Γνώρισα κάποτε τον Χριστό
Ζύμωνε ψωμί να πάει στη μάνα του
Είχε αγκαλιά του τον έρωτά μου
Είχε μαθητές γυναίνες και άντρες που ξεγελούσαν τα άδικα κι ύστερα έπιαναν τα όργανα και ξέφρενα γλεντούσαν
Δίχως να νοιάζονται για κρύο
Δίχως να νοιάζονται για Ήλιο
Και φτάσαμε στον Ωκεανό
Κι ύστερα πίσω στο γκέτο που νοίκιαζαν για σπίτι τους
Και ζωγραφίζαμε αστείους τους κοιμησένους.
Γνώρισα κάποτε τον Χριστό
Που σε έναν βράχο μιλούσε για τον Ασκληπειό και τον εδόξαζε
Μου έμαθε να σταματώ την καρδιά μου στο πέρασμα
Κι αν ξανάρχιζε θα έχω περάσει
Μα όλο από την ίδια όχθη βγαίναμε και κοιτάγαμε το αντίκρυ αξέχαστα. Ερείπεια από γέφυρα δεν είδα.
Φθινόπορο θα 'ταν που πέρασα απέναντι αν πέρασα
Καλοκαίρια δίχως βουτιές και οι χειμώνες απέναντι
Από την μια οι καρδιές
Κι από την άλλη τα ρολόγια
Φίδια ζευγάρωναν με το μπαστούνι του και πουλιά κάθονταν στα μαλλιά του
Όπως κοιτούσε δίχως να βλέπει μα τα ένιωθε
Στον ουρανό τα σκορπισμένα
Και στη Γης τα θαμένα
Στεκόταν ανάμεσα
Ήμερα με τα άγρια
Και άγρια με τα ήμερα
Ευθυτενής με μειδίαμα και σε αμβλία τα άκρα χάλκωμα ριζωμένο
Στη βροχή και στη σκόνη
Κι άλλοι πέφταν στα πόδια του
Άλλοι τον αγκαλιάζαν
Κάποιοι σαν τις ψυχές άπιαστα
Και σε κάποιους σαν την ψυχή άπιαστος
Δυο εποχές διέσχισα
Στην τρίτη είδα τον Χριστό αμέθυστο Διόνυσο
Έπινε γελούσε και βρωμολογούσε
Γύρω του μαζεύονταν όλα
Μεταξύ τους τσακώνονταν
Και τα κυνηγούσε με το τουφέκι
Εμένα τελευταίο
Σαν έριχνα μια από το τουφέκι του στον Ήλιο και αυτός δεν έπεφτε
Είχε το σπίτι του στον δρόμο πριν από τον δρόμο
Κι έβγαινε γυμνός στο μπαλκόνι του και ρωτούσε τους περαστικούς πως θα πάει σπίτι του
Σαστίζανε και τρομάζαν
Τον λέγαν τρελό
Κάποτε γνώρισα τον Χριστό σε ένα κοπάδι μέσα σε ένα κολάδικο
Έδιχνε ανήμπορος και καταστροφικός με το βιός
Ρόλους δεν έπαιζε παρα μόνον του ζώου
Τον πέρασα για τον Ερμή
Κι ήρθε ο Ερμής και τον πήρε
Μου άφησε δυο φτερά από τα σανδάλια του
Παραγγελιά αν μπορούσα με αυτά να πετάξω θα φτάσω
Κλείστηκα μες το σπίτι μου τα πήρα να γράψω
Κι άρχισαν να γεννάνε πούπουλα κι ύστερα καλαμάκια φτερά μέσα στα καλαμάκια
Ήρθαν χελώνες και χελιδόνια
Σπουργίτια που με βοήθησαν
Πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου για να δεις την Αθηνά
Μια στιγμή μες τη διάσηση τίποτα δεν θυμάμαι
Μόνον αναρώτηση
Ζαλάδα κι επιστροφή στην αγνότητα
Δόρι κι ασπίδα ή θρόνο
Κι όρθιο τον Απόλλωνα
Τον Δία και τον Ποσειδώνα παιδιά να παίζουν
Να φιλοσοφούν σαν μεγάλοι
Η Δήμητρα η Εστία κι η Άρτεμις
Τα πιο δύσκολα
Την Ήρα και την Αφροδίτη στα άκρα
Κάποτε γνώρισα τον Χριστό Άρη
Έγραφε πολιτικά ποιήματα
Και δεν ήταν καθόλου ρομαντικός
Μου έλεγε να προσπαθώ από τους άλλους στο πλήθος να μην ξεχωρίζω
Πως ο ακέφαλος ο στρατός είναι ο καλύτερος ίσος μεταξύ ίσων
Αλλιώς τίποτα αλλιώς αποχή
Κι η σιωπή είναι το όπλο το βαρύ είναι για τον μεγαλύτερο στόχο
Άρης ήτανε κι ο Βελουχιώτης μα ο Βελουχιώτης δεν ήταν Άρης
Άστους και θα αρχίσουνε να τρώγοναι μόνοι τους
Τάϊζε κατορθώματα το γόητρό τους
Βοήθα τους ένα βήμα κι άστους να πέσουνε αφού δέχτηκαν βοήθεια απ' τον εχθρό τους
Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις κι ας μην είναι η ώρα του
Αν θέλεις η Ιστορία να σε θυμάται να την θυμάσαι
Άρης και Άδωνης μαζί ο ένας φυλάει του άλλου τα νότα
Αυτά είναι κλειδιά για του Άδη την πόρτα
Στου Πλούτωνα το παλάτι με άδεια χέρια δεν μπαίνεις κι από εκεί μην πάρεις τίποτα
Κάποτε γνώρισα τον Χριστό τον Λυτρωτή κι ήταν ένα γεράκι αλυσοδεμένο που δίδασκε υπομονή επιμονή κι εμονή
Μα έφυγε με το ένα πόδι του κομμένο
Να διπλοπροσπαθεί για να φάει
Να διπλοπροσπαθεί στη Γη
Δήμητρα Εστία και Άρτεμις
Τα πιο δύσκολα
Τα πιο απομακρισμένα
Δήμητρα Εστία και Άρτεμις
Την λύτρωση μου ίσως βρω ακέραιη
Σε εσάς μου χαμένα.