"Θέλω ν' αρχίσω μὲ μιὰ δήλωση γιὰ τὴ στάση μου ἀπέναντι στὴν ποίηση. Τὸ κάνω γιὰ νὰ προλάβω τὴν κριτική. Θὰ μιλήσω γιὰ τὴν ποίηση ἀπὸ ὁρισμένη, μᾶλλον χαμηλὴ ἀλλὰ ἀρκούντως πρόσφορη σκοπιά, καὶ θεωρῶ πὼς οἱ κριτικοὶ ὀφείλουν νὰ περιορίζονται σ’ αὐτήν. Ἡ ἄποψή μου εἶναι πὼς ἡ ποίηση εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον μέσο ἔκφρασης. Θὰ σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα τῆς ἀντίθετης θέσης ἀπὸ αὐτὴν ποὺ υἱοθετῶ.Ἕνας κριτικὸς ἀρθρογραφώντας στὴ Saturday Review τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα, μίλησε γιὰ τὴν ποίηση ὡς τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ αἴρεται σὲ ὑψηλότερες σφαῖρες,ὡς τὸ μέσο ἔκφρασης μέσω τοῦ ὁποίου ἀνέρχεται σὲ μιὰ ἀνώτερη πραγματικότητα.Ἒ λοιπόν, αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος τῶν ἀποφάνσεων ποὺ ἀπεχθάνομαι ὁλότελα. Θέλω νὰ σᾶς μιλήσω περὶ ποιήσεως ἁπλὰ καὶ ξεκάθαρα, σὰν νὰ μιλοῦσα περὶ χοίρων: εἶναι ὁ μόνος ἔντιμος τρόπος. Ὁ κύριος πρόεδρος μᾶς εἶπε τὴνπροηγούμενη ἑβδομάδα ὅτι ἡ ποίηση συγγενεύει μὲ τὴ θρησκεία. Ἡ ποίηση ὅμως δὲν εἶναι τίποτα τέτοιο.Εἶναι ἕνα μέσο ἔκφρασης ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἡ πρόζα, καὶ ἂν δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐξηγήσει ὡς τέτοιο, δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπιμένει.
Πάντα εἶμαι ἐπιφυλακτικὸς ἀπέναντι στὴ λέξη ψυχὴ ὅταν ἀνακύπτει σὲ μιὰ συζήτηση. Μοῦ θυμίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἐπιστήμονες τοῦ Μεσαίωνα μιλοῦσαν γιὰ τὸ Θεό. Ὅταν ἀγνοοῦσαν τελείως τὸ αἴτιο γιὰ κάτι, λέγανε πὼς ἦταν θέλημα Θεοῦ. Ἂν ἀναφέρω τὴ λέξη ψυχὴ ἢ μιλήσω γιὰ ἀνώτερες πραγματικότητες ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου μου, θὰ γνωρίζετε πὼς σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο δὲν εἶχα κάποιο πραγματικὸ ἐπιχείρημα καὶ προσπάθησα νὰ σᾶς παραπλανήσω. Ὑπάρχει ἕνας τεράστιος ὄγκος σολομωνικῆς στὶς περισσότερες συζητήσεις γιὰ τὴν ποίηση. Οἱ κριτικοὶ στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐξηγήσουν τὴν τεχνική, προβαίνουν σὲ μυστηριώδη ἅλματα καὶ ψελλίσματα περὶ ἀπείρου καὶ ἀνθρώπινης καρδιᾶς, σάμπως νὰ πούλαγαν ρετσέτες γιὰ φάρμακα στὴν ἀγορά.
Ὑπάρχουν δύο τρόποι νὰ στοχαστοῦμε τὴν ποίηση. Ὁ πρῶτος, ὡς δυσκολία ποὺ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ, ὁ δεύτερος, ὡς ἐργαλεῖο πρὸς χρήση. Στὴν πρώτη περίπτωση, ἀντιμετωπίζουμε τοὺς ποιητὲς ὅπως τοὺς πιανίστες, καὶ ἀναφερόμαστε σ' αὐτοὺς ὡς τεχνίτες τοῦ στίχου. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι νὰ τὴν ἐκλάβουμε ὡς ἐργαλεῖο ποὺ σκοπεύουμε νὰ μεταχειριστοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γιὰ συγκεκριμένες ἐπιδιώξεις. Μία ἡμερήσια ἐφημερίδα μᾶς παραλλήλισε μὲ τὸ Mermaid Club, κάνει ὅμως λάθος. Εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, καὶ ἡ ποίηση πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ γιὰ μᾶς ὡς μέσο ἔκφρασης. Οἱ προτιμήσεις μου δὲν εἶναι καθολικές, ἀλλὰ σφόδρα προσωπικὲς καὶ προκατειλημμένες. Δὲν τρέφω σεβασμὸ γιὰ τὴν παράδοση.Ἔφτασα στὸ θέμα τῆς ποίησης μᾶλλον ἐκ τῶν ἔσω παρὰ ἐκ τῶν ἔξω. Ὑπῆρχαν συγκεκριμένες ἐντυπώσεις τὶς ὁποῖες ἤθελα νὰ συγκρατήσω.Στράφηκα στὴν ποίηση γιὰ νὰ βρῶ πρότυπα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ κάτι ποὺ νὰ φαντάζει κατάλληλο γιὰ τὴν ἔκφραση αὐτοῦ του εἴδους ἀκριβῶς τῶν ἐντυπώσεων, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ μερικοὺς σπασμωδικοὺς ρυθμοὺς τοῦ Χένλεϋ, ὡσότου ἀνακάλυψα τὸν γαλλικὸ vers libre ὁ ὁποῖος φάνηκε νὰ ἁρμόζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες μου.
Σὲ βαθμὸ μάλιστα ποὺ δὲν ἐνδιαφέρομαι διόλου γιὰ τὸ τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ κριτική, αὐτὴ θὰ ἔθετετὸ θέμα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Δὲν θέλω νὰ μὲ δολοφονήσουν διὰ ροπάλου καὶ μὲ τσιτάτα τοῦ Δάντη, τοῦ Μίλτωνα καὶ ὅλων αὐτῶν.
Ἡ ἀρχὴ στὴν ὁποία στηρίζομαι σ' αὐτὸ ἐδῶ το δοκίμιο εἶναι ὅτι ὑφίσταται στενὸς δεσμὸς μεταξύ τῆς μορφῆς τοῦ στίχου καὶ τῆς γενικότερης κατάστασης τῆς ποίησης σὲ κάθε ἐποχή. Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ κριτικοὶ μᾶς ἔχουν προτείνει κάθε λογῆς ἐξηγήσεις γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς ποίησης σὲ ὅποια ἐποχή. Μὰ ὁ ἀληθινὸς λόγος ἀναφέρεται σπάνια.Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπινόηση ἢ τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας στιχουργικῆς μορφῆς. Γιὰ τὸν καλλιτέχνη, ἡ εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας τεχνοτροπίας εἶναι, κατὰ πὼς λέει ὁ Μουρ, ὅπως γιὰ τὸ κορίτσι τὸ καινούργιο του φουστάνι• θέλει ἀμέσως νὰ τὸ προβάρει. Εἶναι γι’ αὐτὸν ἕνα καινούργιο παιχνίδι. Θὰ δεῖτε ὅτι ἡ ἔκρηξη τῆς ποιητικῆς δραστηριότητας κατὰ τὴν ἐλισαβετιανὴ ἐποχὴ ἀποδίδεται στὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς ἄσκησε στοὺς αὐλικοὺς ποιητὲς τῆς ἐποχῆς τόση ἐπίδραση ὅση θὰ ἀσκοῦσε ἡ ἐνδεχόμενη ἀνακάλυψη ἑνὸς νέου ἀστεροειδοῦς στὸν Σουίνμπερν. Ὁ πραγματικὸς λόγος, ὅπως τὸ βλέπω ἐγώ, ἦταν ὅτι τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ποιητικῆς σύνθεσης δόθηκε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ νέων θεμάτων καὶ μορφῶν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὴ Γαλλία.
Πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς οἱ ποιητικὲς μορφές, ὅπως τὰ ἤθη καὶ ὅπως τὰ ἄτομα, ἀναπτύσσονται καὶ πεθαίνουν. Ἐξελίσσονται ἀπὸ τὴν ἀρχική τους ἐλευθερία ὣς τὸν μαρασμὸ κι ἐντέλει ὣς τὴ στείρα δεξιοτεχνία. Ἐξαφανίζονται ἐμπρὸς στοὺς νέους, τοὺς προικισμένους μὲ σκέψη πιὸ περίπλοκη καὶ πιὸ δύσκολο νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὶς παλιὲς λέξεις. Ἔπειτα ἀπ’ τὴν τόση χρήση, ὁ πρωταρχικός τους ἀντίκτυπος χάνεται. Ὅλοι οἱ δυνατοὶ σκοποὶ ἔχουν πιὰ παιχτεῖ στὸ ὄργανό τους. Τί μπορεῖ πιὰ νὰ προσφέρει στοὺς νέους, πῶς νὰ τοὺς θέλξει; Θὰ ἦταν ἀλλιῶς ἐὰν ἡ ποίηση, ὅπως ἡ ὑποκριτικὴ καὶ ὁ χορός, ἦταν ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ δὲν γίνεται νὰ καταγραφοῦν, καὶ κάθε γενιὰ πρέπει νὰ τὶς ἐπαναλαμβάνει. Ὁ ἠθοποιὸς δὲν εἶναι ἀναγκασμένος νὰ ἀνταγωνίζεται τοὺς νεκροὺς ὅπως ὁ ποιητής. Προσωπικά, εἶμαι ἀσφαλῶς θιασώτης τῆς πλήρους ἐξάλειψης κάθε στίχου παλαιότερου τῶν εἴκοσι ἐτῶν.Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ εὐτυχὲς γεγονὸς φοβοῦμαι πὼς δὲν θὰ γίνει πράξη προτοῦ ἐπαληθευτεῖ ὁ πόθος τοῦ Πλάτωνα καὶ ἕνας ἐλάσσων ποιητὴς γίνει δικτάτορας. Ἐν τῷ μεταξύ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἐπειδὴ ἡ ποίηση εἶναι ἀθάνατη, διαφέρει ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται.Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μόνον οἱ τέχνες ποὺ ἡ ἐκτέλεσή τους ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὴν κάθε νέα γενιά, δὲν ἐπιδέχονται μετατροπὲς στὴν τεχνική τους. Τέχνες ὅπως ἡ ποίηση, τῶν ὁποίων ἡ διάρκεια εἶναι ἀθάνατη, ὀφείλουν κατ’ ἀνάγκην νὰ ἐφευρίσκουν νέες τεχνικές.Κάθε ἐποχὴ ὀφείλει νὰ ἔχει τὴ δική της ξεχωριστὴ μορφὴ ἔκφρασης, καὶ ὅποια περίοδος σκοπίμως τὴν ἀποφεύγει εἶναι ἐποχὴ ἀνειλικρινής.
Τὰ ὕστερα στάδια τῆς παρακμῆς μιᾶς τέχνης εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ ἀξίζει νὰ μελετηθοῦν καθὼς ταιριάζουν παραδόξως μὲ τὴν κατάσταση τῆς ποίησης στὶς μέρες μας. Προσομοιάζουν στὰ ὕστερα στάδια τῆς παρακμῆς μιᾶς θρησκείας ὅταν τὸ πνεῦμα της ἔχει πλέον ἐκλείψει καὶ ἐπικρατεῖ ἡ ἄσκοπη εὐλάβεια πρὸς τοὺς τύπους καὶ τὸ τελετουργικό. Τὸ πτῶμα κείτεται νεκρό, καὶ ὅλες οἱ μύγες τὸ ἐποφθαλμιοῦν. Ἡ μιμητικὴ ποίηση ξεφυτρώνει σὰν ζιζάνιο, κλαῖν καὶ θρηνοῦν οἱ κοπελιὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα, ρόδα, ὢ ρόδα, πέρα ὣς πέρα κ.ο.κ. Ἡ ποίηση γίνεται περισσότερο ἔκφραση συναισθηματισμοῦ παρὰ ρωμαλέας σκέψης.
Οἱ συγγραφεῖς ποὺ θὰ ἦταν ἱκανοὶ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ παλιὸ ὄργανο κατὰ τὶς παλιὲς ἐπιταγὲς ἀρνοῦνται νὰ τὸ κάνουν, καθὼς τὸ βρίσκουν ἀνεπαρκές. Γνωρίζουν τὴν ὁλωσδιόλου ἐμπειρικὴ φύση τῶν παλιῶν κανόνων καὶ δὲν ἀγκιστρώνονται σ’ αὐτοὺς .
Σὲ τέτοιες περιόδους ἀκριβῶς γεννιοῦνται οἱ νέες καλλιτεχνικὲς μορφές• μετὰ τὸ ἐλισαβετιανὸ ποιητικὸ δράμα ἀκολούθησε τὸ ἡρωϊκὸ δίστιχο, μετὰ τὴν παρακμὴ τοῦ διστίχου ἡ νέα λυρικὴ ποίηση, ποὺ ἄντεξε μέχρι σήμερα. Ἔχει ἐνδιαφέρον ν’ ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ ἕνα εἶδος φυσικῆς ἐξέλιξης, τῆς ὁποίας ὁ καλιτέχνης δὲν ἔχει ἐπίγνωση. Οἱ νέες μορφὲς υἱοθετοῦνται σκόπιμα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀπεχθάνονται τὶς παλιές. Ἡ σύγχρονη λυρικὴ ποίηση πρωτοεισήχθη ἀπὸ τὸν Οὐώρντσγουερθ χωρὶς τὸ πρόσχημα τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης• τὴν προανήγγειλε μὲ μελετημένες διατυπώσεις ὡς μία νέα μέθοδο.
Συγκεκριμένο παράδειγμα, τὸ πιὸ ταιριαστὸ μὲ ὅσα θέλω νὰ πῶ, ἀποτελεῖ τὸ κίνημα τῆς σχολῆς τῶν παρνασσιστῶν περὶ τὰ 1885: ξεκινώντας ὡς ἀντίδραση στὸν ρομαντισμό, παρήκμασε τάχιστα•ἡ βασική του ἀρχὴ περὶ ἀπόλυτης ἀρτιότητας ρίμας καὶ μορφῆς ἦταν ἐναρμονισμένη μὲ τὴ νατουραλιστικὴ σχολὴ τῆς ἐποχῆς. Ἦταν μιὰ μορφὴ λογικῆς ποίησης, ἐντελῶς διάφορη ἀπὸ τὸν συμβολισμό. Στοὺς κόλπους της συγκαταλέγονταν διαπρεπῆ ὀνόματα, ὁ Μεντές, ὁ Πρυντώμ κ.ἄ, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα γόνιμοι• δὲν παρήγαγαν τίποτα ἰδιαίτερα σημαντικό• αὐτοπεριορίστηκαν στὴ διαρκῆ ἐπανάληψη τοῦ ἴδιου σονέτου, οἱ μαθητές τους βρέθηκαν χαμένοι σὲ μιὰ κατάσταση στείρας ἀνημπόριας.
Θὰ ἤθελα νὰ σημειώσετε ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο εἶδος ἀτυχοῦς σύμπτωσης ποὺ προέκυψε τυχαία σ' ἕναν ἀριθμὸ ποιητῶν. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνάσχεσης στὸν παρνασσισμὸ σηματοδότησε τὸν θάνατο μιᾶς ὁρισμένης μορφῆς ποίησης καὶ συνέπεσε μὲ τὴ θαυμαστὴ ἀνθοφορία μιᾶς νέας. Μὲτὴν ὁριστικὴ ἔλευση αὐτῆς τῆς νέας μορφῆς, τὸ 1880, ἔχουμε καὶ τὴν παρουσίαση μιᾶς καινούργιας ὁμάδας ποιητῶν, ἐνδεχομένως ἀπαράμιλλης στὴν ἱστορία τῆς γαλλικῆς ποίησης.
Ἡ νέα τεχνικὴ ὁρίστηκε μὲ τρόπο σαφῆ πρῶτα ἀπὸ τὸν Καν. Συνίστατο στὴν ἀπόρριψη τοῦ σταθεροῦ ἀριθμοῦ τῶν συλλαβῶν ὡς βάσης τῆς στιχουργίας. Τὸ μῆκος τοῦ στίχου εἶναι μακρὺ καὶ βραχύ, αὐξομειούμενο μὲ βάση τὶς εἰκόνες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ποιητής• ἀκολουθεῖ τὶς τροπὲς τῆς σκέψης του καὶ εἶναι ἐλεύθερο, ὄχι δέσμιο ἑνὸς σταθεροῦ προτύπου• γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία πρόχειρη ἀναλογία, εἶναι ἕνα ροῦχο κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τοῦ πελάτη, ὄχι ἕτοιμο ἀπὸ τὰ πρίν. Αὐτὴ εἶναι μία πολὺ ἁδρὴ περιγραφὴ τοῦ πράγματος, ἀλλὰ τὸ θέμα μου δὲν εἶναι ἐδῶ τόσο πολὺ ἡ γαλλικὴ ποίηση, ὅσο ἡ ἀγγλική. Τὸ εἶδος ποίησης τὸ ὁποῖο ὑπερασπίζομαι, δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν vers libre, ἁπλῶς φέρνω τοὺς Γάλλους ὡς παράδειγμα τοῦ ἐντυπωσιακοῦ ἀντίκτυπου ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ χειραφέτηση τοῦ στίχου στὴν ποιητικὴ πράξη.
Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῆς ρευστότητας τοῦ κόσμου καὶ τῆς παροδικότητάς του•ὑπῆρχε λ.χ. ἡ ἑλληνικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου ὡς ροῆς. Ἀλλὰ ἐνῶ τὸ παραδέχονταν, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ φοβούντουσαν καὶ πάσχιζαν νὰ τοῦ ξεφύγουν φτιάχνοντας μνημεῖα διαρκῆ ἱκανὰ ν' ἀντισταθοῦν μὲ ἀξιώσεις σ’ αὐτὴ τὴ συμπαντικὴ ροὴ ποὺ τοὺς τρόμαζε. Εἶχαν τὸ μικρόβιο, τὸ πάθος τῆς ἀθανασίας. Ἤθελαν νὰ οἰκοδομήσουν ἔργα ποὺ θὰ μαρτυροῦσαν ὑπερήφανα ὅτι ἦταν ἀθάνατοι. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε σὲ χίλιες δυὸ περιπτώσεις. Ὑλικά, στὶς πυραμίδες• πνευματικά, στὰ θρησκευτικὰ δόγματα καὶ τὶς ἰδέες περὶ ὑποστάσεως τοῦ Πλάτωνα. Ζώντας σ' ἕναν κόσμο δυναμικό, ποθοῦσαν τὴ στατικὴ μονιμότητα, ὅπου οἱ ψυχές τους θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναπαυθοῦν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ νομίζω πολλὲς ἀπὸ τὶς παλιὲς ἰδέες σχετικὰ μὲ τὴν ποίηση. Οἱ τελευταῖες ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκιβωτίσουν σὲ λίγους στίχους μιὰ τέλεια σκέψη. Ἀπὸ τοὺς χίλιους καὶ ἕναν τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μία σκέψη ἦταν δυνατὸν νὰ φτάσει σὲ ἕναν ἀκροατή, ὑπῆρχε ἕνας ποὺ ἦταν ὁ τέλειος, ὁ προορισμένος νὰ ἐκφράσει αὐτὴ τὴ σκέψη εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, ἐξοῦ καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴ φόρμα τοῦ ποιήματος καὶ οἱ ἐξεζητημένοι κανόνες τῆς αὐστηρῆς προσωδίας. Ἐπιδίωξη ἦταν ἡ δημιουργία ἑνὸς ἀθάνατου ἔργου, καὶ ὁ ἀτελεύτητος μόχθος ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ προσαρμογὴ μιᾶς σκέψης σὲ μία πάγια καὶ τεχνητὴ μορφὴ γίνεται ἔτσι εὔλογος καὶ ἀναγκαῖος. Ἀκόμα καὶ ἡ ἑλληνικὴ λέξη ποίημα φαίνεται νὰ ὑπονοεῖ ἕνα ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς δημιούργημα, οἱ Ἕλληνες πίστευαν στὸ ἀπόλυτο καθῆκον ὅπως πίστευαν στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια.Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγραφαν σὲ στίχο γιὰ πράγματα ποὺ ἐμεῖς σήμερα δὲν θὰ γράφαμε, ὅπως ἡ ἱστορία καὶ ἡ φιλοσοφία. Ὅπως τὸ θέτει ὁ Γάλλος φιλόσοφος Γκιγιώ, τὰ μεγάλα ποιήματα τῶν ἀρχαίων καιρῶν μοιάζουν πυραμίδες χτισμένες μὲ σκοπὸ τὴν αἰωνιότητα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀρέσκονταν νὰ χαράσσουν πάνω σ’ αὐτὲς τὴν ἱστορία τους σὲ σύμβολα.Πίστευαν πὼς μποροῦσαν νὰ πετύχουν μία τέτοια συναρμογὴ ἰδέας καὶ λέξης, ποὺ τίποτα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀφανίσει.
Σήμερα, ὅλες οἱ τάσεις τῆς μοντέρνας ποίησης ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ ἰδεῶδες αὐτό• οἱ φιλόσοφοι δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια. Δὲν πιστεύουμε πιὰ στὴν τελειότητα εἴτε τοῦ στίχου εἴτε τῆς σκέψης, ἀναγνωρίζουμε εὐθαρσῶς τὴ σχετικότητα τῶν πραγμάτων. Δὲν πασχίζουμε πλέον νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ἀπόλυτα τέλειο στὴν ποίηση.Ἀντὶ γι' αὐτὲς τὶς μικροτελειότητες στὴ φρασεολογία καὶ τὸ λεξιλόγιο, ἡ τάση εἶναι μᾶλλον πρὸς τὴν παραγωγὴ μιᾶς γενικῆς ἐντύπωσης• αὐτὸ φυσικὰ αἴρει τὴν ἐπικυριαρχία τοῦ μέτρου καὶ τοῦ πάγιου ἀριθμοῦ τῶν συλλαβῶν ὡς στοιχείου τελειότητας στὸν λόγο. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει πιὰ ἂν οἱ στροφὲς εἶναι διαπλασμένες καὶ στιλπνὲς σὰν κτερίσματα, ἀλλὰ περισσότερο νὰ μεταδώσουμεμιὰ κάποια ἀκαθόριστη διάθεση. Σὲ ὅλες τὶς τέχνες, ἀναζητοῦμε τὴ μέγιστη δυνατὴ ἀτομικὴ καὶ προσωπικὴ ἔκφραση, ὄχι τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀπόλυτου κάλλους.
Ὅτι θὰ μᾶς ἀσκηθεῖ κριτικὴ εἶναι βέβαιο, τι εἶναι τέλος πάντων αὐτὸ τὸ καινούργιο πνεῦμα, θὰ μᾶς ρωτήσουν, ποῦ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μέσα ἀπὸ τὰ παλιὰ μέτρα; Εἶναι ἄραγε τόσο διαφορετικὰ αὐτὰ ποὺ ἕνας σημερινὸς ποιητὴς θέλει νὰ ἐκφράσει, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι ποιητές; Πιστεύω πὼς ναί. Ἡ “παλιὰ” ποίηση καταπιανόταν κατὰ βάση μὲ τὰ μεγάλα θέματα,ἡ ἐπικὴ ἀφήγηση ὁδηγεῖ ὡς ἐκ τοῦ φυσικοῦ στὴ σαφῆ, ἀνατομικὴ διάρθρωση καὶ στὴν κανονικὴ προσωδία. Ἡ δράση μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα μὲ τὶς πάγιες μορφὲς τοῦ ἔμμετρου λόγου, π.χ.μὲ τὴν μπαλάντα.
Ἀλλὰ ἡ μοντέρνα ποίηση εἶναι κάτι διαμετρικὰ ἀντίθετο, δὲν ἀσχολεῖται πιὰ μὲ τὴν ἡρωικὴ πράξη,ἔχει γίνει ὁριστικὰ καὶ ἀπὸ σκοποῦ ἐσωστρεφὴς καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἐξωτερίκευση τῶν ἐφήμερων φάσεων τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ποιητῆ. Ἐπ’ αὐτοῦ γράφτηκε εὔστοχα ἀπὸ τὸν κύριο Γκ. Κ. Τσέστερτον ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἡ παλιὰ ποίηση ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν πολιορκία τῆς Τροίας, ἡ καινούργια ἐπιχειρεῖ νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματα ἑνὸς ἀγοριοῦ ποὺ ψαρεύει. Ἡ ἄποψη ποὺ ἀκούγεται συχνά, ὅτι ἴσως κάποια στιγμὴ ἐμφανιστεῖ ἕνας νέος ποιητὴς ἱκανὸς νὰ συνθέσει ὅλο το μοντέρνο κίνημα σ’ ἕνα μεγαλοπρεπὲς ἔπος, μαρτυρεῖ ὁλοκληρωτικὴ παρανόηση τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς μοντέρνας ποίησης. Ἀνάλογη στροφὴ παρατηρεῖται καὶ στὴ ζωγραφική, ἐκεῖ ὅπου ἡ παλιὰ τέχνη προσπαθοῦσε νὰ διηγηθεῖ μιὰ ἱστορία, ἡ μοντέρνα ἐπιχειρεῖ ν’ ἀναδείξει μιὰ ἐντύπωση. Ἐξακολουθοῦμεν' ἀντιλαμβανόμαστε τὸ μυστήριο τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μ’ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο ὄχι πιὰ ἄμεσα μὲ τὴ μορφὴ τῆς δράσης, ἀλλὰ ὡς ἐντύπωση, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ πίνακες τοῦ Οὐίστλερ. Δὲν μποροῦμε νὰ δραπετεύσουμε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας.Ὅ,τι βρῆκε ἔκφραση στὴ ζωγραφικὴ μὲ τὸν ἰμπρεσσιονισμὸ σύντομα θὰ βρεῖ ἔκφραση στὴν ποίηση μὲ τὸν ἐλεύθερο στίχο. Ἡ εἰκόνα ἑνὸς δρόμου τοῦ Λονδίνου τὰ μεσάνυχτα, μὲ τὶς μακριὲς σειρὲς τῶν φώτων, ἔχει παρακινήσει πολλοὺς νὰ τὴν ἀποτυπώσουν σὲ στίχους, κι ὡστόσο ὁ πόλεμος δὲν παρήγαγε κάτι ἄξιο λόγου, ἀφοῦ ὁ κ. Οὐῶτσον εἶναι περισσότερο πολιτικὸς ρήτορας παρὰ ποιητής.Προσωπικά, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔνιωσα τὸ ἀναγκαῖο, τὸ ἀναπόφευκτο μάλιστα τῆς ποίησης, ἦταν ὅταν ἔνιωσα τὴν ἐπιθυμία ν’ ἀποτυπώσω τὴν παράξενη ποιότητα τῆς αἴσθησης ποὺ γεννοῦν οἱ πεδιάδες καὶ οἱ πλατιοὶ ὁρίζοντες τῶν παρθένων λειμώνων τοῦ δυτικοῦ Καναδᾶ.
Βλέπετε ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι οὐσιωδῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ λυρικὴ παρόρμηση ποὺ ἔφτασε στὴν τελείωσή της, νομίζω ἅπαξ καὶ διὰ παντός, μὲ τὸν Τέννυσον, τὸν Σέλλεϋ καὶ τὸν Κήτς. Τὸ νὰ βάλεις αὐτὴ τὴ μοντέρνα σύλληψη τοῦ ποιητικοῦ πνεύματος, αὐτὸν τὸν διστακτικὸ καὶ μισοντροπαλὸ τρόπο του νὰ βλέπεις τὰ πράγματα, σὲ κανονικὸ μέτρο εἶναι σὰν ν’ ἁρματώνεις μὲ πανοπλία ἕνα παιδί.
Ἂς ποῦμε ὅτι ὁ ποιητὴς συγκινεῖται ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο τοπίο, ἐπιλέγει ἀπὸ αὐτὸ συγκεκριμένες εἰκόνες οἱ ὁποῖες, παρατιθέμενες σὲ μεμονωμένους στίχους, βοηθοῦν στὸ νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ζωντανέψουν τὰ ὅσα αἰσθάνεται. Σ’ αὐτὴ τὴ σώρευση καὶ τὴν παράθεση διακριτῶν εἰκόνων σὲ διαφορετικοὺς στίχους, μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ μιὰ εὐφάνταστη ἀναλογία μὲ τὴ μουσική. Ἡ μεγάλη ἐπανάσταση στὴ μουσικὴ συνέβη ὅταν ἡ μελωδία, ποὺ εἶναι μονοδιάστατη μουσική, ὑποκαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἁρμονία ποὺ κινεῖται σὲ δύο διαστάσεις. Δύο ὀπτικὲς εἰκόνες σχηματίζουν ὅ,τι μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσουμε ὀπτικὴ συγχορδία. Ἑνώνονται γιὰ νὰ ὑποδηλώσουν μιὰ εἰκόνα ποὺ διαφέρει καὶ ἀπὸ τὶς δύο.
Ξεκινώντας λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀκραίου μοντερνισμοῦ, ποιὸ εἶναι τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ στίχου σήμερα;
Ὣς ἕνα σημεῖο παραδέχομαι ὅτι ἡ ποίηση ποὺ προορίζεται γιὰ ἀπαγγελία πρέπει νὰ εἶναι γραμμένη σὲ κανονικὸ μέτρο, ἰσχυρίζομαι ὡστόσο ὅτι αὐτὴ ἡ μέθοδος καταγραφῆς ἐντυπώσεων ἀπὸ ὀπτικὲς εἰκόνες σὲ διακριτοὺς στίχους δὲν προϋποθέτει τὴ χρήση τοῦ παλιοῦ μετρικοῦ συστήματος.
Ἡ παλαιότερη τέχνη ἦταν στὸ ξεκίνημά της θρησκευτικὸς ψαλμός: δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ἐκφράζει χρησμοὺς καὶ διδαχὲς κατὰ τρόπο ἐντυπωτικὸ, καὶ ρίμα καὶ μέτρο εἶχαν τὸν ρόλο τοῦ ἀρωγοῦ τῆς μνήμης. Ὅμως γιατί, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν καινούργια ποίηση, πρέπει νὰ διατηρήσουμε ἕναν μηχανισμὸ ποὺ ἁρμόζει μόνο στὴν παλιά;
Ἡ ἐπίδραση τοῦ ρυθμοῦ, ὅπως καὶ τῆς μουσικῆς, εἶναι νὰ παράγει ἕνα εἶδος ὑπνωτικῆς κατάστασης, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται εὐχερὴς καὶ δραστικὴ ἡ ὑποβολὴ τοῦ αἰσθήματος τῆς θλίψης ἢ τῆς ἔκστασης, ὅπως ὅταν εἴμαστε μεθυσμένοι ὅλα τα ἀνέκδοτα μᾶς φαίνονται ἀστεῖα. Αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ, ὅμως ἡ νέα ὀπτικὴ τέχνη ἀκολουθεῖ τὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη διαδρομή. Ἐξαρτᾶται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμά της ὄχι ἀπὸ ἕνα εἶδος ἡμινάρκωσης, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αἰχμαλώτιση τῆς προσοχῆς, σὲ τέτοιο βαθμὸ μάλιστα ποὺ ἡ διαδοχὴ τῶν ὀπτικῶν εἰκόνων ἐξαντλεῖ τὸν ἀναγνώστη.
Γι’ αὐτὴ τὴν ἰμπρεσσιονιστικὴ ποίηση, ἡ κανονικὴ προσωδία εἶναι ἐμπόδιο, ἄσκοπη φλυαρία,ἀνούσια καὶ ἐκτὸς τόπου. Στὰ λεπτοκαμωμένα μοτίβα τῶν εἰκόνων καὶ τῶν χρωμάτων, εἰσάγει τὸ στιβαρό, χοντροκομμένο ὕφος τῆς ρητορικῆς ποίησης. Καταστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα ὅπως ρομβία ποὺ εἰσβάλλει στὴ λεπτοϋφασμένη ἁρμονία τῆς μοντέρνας συμφωνίας. Εἶναι λεπτεπίλεπτη καὶ δύσκολη τέχνη νὰ ζωντανεύεις μιὰ εἰκόνα, νὰ προσαρμόζεις τὸν ρυθμὸ στὴν ἰδέα, καὶ εὔκολα μπαίνει κανεὶς στὸν πειρασμὸ νὰ ἐπιστρέψει στὴν παρήγορη καὶ βολικὴ ἀγκάλη τοῦ παλαιοῦ κανονικοῦ μέτρου, ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ ὅλο αὐτὸν τὸν κόπο.
Κριτικὴ θ’ ἀσκηθεῖ ἀσφαλῶς στὸ ὅτι καταργώντας τὸν κανονικὸ συλλαβικὸ στίχο ἀπὸ μονάδα τῆς ποίησης, στρέφεσαι στὴν πρόζα. Φυσικὰ αὐτὸ ἰσχύει ἀπολύτως γιὰ πολὺ μεγάλο μέρος τῆς μοντέρνας ποίησης. Στὴν πραγματικότητα, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα προτερήματα τῆς κατάργησης τοῦ κανονικοῦ μέτρου εἶναι ὅτι ξεσκεπάζει μεμιᾶς ὅλη αὐτὴ τὴν δῆθεν ποίηση.
Ἡ ποίηση ὡς ἀφαίρεση εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικό, ζεῖ τὴ δική του ζωή, σὲ κάμποση ἀπόσταση ἀπὸ τὶς συμβάσεις τοῦ μέτρου.
Γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὸ ζήτημα ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουμε ποίηση γραμμένη ἔξω ἀπὸ τὸ κανονικὸ μέτρο, προτείνω νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ μιὰ μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τους. Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι παρέχω ἐδῶ ἕναν ἀλάνθαστο τρόπο ἐλέγχου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ οἱοσδήποτε θὰ μποροῦσε ν’ ἀποφανθεῖ ἀμέσως ὅτι «αὐτὴ εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ποίηση»• ὅμως, ἐπαρκεῖ γιὰ τοὺς σκοποὺς αὐτῆς τῆς εἰσήγησης. Εἶναι ὁ ἑξῆς: μιλώντας χονδρικά,ὑπάρχουν δύο μέθοδοι ἐπικοινωνίας, ἡ ἄμεση καὶ ἡ συμβατικὴ γλώσσα. Ἡ ἄμεση γλώσσα εἶναι ἡ ποίηση, εἶναι ἄμεση ἐπειδὴ καταγίνεται μὲ εἰκόνες. Ἡ ἔμμεση γλώσσα εἶναι ἡ πρόζα, ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ποὺ ἔχουν ἀπονεκρωθεῖ καὶ ἔχουν γίνει σχήματα λόγου.
Ἡ διαφορὰ αὐτῶν τῶν δύο εἶναι, χονδρικά, ἡ ἑξῆς: ἐνῶ ἡ μιὰ καταλαμβάνει τὸν νοῦ σου ὅλη τὴν ὥρα μὲ μιὰ εἰκόνα, ἡ ἄλλη τοῦ ἐπιτρέπει νὰ φτάσει μὲ τὴν ἐλάχιστη δυνατὴ προσπάθεια σ’ ἕνα συμπέρασμα.
Ἡ πρόζα, λόγω τῶν δεξιοτήτων τοῦ νοῦ, εἶναι κάτι ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἀνακλαστικά τοῦ σώματος. Ἐὰν κάθε φορὰ ποὺ δένω τὰ κορδόνια στὶς μπότες μου ἔπρεπε νὰ ἐνεργοποιῶ μιὰ πολύπλοκη πνευματικὴ διεργασία, θὰ σπαταλοῦσα πνευματικὴ ἐνέργεια. Ἀντ’ αὐτοῦ, ὁ μηχανισμὸς τοῦ σώματος εἶναι ἔτσι ρυθμισμένος ποὺ ὁ καθένας τὸ κάνει περίπου αὐτόματα. Ἐξοικονομεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐνέργεια. Ἡ ἴδια διαδικασία συντελεῖται μὲ τὶς εἰκόνες ποὺ συναντᾶμε στὴν πρόζα.Γιὰ παράδειγμα, ὅταν λέω ὅτι ὁ λόφος εἶναι δασοσκέπαστος, αὐτὴ ἡ ἔκφρασή μου κοινοποιεῖ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λόφος εἶναι καλυμμένος ἀπὸ δέντρα. Ὅμως ἡ πρώτη φορὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκε αὐτὴ ἡ λέξη ἦταν ἀπὸ ἕναν ποιητή, καὶ γιὰ ἐκεῖνον ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ ἀνακαλοῦσε μιὰ συγκεκριμένη ὀπτικὴ ἀναλογία μ' ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι σκεπασμένος μὲ τὰ ροῦχα ποὺ φοράει. Τώρα πλέον ἡ εἰκόνα ἔχει πεθάνει. Κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι οἱ εἰκόνες γεννιοῦνται στὴν ποίηση. Χρησιμοποιοῦνται στὴν πρόζα, καὶ τελικὰ βιώνουν ἕνα μακρὺ καὶ ἀργὸ θάνατο στ' ἀγγλικὰ τῶν δημοσιογράφων. Σήμερα, ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶναι πολὺ γρήγορη, ἔτσι ποὺ ὁ ποιητὴς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ δημιουργεῖ συνεχῶς νέες εἰκόνες καὶ ἡ εἰλικρίνειά του μετριέται ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν εἰκόνων του.
Μερικὲς φορές, διαβάζοντας ἕνα ποίημα, ἔχει κανεὶς ἐπίγνωση τῶν κενῶν, τῶν σημείων ὅπου ἡ ἔμπνευση ἐγκατέλειψε τὸν ποιητὴ καὶ τοῦ ἄφησε μόνο το μέτρο τῆς ρητορικῆς. Αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι τὸ ἑξῆς: ἡ εἰκόνα τὸν ἐγκατέλειψε, κι ἔτσι αὐτὸς ἐπέστρεψε σὲ μιὰ νεκρὴ εἰκόνα, ποὺ εἶναι πρόζα, διατηρώντας ὅμως στὸ κείμενό του ἕνα ποιητικοφανὲς ἀποτέλεσμα μέσω τῆς χρήσης τοῦ μέτρου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔνστασή μου γιὰ τὸ μέτρο, ὅτι δηλαδὴ δίνει τὴ δυνατότητα σὲ πολλοὺς νὰ γράφουν ποίηση χωρὶς καθόλου ποιητικὴ ἔμπνευση, χωρὶς νὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ καινούργιες εἰκόνες.
Ὡς παράδειγμα γι’ αὐτό, θὰ πάρω τὸ ποίημα ποὺ ἔχει σήμερα τὴ μεγαλύτερη κυκλοφορία.Μολονότι ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ τέσσερις στίχους εἶναι ἕξι πόδες μακρύ. Εἶναι ἀναρτημένο ἔξω ἀπ’τὸ περίπτερο τοῦ Μιούζικ Χώλ. Ἐνστικτωδῶς ἀνατριχιάζουμε ἐμπρὸς σ’ αὐτὰ τὰ κλισὲ ἢ τὸν τυποποιημένο λόγο. Ἡ βαθύτερη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑξῆς: δὲν εἶναι ὅτι εἶναι παλαιά, ἀλλὰ ὅτι ὄντας παλαιὰ ἔχουν ἀπονεκρωθεῖ κι ἔτσι δὲν ζωντανεύουν κάποια εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ ἔγραψε, μὴ ὄντας ποιητής, δὲν εἶδε τίποτα προφανῶς ἀπὸ μόνος του,ἀλλὰ μιμήθηκε τὶς εἰκόνες ἄλλων ποιητῶν.
Αὐτὴ ἡ νέα ποίηση μοιάζει περισσότερο μὲ τὴ γλυπτικὴ παρὰ μὲ τὴ μουσική• ἑλκύει τὸ μάτι παρὰ τὸ αὐτί. Ἔχει νὰ πλάσει εἰκόνες, ἕνα εἶδος πνευματικοῦ πηλοῦ, σὲ συγκεκριμένα σχήματα. Αὐτὸ τὸ ὑλικό, ἡ ὕλη τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι εἰκόνα καὶ ὄχι ἦχος. Χτίζει μιὰ εὔπλαστη εἰκόνα τὴν ὁποία παραδίδει στὸν ἀναγνώστη, ἐνῶ ἡ παλαιὰ τέχνη ἐπιχειροῦσε νὰ τὸν ἐπηρεάσει σωματικὰ μέσω τῆς ὑπνωτικῆς ἐπίδρασης τοῦ ρυθμοῦ.
Κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ συνοψίσει τὸ πράγμα ὡς ἑξῆς: τὸ τσόφλι εἶναι κάλυμμα ἄκρως κατάλληλο γιὰ τὸ αὐγὸ σὲ μιὰ ὁρισμένη περίοδο, ἀλλὰ πολὺ ἀκατάλληλο μετὰ ἀπ' αὐτήν. Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀναπαριστᾶ ἀρκετὰ καλὰ τὴν κατάσταση τῆς ποίησης σήμερα. Ἐνῶ τὸ τσόφλι παραμένει τὸ ἴδιο, ὁ ἐσωτερικὸς χαρακτήρας ἔχει ἀλλάξει ἐντελῶς. Δὲν εἶναι κλούβιος ὅπως θά ’λεγε κάποιος ἀπαισιόδοξος, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει νέα ζωή, ἔχει μεταλλαχθεῖ περνώντας ἀπὸ τὴν ἀρχαία τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ στὸν μοντέρνο ἰμπρεσσιονισμό, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ μηχανισμὸς τοῦ ἔμμετρου λόγου ἔχει παραμείνει ὁ ἴδιος. Κι αὐτὸ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίζεται ἐπ’ ἀόριστον. Καταλήγοντας, κυρίες καὶ κύριοι, ἔχω νὰ σᾶς πῶ ἕνα μόνο:τὸ τσόφλι πρέπει νὰ σπάσει."
Πάντα εἶμαι ἐπιφυλακτικὸς ἀπέναντι στὴ λέξη ψυχὴ ὅταν ἀνακύπτει σὲ μιὰ συζήτηση. Μοῦ θυμίζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἐπιστήμονες τοῦ Μεσαίωνα μιλοῦσαν γιὰ τὸ Θεό. Ὅταν ἀγνοοῦσαν τελείως τὸ αἴτιο γιὰ κάτι, λέγανε πὼς ἦταν θέλημα Θεοῦ. Ἂν ἀναφέρω τὴ λέξη ψυχὴ ἢ μιλήσω γιὰ ἀνώτερες πραγματικότητες ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου μου, θὰ γνωρίζετε πὼς σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο δὲν εἶχα κάποιο πραγματικὸ ἐπιχείρημα καὶ προσπάθησα νὰ σᾶς παραπλανήσω. Ὑπάρχει ἕνας τεράστιος ὄγκος σολομωνικῆς στὶς περισσότερες συζητήσεις γιὰ τὴν ποίηση. Οἱ κριτικοὶ στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐξηγήσουν τὴν τεχνική, προβαίνουν σὲ μυστηριώδη ἅλματα καὶ ψελλίσματα περὶ ἀπείρου καὶ ἀνθρώπινης καρδιᾶς, σάμπως νὰ πούλαγαν ρετσέτες γιὰ φάρμακα στὴν ἀγορά.
Ὑπάρχουν δύο τρόποι νὰ στοχαστοῦμε τὴν ποίηση. Ὁ πρῶτος, ὡς δυσκολία ποὺ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ, ὁ δεύτερος, ὡς ἐργαλεῖο πρὸς χρήση. Στὴν πρώτη περίπτωση, ἀντιμετωπίζουμε τοὺς ποιητὲς ὅπως τοὺς πιανίστες, καὶ ἀναφερόμαστε σ' αὐτοὺς ὡς τεχνίτες τοῦ στίχου. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι νὰ τὴν ἐκλάβουμε ὡς ἐργαλεῖο ποὺ σκοπεύουμε νὰ μεταχειριστοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γιὰ συγκεκριμένες ἐπιδιώξεις. Μία ἡμερήσια ἐφημερίδα μᾶς παραλλήλισε μὲ τὸ Mermaid Club, κάνει ὅμως λάθος. Εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, καὶ ἡ ποίηση πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ γιὰ μᾶς ὡς μέσο ἔκφρασης. Οἱ προτιμήσεις μου δὲν εἶναι καθολικές, ἀλλὰ σφόδρα προσωπικὲς καὶ προκατειλημμένες. Δὲν τρέφω σεβασμὸ γιὰ τὴν παράδοση.Ἔφτασα στὸ θέμα τῆς ποίησης μᾶλλον ἐκ τῶν ἔσω παρὰ ἐκ τῶν ἔξω. Ὑπῆρχαν συγκεκριμένες ἐντυπώσεις τὶς ὁποῖες ἤθελα νὰ συγκρατήσω.Στράφηκα στὴν ποίηση γιὰ νὰ βρῶ πρότυπα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ κάτι ποὺ νὰ φαντάζει κατάλληλο γιὰ τὴν ἔκφραση αὐτοῦ του εἴδους ἀκριβῶς τῶν ἐντυπώσεων, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ μερικοὺς σπασμωδικοὺς ρυθμοὺς τοῦ Χένλεϋ, ὡσότου ἀνακάλυψα τὸν γαλλικὸ vers libre ὁ ὁποῖος φάνηκε νὰ ἁρμόζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες μου.
Σὲ βαθμὸ μάλιστα ποὺ δὲν ἐνδιαφέρομαι διόλου γιὰ τὸ τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ κριτική, αὐτὴ θὰ ἔθετετὸ θέμα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Δὲν θέλω νὰ μὲ δολοφονήσουν διὰ ροπάλου καὶ μὲ τσιτάτα τοῦ Δάντη, τοῦ Μίλτωνα καὶ ὅλων αὐτῶν.
Ἡ ἀρχὴ στὴν ὁποία στηρίζομαι σ' αὐτὸ ἐδῶ το δοκίμιο εἶναι ὅτι ὑφίσταται στενὸς δεσμὸς μεταξύ τῆς μορφῆς τοῦ στίχου καὶ τῆς γενικότερης κατάστασης τῆς ποίησης σὲ κάθε ἐποχή. Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ κριτικοὶ μᾶς ἔχουν προτείνει κάθε λογῆς ἐξηγήσεις γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς ποίησης σὲ ὅποια ἐποχή. Μὰ ὁ ἀληθινὸς λόγος ἀναφέρεται σπάνια.Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπινόηση ἢ τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας στιχουργικῆς μορφῆς. Γιὰ τὸν καλλιτέχνη, ἡ εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας τεχνοτροπίας εἶναι, κατὰ πὼς λέει ὁ Μουρ, ὅπως γιὰ τὸ κορίτσι τὸ καινούργιο του φουστάνι• θέλει ἀμέσως νὰ τὸ προβάρει. Εἶναι γι’ αὐτὸν ἕνα καινούργιο παιχνίδι. Θὰ δεῖτε ὅτι ἡ ἔκρηξη τῆς ποιητικῆς δραστηριότητας κατὰ τὴν ἐλισαβετιανὴ ἐποχὴ ἀποδίδεται στὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς Ἀμερικῆς ἄσκησε στοὺς αὐλικοὺς ποιητὲς τῆς ἐποχῆς τόση ἐπίδραση ὅση θὰ ἀσκοῦσε ἡ ἐνδεχόμενη ἀνακάλυψη ἑνὸς νέου ἀστεροειδοῦς στὸν Σουίνμπερν. Ὁ πραγματικὸς λόγος, ὅπως τὸ βλέπω ἐγώ, ἦταν ὅτι τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ποιητικῆς σύνθεσης δόθηκε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ νέων θεμάτων καὶ μορφῶν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὴ Γαλλία.
Πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς οἱ ποιητικὲς μορφές, ὅπως τὰ ἤθη καὶ ὅπως τὰ ἄτομα, ἀναπτύσσονται καὶ πεθαίνουν. Ἐξελίσσονται ἀπὸ τὴν ἀρχική τους ἐλευθερία ὣς τὸν μαρασμὸ κι ἐντέλει ὣς τὴ στείρα δεξιοτεχνία. Ἐξαφανίζονται ἐμπρὸς στοὺς νέους, τοὺς προικισμένους μὲ σκέψη πιὸ περίπλοκη καὶ πιὸ δύσκολο νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὶς παλιὲς λέξεις. Ἔπειτα ἀπ’ τὴν τόση χρήση, ὁ πρωταρχικός τους ἀντίκτυπος χάνεται. Ὅλοι οἱ δυνατοὶ σκοποὶ ἔχουν πιὰ παιχτεῖ στὸ ὄργανό τους. Τί μπορεῖ πιὰ νὰ προσφέρει στοὺς νέους, πῶς νὰ τοὺς θέλξει; Θὰ ἦταν ἀλλιῶς ἐὰν ἡ ποίηση, ὅπως ἡ ὑποκριτικὴ καὶ ὁ χορός, ἦταν ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ δὲν γίνεται νὰ καταγραφοῦν, καὶ κάθε γενιὰ πρέπει νὰ τὶς ἐπαναλαμβάνει. Ὁ ἠθοποιὸς δὲν εἶναι ἀναγκασμένος νὰ ἀνταγωνίζεται τοὺς νεκροὺς ὅπως ὁ ποιητής. Προσωπικά, εἶμαι ἀσφαλῶς θιασώτης τῆς πλήρους ἐξάλειψης κάθε στίχου παλαιότερου τῶν εἴκοσι ἐτῶν.Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ εὐτυχὲς γεγονὸς φοβοῦμαι πὼς δὲν θὰ γίνει πράξη προτοῦ ἐπαληθευτεῖ ὁ πόθος τοῦ Πλάτωνα καὶ ἕνας ἐλάσσων ποιητὴς γίνει δικτάτορας. Ἐν τῷ μεταξύ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἐπειδὴ ἡ ποίηση εἶναι ἀθάνατη, διαφέρει ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ ἐπαναλαμβάνονται.Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μόνον οἱ τέχνες ποὺ ἡ ἐκτέλεσή τους ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὴν κάθε νέα γενιά, δὲν ἐπιδέχονται μετατροπὲς στὴν τεχνική τους. Τέχνες ὅπως ἡ ποίηση, τῶν ὁποίων ἡ διάρκεια εἶναι ἀθάνατη, ὀφείλουν κατ’ ἀνάγκην νὰ ἐφευρίσκουν νέες τεχνικές.Κάθε ἐποχὴ ὀφείλει νὰ ἔχει τὴ δική της ξεχωριστὴ μορφὴ ἔκφρασης, καὶ ὅποια περίοδος σκοπίμως τὴν ἀποφεύγει εἶναι ἐποχὴ ἀνειλικρινής.
Τὰ ὕστερα στάδια τῆς παρακμῆς μιᾶς τέχνης εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ ἀξίζει νὰ μελετηθοῦν καθὼς ταιριάζουν παραδόξως μὲ τὴν κατάσταση τῆς ποίησης στὶς μέρες μας. Προσομοιάζουν στὰ ὕστερα στάδια τῆς παρακμῆς μιᾶς θρησκείας ὅταν τὸ πνεῦμα της ἔχει πλέον ἐκλείψει καὶ ἐπικρατεῖ ἡ ἄσκοπη εὐλάβεια πρὸς τοὺς τύπους καὶ τὸ τελετουργικό. Τὸ πτῶμα κείτεται νεκρό, καὶ ὅλες οἱ μύγες τὸ ἐποφθαλμιοῦν. Ἡ μιμητικὴ ποίηση ξεφυτρώνει σὰν ζιζάνιο, κλαῖν καὶ θρηνοῦν οἱ κοπελιὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα, ρόδα, ὢ ρόδα, πέρα ὣς πέρα κ.ο.κ. Ἡ ποίηση γίνεται περισσότερο ἔκφραση συναισθηματισμοῦ παρὰ ρωμαλέας σκέψης.
Οἱ συγγραφεῖς ποὺ θὰ ἦταν ἱκανοὶ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ παλιὸ ὄργανο κατὰ τὶς παλιὲς ἐπιταγὲς ἀρνοῦνται νὰ τὸ κάνουν, καθὼς τὸ βρίσκουν ἀνεπαρκές. Γνωρίζουν τὴν ὁλωσδιόλου ἐμπειρικὴ φύση τῶν παλιῶν κανόνων καὶ δὲν ἀγκιστρώνονται σ’ αὐτοὺς .
Σὲ τέτοιες περιόδους ἀκριβῶς γεννιοῦνται οἱ νέες καλλιτεχνικὲς μορφές• μετὰ τὸ ἐλισαβετιανὸ ποιητικὸ δράμα ἀκολούθησε τὸ ἡρωϊκὸ δίστιχο, μετὰ τὴν παρακμὴ τοῦ διστίχου ἡ νέα λυρικὴ ποίηση, ποὺ ἄντεξε μέχρι σήμερα. Ἔχει ἐνδιαφέρον ν’ ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ ἕνα εἶδος φυσικῆς ἐξέλιξης, τῆς ὁποίας ὁ καλιτέχνης δὲν ἔχει ἐπίγνωση. Οἱ νέες μορφὲς υἱοθετοῦνται σκόπιμα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀπεχθάνονται τὶς παλιές. Ἡ σύγχρονη λυρικὴ ποίηση πρωτοεισήχθη ἀπὸ τὸν Οὐώρντσγουερθ χωρὶς τὸ πρόσχημα τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης• τὴν προανήγγειλε μὲ μελετημένες διατυπώσεις ὡς μία νέα μέθοδο.
Συγκεκριμένο παράδειγμα, τὸ πιὸ ταιριαστὸ μὲ ὅσα θέλω νὰ πῶ, ἀποτελεῖ τὸ κίνημα τῆς σχολῆς τῶν παρνασσιστῶν περὶ τὰ 1885: ξεκινώντας ὡς ἀντίδραση στὸν ρομαντισμό, παρήκμασε τάχιστα•ἡ βασική του ἀρχὴ περὶ ἀπόλυτης ἀρτιότητας ρίμας καὶ μορφῆς ἦταν ἐναρμονισμένη μὲ τὴ νατουραλιστικὴ σχολὴ τῆς ἐποχῆς. Ἦταν μιὰ μορφὴ λογικῆς ποίησης, ἐντελῶς διάφορη ἀπὸ τὸν συμβολισμό. Στοὺς κόλπους της συγκαταλέγονταν διαπρεπῆ ὀνόματα, ὁ Μεντές, ὁ Πρυντώμ κ.ἄ, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα γόνιμοι• δὲν παρήγαγαν τίποτα ἰδιαίτερα σημαντικό• αὐτοπεριορίστηκαν στὴ διαρκῆ ἐπανάληψη τοῦ ἴδιου σονέτου, οἱ μαθητές τους βρέθηκαν χαμένοι σὲ μιὰ κατάσταση στείρας ἀνημπόριας.
Θὰ ἤθελα νὰ σημειώσετε ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο εἶδος ἀτυχοῦς σύμπτωσης ποὺ προέκυψε τυχαία σ' ἕναν ἀριθμὸ ποιητῶν. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀνάσχεσης στὸν παρνασσισμὸ σηματοδότησε τὸν θάνατο μιᾶς ὁρισμένης μορφῆς ποίησης καὶ συνέπεσε μὲ τὴ θαυμαστὴ ἀνθοφορία μιᾶς νέας. Μὲτὴν ὁριστικὴ ἔλευση αὐτῆς τῆς νέας μορφῆς, τὸ 1880, ἔχουμε καὶ τὴν παρουσίαση μιᾶς καινούργιας ὁμάδας ποιητῶν, ἐνδεχομένως ἀπαράμιλλης στὴν ἱστορία τῆς γαλλικῆς ποίησης.
Ἡ νέα τεχνικὴ ὁρίστηκε μὲ τρόπο σαφῆ πρῶτα ἀπὸ τὸν Καν. Συνίστατο στὴν ἀπόρριψη τοῦ σταθεροῦ ἀριθμοῦ τῶν συλλαβῶν ὡς βάσης τῆς στιχουργίας. Τὸ μῆκος τοῦ στίχου εἶναι μακρὺ καὶ βραχύ, αὐξομειούμενο μὲ βάση τὶς εἰκόνες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ποιητής• ἀκολουθεῖ τὶς τροπὲς τῆς σκέψης του καὶ εἶναι ἐλεύθερο, ὄχι δέσμιο ἑνὸς σταθεροῦ προτύπου• γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία πρόχειρη ἀναλογία, εἶναι ἕνα ροῦχο κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τοῦ πελάτη, ὄχι ἕτοιμο ἀπὸ τὰ πρίν. Αὐτὴ εἶναι μία πολὺ ἁδρὴ περιγραφὴ τοῦ πράγματος, ἀλλὰ τὸ θέμα μου δὲν εἶναι ἐδῶ τόσο πολὺ ἡ γαλλικὴ ποίηση, ὅσο ἡ ἀγγλική. Τὸ εἶδος ποίησης τὸ ὁποῖο ὑπερασπίζομαι, δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν vers libre, ἁπλῶς φέρνω τοὺς Γάλλους ὡς παράδειγμα τοῦ ἐντυπωσιακοῦ ἀντίκτυπου ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ χειραφέτηση τοῦ στίχου στὴν ποιητικὴ πράξη.
Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῆς ρευστότητας τοῦ κόσμου καὶ τῆς παροδικότητάς του•ὑπῆρχε λ.χ. ἡ ἑλληνικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου ὡς ροῆς. Ἀλλὰ ἐνῶ τὸ παραδέχονταν, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ φοβούντουσαν καὶ πάσχιζαν νὰ τοῦ ξεφύγουν φτιάχνοντας μνημεῖα διαρκῆ ἱκανὰ ν' ἀντισταθοῦν μὲ ἀξιώσεις σ’ αὐτὴ τὴ συμπαντικὴ ροὴ ποὺ τοὺς τρόμαζε. Εἶχαν τὸ μικρόβιο, τὸ πάθος τῆς ἀθανασίας. Ἤθελαν νὰ οἰκοδομήσουν ἔργα ποὺ θὰ μαρτυροῦσαν ὑπερήφανα ὅτι ἦταν ἀθάνατοι. Αὐτὸ τὸ συναντᾶμε σὲ χίλιες δυὸ περιπτώσεις. Ὑλικά, στὶς πυραμίδες• πνευματικά, στὰ θρησκευτικὰ δόγματα καὶ τὶς ἰδέες περὶ ὑποστάσεως τοῦ Πλάτωνα. Ζώντας σ' ἕναν κόσμο δυναμικό, ποθοῦσαν τὴ στατικὴ μονιμότητα, ὅπου οἱ ψυχές τους θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναπαυθοῦν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ νομίζω πολλὲς ἀπὸ τὶς παλιὲς ἰδέες σχετικὰ μὲ τὴν ποίηση. Οἱ τελευταῖες ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκιβωτίσουν σὲ λίγους στίχους μιὰ τέλεια σκέψη. Ἀπὸ τοὺς χίλιους καὶ ἕναν τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μία σκέψη ἦταν δυνατὸν νὰ φτάσει σὲ ἕναν ἀκροατή, ὑπῆρχε ἕνας ποὺ ἦταν ὁ τέλειος, ὁ προορισμένος νὰ ἐκφράσει αὐτὴ τὴ σκέψη εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, ἐξοῦ καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴ φόρμα τοῦ ποιήματος καὶ οἱ ἐξεζητημένοι κανόνες τῆς αὐστηρῆς προσωδίας. Ἐπιδίωξη ἦταν ἡ δημιουργία ἑνὸς ἀθάνατου ἔργου, καὶ ὁ ἀτελεύτητος μόχθος ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ προσαρμογὴ μιᾶς σκέψης σὲ μία πάγια καὶ τεχνητὴ μορφὴ γίνεται ἔτσι εὔλογος καὶ ἀναγκαῖος. Ἀκόμα καὶ ἡ ἑλληνικὴ λέξη ποίημα φαίνεται νὰ ὑπονοεῖ ἕνα ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς δημιούργημα, οἱ Ἕλληνες πίστευαν στὸ ἀπόλυτο καθῆκον ὅπως πίστευαν στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια.Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγραφαν σὲ στίχο γιὰ πράγματα ποὺ ἐμεῖς σήμερα δὲν θὰ γράφαμε, ὅπως ἡ ἱστορία καὶ ἡ φιλοσοφία. Ὅπως τὸ θέτει ὁ Γάλλος φιλόσοφος Γκιγιώ, τὰ μεγάλα ποιήματα τῶν ἀρχαίων καιρῶν μοιάζουν πυραμίδες χτισμένες μὲ σκοπὸ τὴν αἰωνιότητα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀρέσκονταν νὰ χαράσσουν πάνω σ’ αὐτὲς τὴν ἱστορία τους σὲ σύμβολα.Πίστευαν πὼς μποροῦσαν νὰ πετύχουν μία τέτοια συναρμογὴ ἰδέας καὶ λέξης, ποὺ τίποτα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀφανίσει.
Σήμερα, ὅλες οἱ τάσεις τῆς μοντέρνας ποίησης ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ ἰδεῶδες αὐτό• οἱ φιλόσοφοι δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια. Δὲν πιστεύουμε πιὰ στὴν τελειότητα εἴτε τοῦ στίχου εἴτε τῆς σκέψης, ἀναγνωρίζουμε εὐθαρσῶς τὴ σχετικότητα τῶν πραγμάτων. Δὲν πασχίζουμε πλέον νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ἀπόλυτα τέλειο στὴν ποίηση.Ἀντὶ γι' αὐτὲς τὶς μικροτελειότητες στὴ φρασεολογία καὶ τὸ λεξιλόγιο, ἡ τάση εἶναι μᾶλλον πρὸς τὴν παραγωγὴ μιᾶς γενικῆς ἐντύπωσης• αὐτὸ φυσικὰ αἴρει τὴν ἐπικυριαρχία τοῦ μέτρου καὶ τοῦ πάγιου ἀριθμοῦ τῶν συλλαβῶν ὡς στοιχείου τελειότητας στὸν λόγο. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει πιὰ ἂν οἱ στροφὲς εἶναι διαπλασμένες καὶ στιλπνὲς σὰν κτερίσματα, ἀλλὰ περισσότερο νὰ μεταδώσουμεμιὰ κάποια ἀκαθόριστη διάθεση. Σὲ ὅλες τὶς τέχνες, ἀναζητοῦμε τὴ μέγιστη δυνατὴ ἀτομικὴ καὶ προσωπικὴ ἔκφραση, ὄχι τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀπόλυτου κάλλους.
Ὅτι θὰ μᾶς ἀσκηθεῖ κριτικὴ εἶναι βέβαιο, τι εἶναι τέλος πάντων αὐτὸ τὸ καινούργιο πνεῦμα, θὰ μᾶς ρωτήσουν, ποῦ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μέσα ἀπὸ τὰ παλιὰ μέτρα; Εἶναι ἄραγε τόσο διαφορετικὰ αὐτὰ ποὺ ἕνας σημερινὸς ποιητὴς θέλει νὰ ἐκφράσει, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι ποιητές; Πιστεύω πὼς ναί. Ἡ “παλιὰ” ποίηση καταπιανόταν κατὰ βάση μὲ τὰ μεγάλα θέματα,ἡ ἐπικὴ ἀφήγηση ὁδηγεῖ ὡς ἐκ τοῦ φυσικοῦ στὴ σαφῆ, ἀνατομικὴ διάρθρωση καὶ στὴν κανονικὴ προσωδία. Ἡ δράση μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα μὲ τὶς πάγιες μορφὲς τοῦ ἔμμετρου λόγου, π.χ.μὲ τὴν μπαλάντα.
Ἀλλὰ ἡ μοντέρνα ποίηση εἶναι κάτι διαμετρικὰ ἀντίθετο, δὲν ἀσχολεῖται πιὰ μὲ τὴν ἡρωικὴ πράξη,ἔχει γίνει ὁριστικὰ καὶ ἀπὸ σκοποῦ ἐσωστρεφὴς καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἐξωτερίκευση τῶν ἐφήμερων φάσεων τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ποιητῆ. Ἐπ’ αὐτοῦ γράφτηκε εὔστοχα ἀπὸ τὸν κύριο Γκ. Κ. Τσέστερτον ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἡ παλιὰ ποίηση ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν πολιορκία τῆς Τροίας, ἡ καινούργια ἐπιχειρεῖ νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματα ἑνὸς ἀγοριοῦ ποὺ ψαρεύει. Ἡ ἄποψη ποὺ ἀκούγεται συχνά, ὅτι ἴσως κάποια στιγμὴ ἐμφανιστεῖ ἕνας νέος ποιητὴς ἱκανὸς νὰ συνθέσει ὅλο το μοντέρνο κίνημα σ’ ἕνα μεγαλοπρεπὲς ἔπος, μαρτυρεῖ ὁλοκληρωτικὴ παρανόηση τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς μοντέρνας ποίησης. Ἀνάλογη στροφὴ παρατηρεῖται καὶ στὴ ζωγραφική, ἐκεῖ ὅπου ἡ παλιὰ τέχνη προσπαθοῦσε νὰ διηγηθεῖ μιὰ ἱστορία, ἡ μοντέρνα ἐπιχειρεῖ ν’ ἀναδείξει μιὰ ἐντύπωση. Ἐξακολουθοῦμεν' ἀντιλαμβανόμαστε τὸ μυστήριο τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μ’ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο ὄχι πιὰ ἄμεσα μὲ τὴ μορφὴ τῆς δράσης, ἀλλὰ ὡς ἐντύπωση, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ πίνακες τοῦ Οὐίστλερ. Δὲν μποροῦμε νὰ δραπετεύσουμε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας.Ὅ,τι βρῆκε ἔκφραση στὴ ζωγραφικὴ μὲ τὸν ἰμπρεσσιονισμὸ σύντομα θὰ βρεῖ ἔκφραση στὴν ποίηση μὲ τὸν ἐλεύθερο στίχο. Ἡ εἰκόνα ἑνὸς δρόμου τοῦ Λονδίνου τὰ μεσάνυχτα, μὲ τὶς μακριὲς σειρὲς τῶν φώτων, ἔχει παρακινήσει πολλοὺς νὰ τὴν ἀποτυπώσουν σὲ στίχους, κι ὡστόσο ὁ πόλεμος δὲν παρήγαγε κάτι ἄξιο λόγου, ἀφοῦ ὁ κ. Οὐῶτσον εἶναι περισσότερο πολιτικὸς ρήτορας παρὰ ποιητής.Προσωπικά, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔνιωσα τὸ ἀναγκαῖο, τὸ ἀναπόφευκτο μάλιστα τῆς ποίησης, ἦταν ὅταν ἔνιωσα τὴν ἐπιθυμία ν’ ἀποτυπώσω τὴν παράξενη ποιότητα τῆς αἴσθησης ποὺ γεννοῦν οἱ πεδιάδες καὶ οἱ πλατιοὶ ὁρίζοντες τῶν παρθένων λειμώνων τοῦ δυτικοῦ Καναδᾶ.
Βλέπετε ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι οὐσιωδῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ λυρικὴ παρόρμηση ποὺ ἔφτασε στὴν τελείωσή της, νομίζω ἅπαξ καὶ διὰ παντός, μὲ τὸν Τέννυσον, τὸν Σέλλεϋ καὶ τὸν Κήτς. Τὸ νὰ βάλεις αὐτὴ τὴ μοντέρνα σύλληψη τοῦ ποιητικοῦ πνεύματος, αὐτὸν τὸν διστακτικὸ καὶ μισοντροπαλὸ τρόπο του νὰ βλέπεις τὰ πράγματα, σὲ κανονικὸ μέτρο εἶναι σὰν ν’ ἁρματώνεις μὲ πανοπλία ἕνα παιδί.
Ἂς ποῦμε ὅτι ὁ ποιητὴς συγκινεῖται ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο τοπίο, ἐπιλέγει ἀπὸ αὐτὸ συγκεκριμένες εἰκόνες οἱ ὁποῖες, παρατιθέμενες σὲ μεμονωμένους στίχους, βοηθοῦν στὸ νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ζωντανέψουν τὰ ὅσα αἰσθάνεται. Σ’ αὐτὴ τὴ σώρευση καὶ τὴν παράθεση διακριτῶν εἰκόνων σὲ διαφορετικοὺς στίχους, μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ μιὰ εὐφάνταστη ἀναλογία μὲ τὴ μουσική. Ἡ μεγάλη ἐπανάσταση στὴ μουσικὴ συνέβη ὅταν ἡ μελωδία, ποὺ εἶναι μονοδιάστατη μουσική, ὑποκαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἁρμονία ποὺ κινεῖται σὲ δύο διαστάσεις. Δύο ὀπτικὲς εἰκόνες σχηματίζουν ὅ,τι μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσουμε ὀπτικὴ συγχορδία. Ἑνώνονται γιὰ νὰ ὑποδηλώσουν μιὰ εἰκόνα ποὺ διαφέρει καὶ ἀπὸ τὶς δύο.
Ξεκινώντας λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀκραίου μοντερνισμοῦ, ποιὸ εἶναι τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ στίχου σήμερα;
Ὣς ἕνα σημεῖο παραδέχομαι ὅτι ἡ ποίηση ποὺ προορίζεται γιὰ ἀπαγγελία πρέπει νὰ εἶναι γραμμένη σὲ κανονικὸ μέτρο, ἰσχυρίζομαι ὡστόσο ὅτι αὐτὴ ἡ μέθοδος καταγραφῆς ἐντυπώσεων ἀπὸ ὀπτικὲς εἰκόνες σὲ διακριτοὺς στίχους δὲν προϋποθέτει τὴ χρήση τοῦ παλιοῦ μετρικοῦ συστήματος.
Ἡ παλαιότερη τέχνη ἦταν στὸ ξεκίνημά της θρησκευτικὸς ψαλμός: δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ἐκφράζει χρησμοὺς καὶ διδαχὲς κατὰ τρόπο ἐντυπωτικὸ, καὶ ρίμα καὶ μέτρο εἶχαν τὸν ρόλο τοῦ ἀρωγοῦ τῆς μνήμης. Ὅμως γιατί, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν καινούργια ποίηση, πρέπει νὰ διατηρήσουμε ἕναν μηχανισμὸ ποὺ ἁρμόζει μόνο στὴν παλιά;
Ἡ ἐπίδραση τοῦ ρυθμοῦ, ὅπως καὶ τῆς μουσικῆς, εἶναι νὰ παράγει ἕνα εἶδος ὑπνωτικῆς κατάστασης, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται εὐχερὴς καὶ δραστικὴ ἡ ὑποβολὴ τοῦ αἰσθήματος τῆς θλίψης ἢ τῆς ἔκστασης, ὅπως ὅταν εἴμαστε μεθυσμένοι ὅλα τα ἀνέκδοτα μᾶς φαίνονται ἀστεῖα. Αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ, ὅμως ἡ νέα ὀπτικὴ τέχνη ἀκολουθεῖ τὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη διαδρομή. Ἐξαρτᾶται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμά της ὄχι ἀπὸ ἕνα εἶδος ἡμινάρκωσης, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αἰχμαλώτιση τῆς προσοχῆς, σὲ τέτοιο βαθμὸ μάλιστα ποὺ ἡ διαδοχὴ τῶν ὀπτικῶν εἰκόνων ἐξαντλεῖ τὸν ἀναγνώστη.
Γι’ αὐτὴ τὴν ἰμπρεσσιονιστικὴ ποίηση, ἡ κανονικὴ προσωδία εἶναι ἐμπόδιο, ἄσκοπη φλυαρία,ἀνούσια καὶ ἐκτὸς τόπου. Στὰ λεπτοκαμωμένα μοτίβα τῶν εἰκόνων καὶ τῶν χρωμάτων, εἰσάγει τὸ στιβαρό, χοντροκομμένο ὕφος τῆς ρητορικῆς ποίησης. Καταστρέφει τὸ ἀποτέλεσμα ὅπως ρομβία ποὺ εἰσβάλλει στὴ λεπτοϋφασμένη ἁρμονία τῆς μοντέρνας συμφωνίας. Εἶναι λεπτεπίλεπτη καὶ δύσκολη τέχνη νὰ ζωντανεύεις μιὰ εἰκόνα, νὰ προσαρμόζεις τὸν ρυθμὸ στὴν ἰδέα, καὶ εὔκολα μπαίνει κανεὶς στὸν πειρασμὸ νὰ ἐπιστρέψει στὴν παρήγορη καὶ βολικὴ ἀγκάλη τοῦ παλαιοῦ κανονικοῦ μέτρου, ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ ὅλο αὐτὸν τὸν κόπο.
Κριτικὴ θ’ ἀσκηθεῖ ἀσφαλῶς στὸ ὅτι καταργώντας τὸν κανονικὸ συλλαβικὸ στίχο ἀπὸ μονάδα τῆς ποίησης, στρέφεσαι στὴν πρόζα. Φυσικὰ αὐτὸ ἰσχύει ἀπολύτως γιὰ πολὺ μεγάλο μέρος τῆς μοντέρνας ποίησης. Στὴν πραγματικότητα, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα προτερήματα τῆς κατάργησης τοῦ κανονικοῦ μέτρου εἶναι ὅτι ξεσκεπάζει μεμιᾶς ὅλη αὐτὴ τὴν δῆθεν ποίηση.
Ἡ ποίηση ὡς ἀφαίρεση εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικό, ζεῖ τὴ δική του ζωή, σὲ κάμποση ἀπόσταση ἀπὸ τὶς συμβάσεις τοῦ μέτρου.
Γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὸ ζήτημα ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουμε ποίηση γραμμένη ἔξω ἀπὸ τὸ κανονικὸ μέτρο, προτείνω νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ μιὰ μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τους. Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι παρέχω ἐδῶ ἕναν ἀλάνθαστο τρόπο ἐλέγχου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ οἱοσδήποτε θὰ μποροῦσε ν’ ἀποφανθεῖ ἀμέσως ὅτι «αὐτὴ εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ποίηση»• ὅμως, ἐπαρκεῖ γιὰ τοὺς σκοποὺς αὐτῆς τῆς εἰσήγησης. Εἶναι ὁ ἑξῆς: μιλώντας χονδρικά,ὑπάρχουν δύο μέθοδοι ἐπικοινωνίας, ἡ ἄμεση καὶ ἡ συμβατικὴ γλώσσα. Ἡ ἄμεση γλώσσα εἶναι ἡ ποίηση, εἶναι ἄμεση ἐπειδὴ καταγίνεται μὲ εἰκόνες. Ἡ ἔμμεση γλώσσα εἶναι ἡ πρόζα, ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ποὺ ἔχουν ἀπονεκρωθεῖ καὶ ἔχουν γίνει σχήματα λόγου.
Ἡ διαφορὰ αὐτῶν τῶν δύο εἶναι, χονδρικά, ἡ ἑξῆς: ἐνῶ ἡ μιὰ καταλαμβάνει τὸν νοῦ σου ὅλη τὴν ὥρα μὲ μιὰ εἰκόνα, ἡ ἄλλη τοῦ ἐπιτρέπει νὰ φτάσει μὲ τὴν ἐλάχιστη δυνατὴ προσπάθεια σ’ ἕνα συμπέρασμα.
Ἡ πρόζα, λόγω τῶν δεξιοτήτων τοῦ νοῦ, εἶναι κάτι ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἀνακλαστικά τοῦ σώματος. Ἐὰν κάθε φορὰ ποὺ δένω τὰ κορδόνια στὶς μπότες μου ἔπρεπε νὰ ἐνεργοποιῶ μιὰ πολύπλοκη πνευματικὴ διεργασία, θὰ σπαταλοῦσα πνευματικὴ ἐνέργεια. Ἀντ’ αὐτοῦ, ὁ μηχανισμὸς τοῦ σώματος εἶναι ἔτσι ρυθμισμένος ποὺ ὁ καθένας τὸ κάνει περίπου αὐτόματα. Ἐξοικονομεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐνέργεια. Ἡ ἴδια διαδικασία συντελεῖται μὲ τὶς εἰκόνες ποὺ συναντᾶμε στὴν πρόζα.Γιὰ παράδειγμα, ὅταν λέω ὅτι ὁ λόφος εἶναι δασοσκέπαστος, αὐτὴ ἡ ἔκφρασή μου κοινοποιεῖ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λόφος εἶναι καλυμμένος ἀπὸ δέντρα. Ὅμως ἡ πρώτη φορὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκε αὐτὴ ἡ λέξη ἦταν ἀπὸ ἕναν ποιητή, καὶ γιὰ ἐκεῖνον ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ εἰκόνα ποὺ ἀνακαλοῦσε μιὰ συγκεκριμένη ὀπτικὴ ἀναλογία μ' ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι σκεπασμένος μὲ τὰ ροῦχα ποὺ φοράει. Τώρα πλέον ἡ εἰκόνα ἔχει πεθάνει. Κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι οἱ εἰκόνες γεννιοῦνται στὴν ποίηση. Χρησιμοποιοῦνται στὴν πρόζα, καὶ τελικὰ βιώνουν ἕνα μακρὺ καὶ ἀργὸ θάνατο στ' ἀγγλικὰ τῶν δημοσιογράφων. Σήμερα, ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶναι πολὺ γρήγορη, ἔτσι ποὺ ὁ ποιητὴς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ δημιουργεῖ συνεχῶς νέες εἰκόνες καὶ ἡ εἰλικρίνειά του μετριέται ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν εἰκόνων του.
Μερικὲς φορές, διαβάζοντας ἕνα ποίημα, ἔχει κανεὶς ἐπίγνωση τῶν κενῶν, τῶν σημείων ὅπου ἡ ἔμπνευση ἐγκατέλειψε τὸν ποιητὴ καὶ τοῦ ἄφησε μόνο το μέτρο τῆς ρητορικῆς. Αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι τὸ ἑξῆς: ἡ εἰκόνα τὸν ἐγκατέλειψε, κι ἔτσι αὐτὸς ἐπέστρεψε σὲ μιὰ νεκρὴ εἰκόνα, ποὺ εἶναι πρόζα, διατηρώντας ὅμως στὸ κείμενό του ἕνα ποιητικοφανὲς ἀποτέλεσμα μέσω τῆς χρήσης τοῦ μέτρου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔνστασή μου γιὰ τὸ μέτρο, ὅτι δηλαδὴ δίνει τὴ δυνατότητα σὲ πολλοὺς νὰ γράφουν ποίηση χωρὶς καθόλου ποιητικὴ ἔμπνευση, χωρὶς νὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ καινούργιες εἰκόνες.
Ὡς παράδειγμα γι’ αὐτό, θὰ πάρω τὸ ποίημα ποὺ ἔχει σήμερα τὴ μεγαλύτερη κυκλοφορία.Μολονότι ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ τέσσερις στίχους εἶναι ἕξι πόδες μακρύ. Εἶναι ἀναρτημένο ἔξω ἀπ’τὸ περίπτερο τοῦ Μιούζικ Χώλ. Ἐνστικτωδῶς ἀνατριχιάζουμε ἐμπρὸς σ’ αὐτὰ τὰ κλισὲ ἢ τὸν τυποποιημένο λόγο. Ἡ βαθύτερη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑξῆς: δὲν εἶναι ὅτι εἶναι παλαιά, ἀλλὰ ὅτι ὄντας παλαιὰ ἔχουν ἀπονεκρωθεῖ κι ἔτσι δὲν ζωντανεύουν κάποια εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ ἔγραψε, μὴ ὄντας ποιητής, δὲν εἶδε τίποτα προφανῶς ἀπὸ μόνος του,ἀλλὰ μιμήθηκε τὶς εἰκόνες ἄλλων ποιητῶν.
Αὐτὴ ἡ νέα ποίηση μοιάζει περισσότερο μὲ τὴ γλυπτικὴ παρὰ μὲ τὴ μουσική• ἑλκύει τὸ μάτι παρὰ τὸ αὐτί. Ἔχει νὰ πλάσει εἰκόνες, ἕνα εἶδος πνευματικοῦ πηλοῦ, σὲ συγκεκριμένα σχήματα. Αὐτὸ τὸ ὑλικό, ἡ ὕλη τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι εἰκόνα καὶ ὄχι ἦχος. Χτίζει μιὰ εὔπλαστη εἰκόνα τὴν ὁποία παραδίδει στὸν ἀναγνώστη, ἐνῶ ἡ παλαιὰ τέχνη ἐπιχειροῦσε νὰ τὸν ἐπηρεάσει σωματικὰ μέσω τῆς ὑπνωτικῆς ἐπίδρασης τοῦ ρυθμοῦ.
Κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ συνοψίσει τὸ πράγμα ὡς ἑξῆς: τὸ τσόφλι εἶναι κάλυμμα ἄκρως κατάλληλο γιὰ τὸ αὐγὸ σὲ μιὰ ὁρισμένη περίοδο, ἀλλὰ πολὺ ἀκατάλληλο μετὰ ἀπ' αὐτήν. Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀναπαριστᾶ ἀρκετὰ καλὰ τὴν κατάσταση τῆς ποίησης σήμερα. Ἐνῶ τὸ τσόφλι παραμένει τὸ ἴδιο, ὁ ἐσωτερικὸς χαρακτήρας ἔχει ἀλλάξει ἐντελῶς. Δὲν εἶναι κλούβιος ὅπως θά ’λεγε κάποιος ἀπαισιόδοξος, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει νέα ζωή, ἔχει μεταλλαχθεῖ περνώντας ἀπὸ τὴν ἀρχαία τέχνη τοῦ τραγουδιοῦ στὸν μοντέρνο ἰμπρεσσιονισμό, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ μηχανισμὸς τοῦ ἔμμετρου λόγου ἔχει παραμείνει ὁ ἴδιος. Κι αὐτὸ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίζεται ἐπ’ ἀόριστον. Καταλήγοντας, κυρίες καὶ κύριοι, ἔχω νὰ σᾶς πῶ ἕνα μόνο:τὸ τσόφλι πρέπει νὰ σπάσει."
T.E. HULME
Μετάφραση: Ράνια Καραχάλιου - Ἑλένη Μπούρου
Μπράβο κοριτσάκι γι' αυτή σου την ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε φιλιά πολλά!
εξαιρετικο -ή αιρετικο για αλλους- κειμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν προλαβαμε να το συζητησουμε σε βαθος.
φιλια, περιμενω το σχολιο σου..