ΈΝΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Σ' ένα λεπτό τα πρόσωπά τους θα ' ναι ορατά.
Θα δεις τισ γυναίκες που περπατούν μέσα σε μια νύχτα χυδαίου ηλιόφωτου που κόβει στα δυό τα χαρτονένια μπούτια τους.
Όπως οι δρόμοι έχουν καθαριστεί από τους προέδρους του έθνους, διακρίνω τους στραβοκάνιδες άντρες να κινούνται πρός τους μανιακούς για να συνουσιαστούν.
Όπως ένα τριαντάφυλλο κατρακυλά στην αλέα, ένα πορφυρό ψήγμα χρυσού, αιμορραγώντας λίγο, αιωρείται στον αέρα.
Τα παιδιά, δέκα πόδια ψηλά είναι βρεγμένα.
Τα πρόσωπά τους τσουρουφλισμένα, τα μάτια τους από γυαλία κομμένα.
Παίζουν τα παιχνίδια τους, ενώ καταρρέει το κωδονοστάσιο και το γέλιο ενός κλόουν ακούγεται στην εκκλησία.
Σιωπηλά οι μανάδες σκοτώνουν τους γιούς τους. σιωπηλά οι πατεράδες βιάζουν τις κόρες τους.
Αλλά οι γυναίκες.
Το μάτι πλανιέται σ' έναν κήπο στη μέση του δρόμου.
Υπάρχουν ποιητές που βουτούν τα διαμαντένια τους κεφάλια στη φωτεινή πηγή. Γιαγιάδες που παίζουν με τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια της χίμαιρας. Αρώματα που σκορπίζονται στα σκουπίδια. Και μιά μεθυσμένη καλόγρια που βγαίνει πετώντας από ένα μπορντέλο.
Οι γυναίκες είναι όλο χρώματα.
Τα στήθη τους ανοίγουν σαν λουλούδια, η σάρκα τους απλώνεται πάνω απ' το πάρκο σαν κουβέρτα. Τα μαλλιά τους είναι μουσκεμένα στο αίμα των εραστών τους, αυτών που είναι οι καθρέφτες αυτής της νύχτας.
Α! Οι γυμνοί εραστές! Όλοι τους δεκαπέντε χρόνων! Μπορείς να δεις τις τρίχες τους να μεγαλώνουν! Έρχονται απ' τα όρη κι απ' τ' αστέρι ακόμη με τα λίθινα μάτια τους τα ωραία.
Α αυτοί οι
υπνοβάτες εραστές με τις κοιλιές τους γεμάτες βέλη!
Όταν πια ο δρόμος έχει αιχμαλωτίσει ξανά τη μοναξιά του, μια πολύτιμη πέτρα ρίχνει το φως της στο καροτσάκι που θα μπώ. Ένα καροτσάκι μωρού στο κέντρο του κόσμου. Ένας ποιητής -μακριά στα βουνά- ακούγεται που ψάλλει σαν μαϊμού. Αναρωτιέμαι, πότε θα σταματήσει;
ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΥΠΝΟ
Σαρωμένοι από τα σύννεφα
είμαστε ανάμεσα σε κήπους κάτω από τη θάλασσα.
Φλεγόμενα λευκά παράθυρα
απ' όπου τ'αηδόνια επιδεικνύονται στον ήλιο.
Έχουμε άραγε έρθει από τις πολιτείες της πεδιάδας
ή από τη λίμνη των δαιμόνων της σελίνης;
Ολόκληρο το σώμα σου είναι μια φτερούγα
θυγατέρα των μισοειδομένων κόσμων.
μαζί πετάμε πρός τους βράχους της σάρκας
κάτω από τις στάχτες αρχαίων εραστών.
Νόμος δεν υπάρχει εδώ
ουτ' εποχές αυτ' αθλιότητα.
υπάρχουν μόνο οι πόθοι μας
που αποκαλύπτονται στην πάχνη.
Εδώ τα φαντάσματα ξαναγεννιούνται κάθε στιγμή
στ' αραχνιασμένο πρόσωπό σου.
Στα μαλλιά σου είναι μπλεγμένα μικρά παιδιά
που γελάνε στο φεγγάρι.
πεταλούδες έρχονται ν' αναπαυτούν στα χείλη σου
που οι λέξεις τους ντύνουν τα χορευτικά αστέρια
όταν πέφτουν μαλακά στη γή.
Έχεις γίνει τόσο μνημειώδης
κι εγώ τόσο νυστάζω.
Αυλάκι ρέει το νερό στα διάφανά σου στήθη.
Σ' ένα λεπτό εσύ θα είσαι μια σκιά
κι εγώ μια φλόγα σε ύπνο.
Θα συναντηθούμε,
διάδρομοι θ' ανοίξουν,
θα μπεί μέσα η βροχή,
η ζεστή δαγκανιά των σκύλων θα 'ναι απάνω μας.
Και παρασυρμένοι απ' το εξαίσιο άγγιγμα
όλων των φεγγαριών της πλάσης
θα 'μαστε οι εραστές
που σκορπίζουν το αίμα τους
στα μυστικά περάσματα της καρδιάς.
ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΜΕΡΑ
Μέσα στο ρόδο που γλιστράει στον πύργο των εξοριών
όταν ο μπουφές είναι φορτωμένος μπιζού
όταν η νύχτα έχει γεμίσει μίσος
όταν η μήτρα της Αγάπης ερημώνει
όταν οι κοιμησμένοι άντρες ξυπνούν
όταν οι παλιοί εραστές δεν φοβούνται πιά
-καρδιά μου-
Οι γριές γυναίκες κατεβαίνουν να παίξουν στις πελούζες
των άυλων δολοφόνων
οι γυναίκες είναι δικές μου
Το μάτι σου είναι τόσο μαλακό στο λιόφωτο
δεν είσαι πιά παιδί
είσαι γριά
αράχνη των τυφλών
θρασύτατη μητέρα
Νοιάζεσαι για τα νεαρά μου τα μαλλιά άραγε
Θέλω ν' απλώσω τις ίνες της καρδιάς μου στο πρόσωπό σου
Είναι μια παράξενη στιγμή
όπως σπαραχτικά ξεσκιζόμαστε στη σιωπή
αυτού του τοπίου
του κόσμου τούτου
που ολόκληρος μοιάζει να πηγαίνει πέρα
από την ίδια του την ύπαρξη
............................................................................................
Ωραία που κυλάς πάνω απ' τα κόκαλά μου
που αποτίναξαν τη σάρκα της νιότης τους
Η γυμνότητά μου ποτέ δεν πανικοβάλει
έτσι σε λατρεύω εγώ.
Τα χέρια σου με κρύσταλλα που λάμπουν μές στη νύχτα
περνούν μέσα από το αίμα μου
κι αποκεφαλίζουν τα χέρια των ματιών μου
Φτάσαμε σ' ένα τόπο που τ' αηδόνια κοιμούνται
Γιομίζουμε τους ωκεανούς και τους κάμπους
με εικόνες παλιές απ' τα φωσφορίζοντα κόκαλά μας
(φώτοαρτ Παύλος Σάμιος)