινες βόλτες θα άνοιγαν στον ουρανό μια βιολετί τρύπα με τη φουσκωμένη της κλειτορίδα να γλύφει τη μύτη μας. Και μια κόκκινη καταιγίδα θα χάιδευε απαλά την ανατριχίλα μας. Σαν μια κόκκινη αμμουδιά που μας δαγκώνουν μεγατόνοι ανθίζοντας. Οι κόκκινες βόλτες θα ξάνοιγαν και θα σκουραίναν όπως ο παλμός στα μουσικά αρχαία κύματα. Στο κόκκινο ξύπνημα θα μας ένιβε ένας κόκκινος σκύλος με κόκκινες βούλες από φιλια. Μια κόκκινη ησυχία θα πλατάγιζε στο στόμα μας. Και θα έβαφε κόκκινα τα κόκκινα σωθικά μας. Τέλος, ο θάνατος θα κοκκίνιζε κι αυτός από ντροπή. Το φανάρι στο κόκκινο και δεν θα φεύγαμε ποτέ από εκεί. Τα πράγματά μου είναι στον θάμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιωπή